spot_img
spot_img
ΑρχικήΔικαιοσύνηΔΣΠΑΤΡΑΣ: Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου 3869/10 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά

ΔΣΠΑΤΡΑΣ: Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου 3869/10 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά

spot_img

                     1
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ  3869       /2.9.2010 για τη  Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

ΠΗΓΕΣ
1. Εισηγήσεις  κατά το σεμινάριο την Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών των:
Πάρη Αρβανιτάκη
Κωνσταντίνο Βαμβακίδη
Παναγιώτη Κατσιρούμπα
Γεωργίου Ευστρατιάδη
Ευδοξίας Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη
2.Αθανάσιος Κρητικός «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»
 
Αρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει,
χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής.
2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας κατά την
παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από
αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ο νόμος επιδιώκει να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στους υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένα μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Τα φυσικά αυτά πρόσωπα μπορούν να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους και να απαλλαγούν από σημαντικό μέρος των χρεών τους, εφόσον εξυπηρετήσουν με μηνιαίες καταβολές για τέσσερα έτη ή μέχρι είκοσι έτη αν έχει ζητηθεί η διάσωση της κύρια κατοικίας, με βάση το εισόδημα τους ή και του συζύγου, ένα μέρος αυτών που καθορίζεται από το Δικαστήριο.
Κατά το διάστημα της εξυπηρέτησης του χρέους διαφυλάσσεται ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης του οφειλέτη με βάση τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες.
Ο υπερχρεωμένος καταναλωτής ή επαγγελματίας, εφόσον ανταποκριθεί στη ρύθμιση που θα ορίσει το δικαστήριο, θα αποκτήσει το δικαίωμα για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή του, απαλλασσόμενος από το υπόλοιπο των χρεών του.

                      2
Α) ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Στις ρυθμίσεις του νόμου υπάγονται πρόσωπα που πληρούν δυο υποκειμενικές προϋποθέσεις:
1. θετική υποκειμενική προϋπόθεση : Όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα και τους εμπόρους, κατά την έννοια του αρθ. 2 παρ. 1 Πτωχ.Κωδ., οι οποίοι όμως έχουν από την υφιστάμενη νομοθεσία τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα, τόσο για τα εμπορικά όσο και για τα χρέη που δε συνδέονται με την εμπορική τους δραστηριότητα.  
2. αρνητική υποκειμενική προϋπόθεση: Η έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας του οφειλέτη. Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα πρόσωπα που έχουν την εμπορική ιδιότητα, την οποία τα φυσικά πρόσωπα αποκτούν κυρίως κατά το υποκειμενικό (ουσιαστικό) σύστημα, όταν δηλαδή ενεργούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις (άρθ. 1 του ΕμπΝ). Συμπληρωματικά προς θεμελίωση της εμπορικής ιδιότητας λειτουργεί το τυπικό σύστημα, όπου ο νομοθέτης κρίνει σκόπιμο να εφαρμόσει το εμπορικό δίκαιο σε ορισμένα  φυσικά πρόσωπα (πχ χρηματιστές) που χαρακτηρίζει εμπόρους χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ενδεικτικά: οι μικρέμποροι (γυρολόγοι, υπαίθριοι πωλητές κλπ), πρώην έμποροι που δεν πτώχευσαν όταν ήταν έμποροι έπαυσαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα (με την παύση αυτή δεν έχουν πλέον πτωχευτική ικανότητα) χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (αρθ. 2 παρ. 3 Πτωχ.Κωδ), ελεύθεροι επαγγελματίες όπως δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, (πλην των εργολάβων κατασκευαστών οικοδομών), τεχνίτες, δημόσιοι υπάλληλοι, γεωργοί (για το πότε αποκτούν την εμπορική ιδιότητα βλ. ΕφΑθ 12491/90 Δνη 1994-465), ο μοναδικός μέτοχος ΑΕ, ο μοναδικός εταίρος και ο διαχειριστής ΕΠΕ, αλλοδαποί που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και έχουν δημιουργήσει χρέη  ή διαθέτουν περιουσία στην Ελλάδα, κλπ.
ΔΕΝ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ενδεικτικά: Έμποροι, πρώην έμποροι που όμως η παύση της εμπορίας έγινε μέσα στο χρόνο παύσης των πληρωμών (αρθ. 2 παρ. 3 ΠτωχΚ), Νομικά πρόσωπα (αστικές εταιρείες, σωματεία), ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (συνιδιοκτήτες πολυκατοικίας, αστικές
                            3
εταιρείες), φαρμακοποιοί, εκτελωνιστές (ΕφΑθ 9590/91 Δνη 1994-465), ο εγγυητής εφόσον παρέχει εγγυήσεις επ’ αμοιβή ή άλλο όφελος η  δε παροχή της πίστης γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα,  κλπ.
3. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ
Παύση των πληρωμών:  Θα πρέπει να έχει χαρακτήρα γενικό, να αποτελεί τον κανόνα , δηλαδή θα πρέπει ο οφειλέτης να μην μπορεί να εξυπηρετήσει  τον κύριο όγκο των χρεών του, που μπορεί να είναι ένα μόνο χρέος, το μεγαλύτερο. Επίσης θα πρέπει να έχει χαρακτήρα και μόνιμο (διάρκεια, όχι πρόσκαιρη αδυναμία), να αφορά ληξιπρόθεσμες (το ληξιπρόθεσμο κρίνεται κατά τις διατάξεις των αρθ. 323 και 324 ΑΚ), έστω και μερικές, χρηματικές οφειλές (δεν υπάγεται στο νόμο η υποχρέωση για πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ή η υποχρέωση παράδοσης πράγματος) και τα χρέη να είναι βέβαια και εκκαθαρισμένα.  Για τα χαρακτηριστικά της παύσης των πληρωμών ισχύουν οι αρχές του Πτωχευτικού Κώδικα. Ειδικά όσον αφορά το ληξιπρόθεσμο των οφειλών στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται και οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (πχ οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις δανείου), όπως σαφώς συνάγεται και από τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 εδ. γ’, σύμφωνα με την οποία οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης. Απλώς το ληξιπρόθεσμο των οφειλών απαιτείται από το νόμο ως στοιχείο για τη συγκρότηση της μόνιμης αδυναμία (βλ. σε Κρητικό σελ. 42 αριθ. 10). 
Με την απόδειξη  της μόνιμης αδυναμία βαρύνεται ο οφειλέτης.
Πράξεις που φανερώνουν τη μόνιμη αδυναμία μπορεί είναι, τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, διαταγές πληρωμής, απλήρωτες επιταγές, συναλλαγματικές κλπ.
4.ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΟΛΟΥ: Η μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών  πρέπει να μην οφείλεται σε δόλο.
Η δόλια περιέλευση σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής θα εξεταστεί περιπτωσιολογικά. Τέτοια αποτελεί η διάθεση
                               4
περιουσιακών στοιχείων σε συγγενικά πρόσωπα, χαριστικά ή με εικονικό, ή ασήμαντο τίμημα (βλ. παρόμοιες περιπτώσεις στο κεφάλαιο της πτωχευτικής ανάκλησης των αρθ. 41 επ. του Πτωχ.Κ),  επίσης η εξάντληση περιουσιακών στοιχείων σε τυχερά παιχνίδια.
 Η έλλειψη δόλου δεν είναι στοιχείο που πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο οφειλέτης. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης το έχουν οι πιστωτές που δεν συμφωνούν να υπαχθεί στη ρύθμιση.
Β)ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΧΡΕΗ
Όλα τα χρέη προς τράπεζες (δάνεια καταναλωτικά, στεγαστικά, επαγγελματικά) και όλα τα  χρέη προς τρίτους, επίσης δε οφειλές προς Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ άλλης φύσης απ’ αυτά του αρθ. 1 παρ. 2β’(βλ. πιο κάτω).
 ΜΗ ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΧΡΕΗ
Α) Οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο (τέτοιο δεν αποτελεί το χρέος από ακάλυπτη  επιταγή, εφόσον  έχει επιλεγεί η άσκηση της αξίωσης από την επιταγή  και όχι η αυτοτελής αξίωση από αδικοπραξία), διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
Β)Επίσης οφειλές που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης ρύθμισης. Στην τελευταία περίπτωση ο οφειλέτης, εφόσον επιθυμεί να ρυθμίσει και αυτές τις οφειλές θα πρέπει να περιμένει να παρέλθει ένα έτος από τότε που αναλήφθηκαν για να υποβάλει την αίτηση. Η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει τα χρέη που ανελήφθησαν από τον οφειλέτη συνήθως με σύμβαση, στοιχείο της οποίας είναι η βούληση του οφειλέτη. Συνεπώς δεν καταλαμβάνει τα χρέη για τα οποία έχουν γίνει πράξεις ρύθμισης το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης (βλ. και αναγνώριση χρέους κατ’ αρθ. 361 ΑΚ), ούτε τα χρέη που στηρίζονται σε δικαστική απόφαση (πχ απαίτηση διατροφής ή αποζημίωση από αδικοπραξία), για δε την πιστωτική κάρτα θα ληφθεί υπόψη ο χρόνος ενεργοποίησής της (βλ. Κρητικό σελ. 45 αριθ. 17).

                         5
7. Επί της παρ. 3: Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά. Ως απαλλαγή νοείται αυτή που έγινε   με δικαστική ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 1 , η οποία οδήγησε, με την τήρηση των όρων της  ρύθμισης, σε απαλλαγή (ολική ή μερική)του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11, της οποίας δεν ακολούθησε έκπτωση κατ’ αρθ. 10 παρ. 1. Συνεπώς δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις του εξώδικου και δικαστικού συμβιβασμού (αρθ. 2 παρ. 1 και 2 και 7 παρ. 2 και 3).
Συνέπειες: Εφόσον μετά την απαλλαγή ο οφειλέτης υποβάλλει νέα αίτηση, για νέα χρέη ή και παλιότερα που δεν τα περιέλαβε στην πρώτη παρότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, η νέα αυτή αίτηση θα είναι απαράδεκτη.
——————————————————————————————————-
Αρθρο 2
Διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού

 1. Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του
οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή
προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του και η
αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο. Η
προσπάθεια αυτή πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, Επιτροπής Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α), όπως ισχύει, ή Ενωσης Καταναλωτών που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν.
                                                    5
2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου ή άλλου δημόσιου ή ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα φορέα από αυτούς που ορίζονται με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3.
2. Αν η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού αποτύχει, ο φορέας ή ο
δικηγόρος που βοήθησε την προσπάθεια συντάσσει βεβαίωση, στην οποία
διαπιστώνεται η αποτυχία της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αν
επιτευχθεί με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών εξωδικαστικός συμβιβασμός,
συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την
επικύρωση του από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, …κλπ  
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την
υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη, να του παραδώσουν χωρίς
επιβάρυνση αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο,
τόκους και έξοδα……κλπ 
ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ  ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ –ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΑΙΤΗΣΗΣ
                                                  6
1.ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΡΑΜΟΥΝ (ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ)

Μόνο τα πρόσωπα και οι φορεί που ορίζει ο νόμος έχουν την εξουσία να μεσολαβήσουν για την επίτευξη του εξωδικαστικού συμβιβασμού και την αρμοδιότητα να χορηγήσουν τη βεβαίωση περί αποτυχίας του συμβιβασμού, που απαιτείται κατ’ αρθ. 4 παρ. 1 για να προχωρήσει η διαδικασία. Εφόσον η μεσολάβηση έγινε από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή φορέα δεν επικυρώνεται ο συμβιβασμός, η δε σχετικά βεβαίωση στερείται αξίας και πρέπει ν επαναληφθεί η διαδικασία.
Τέτοια πρόσωπα και φορείς είναι:
1. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή
www.synigoroskatanaloti.gr
Λεωφ. Αλεξάνδρας 144, Τ.Κ. 114 71, Αθήνα
Τηλ. 210 6460734, 6460276, 6460458 , Fax: 210 6460414
e-mail: g rammateia @ synigoroskatanalot i . gr
2. Ο Μεσολαβητής Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών
www.bank-invest-omb.gr Μασσαλίας 1, ΤΚ 106 80, Αθήνα Τηλ. 210 3376700, Fax: 210 3238821 e-mail: [email protected].
3. Η Επιτροπή φιλικού διακανονισμού ( υπάγεται στο δήμο Πατρέων)
4.  Η ΄Ενωση Καταναλωτών  .
5. Οι δικηγόροι.
2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ
Ενημέρωση των οφειλετών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους από την υπαγωγή τους στη ρύθμιση.
Διαφύλαξη των συμφερόντων των οφειλετών.
Χρησιμοποίηση προσώπων που διαθέτουν ικανότητα, γνώση, εμπειρία στην κατάστρωση του οικογενειακού προϋπολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα δηλούμενα εισοδήματα του οφειλέτη, τις ανάγκες του και τη δυνατότητά του να αποπληρώσει τα χρέη.
-Δεν προβλέπονται κυρώσεις για τη μη ενημέρωση και συνδρομή των φορέων αυτών και τη μη εκπλήρωση γενικά των υποχρεώσεών τους προς τους οφειλέτες.
Ούτε έννομες συνέπειες για την εξωδικαστική και δικαστική πορεία της ρύθμισης.
3.ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σ’ αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη, να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Επίσης προβλέπονται η επιβολή προστίμου για την περίπτωση της παράβασης της υποχρέωσής τους αυτής.
Παρόμοια υποχρέωση σε ιδιώτες πιστωτές δεν προβλέπεται.
 4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
                        7
α. Τρόπος υποβολής της αίτησης.
Η πρωτοβουλία ανήκει μόνο  στον οφειλέτη.
Η αίτηση με την πρόταση συμβιβασμού υποβάλλεται ή αποστέλλεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο στους πιστωτές (π.χ. επίδοση εγγράφου με δικαστικό επιμελητή, κατάθεση εγγράφου στο πιστωτικό ίδρυμα και βεβαίωση επί αντιγράφου του ότι παρελήφθη όμοιο, φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) και, πάντως, δε χρειάζεται να ακολουθείται κάποια τυπική διαδικασία. Όμως θα πρέπει να προκύπτει  με βεβαιότητα το χρονικό σημείο αποτυχίας του συμβιβασμού, που αποτελεί την αφετηρία για τον υπολογισμό του εξαμήνου (βλ. ειδικότερα για την αφετηρία υπολογισμού του εξαμήνου κάτω από το αρθ. 4), μέσα στο οποίο πρέπει να κατατεθεί η αίτηση ρύθμισης, με ποινή το απαράδεκτό της. Για το λόγο αυτό ο μεσολαβητής  στην πρόσκλησή του προς τους πιστωτές θα ορίζει εύλογη προθεσμία απάντησης, ως τέτοια δε θεωρείται αυτή του ενός μήνα (βλ. Κρητικό σελ. 55 αριθ. 7).

Η αίτηση θα πρέπει να περιέχει σχέδιο ρύθμισης και εύλογη προθεσμία απάντησης (ως εύλογη προθεσμία θεωρείται αυτή του ενός μήνα), μέσα στα πλαίσια του 6μήνου  του αρθ. 2 παρ. 1. Κατά την υποβολή ή αποστολή της αίτησης για εξώδικο συμβιβασμό δεν χρειάζεται να προσκομιστούν απαραίτητα αναλυτικά στοιχεία ή έγγραφα που αποδεικνύουν το περιεχόμενο των δηλώσεων του οφειλέτη ή άλλες υπεύθυνες δηλώσεις. Ωστόσο, εάν εκδηλώνεται πράγματι ενδιαφέρον των πιστωτών για την αποδοχή της πρότασης ή για τη βελτίωσή της με αποδεκτές από τον οφειλέτη τροποποιήσεις, είναι προς το συμφέρον του οφειλέτη να συνεργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. Κατσιρούμπα).
β. Ο κατάλογος των πιστωτών που θα λάβουν μέρος στη ρύθμιση εναπόκειται από το νόμο στη βούληση του οφειλέτη. Δεν είναι απαραίτητη η πρόσκληση όλων των πιστωτών, κάποιοι απ’ αυτούς μπορεί να μην προκληθούν και κάποιοι να μη συμφωνούν στη συμβατική διευθέτηση. Σ’ αυτή την περίπτωση η αίτηση δικαστικής ρύθμισης είναι παραδεκτή
                            8
μόνο για τους μετέχοντες. Αν περιληφθούν και πιστωτές που δε συμμετείχαν στο εξωδικαστικό στάδιο η αίτηση θα απορριφθεί ως προς αυτούς ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης προδικασίας. Οι μη συμμετέχοντες πιστωτές διατηρούν τη ιδιότητα του τρίτου και δε δεσμεύονται από τα αποτελέσματα της διαδικασίας (αρθ. 4 παρ. 6 βλ. και παρακάτω κάτω από το αρθ. 4).

5. ΕΓΓΥΗΤΕΣ-ΣΥΝΟΦΕΙΛΕΤΕΣ
Πρόσκληση και συμμετοχή στο εξωδικαστικό στάδιο εγγυητών και συνοφειλετών δεν είναι απαραίτητη ενόψει και της πρόβλεψης του αρθ. 12, η οποία εφαρμόζεται και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό (βλ. ειδικότερα γι’ αυτή κάτω από το αρθ. 12) (βλ. Κατσιρούμπα και Κρητικό σελ. 181).
6.  ΕΚΤΑΣΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
Μπορούν τα μέρη στα πλαίσια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούληση να καταλήξουν σε συμφωνία για οποιοδήποτε ζήτημα που είναι αντικείμενο διάθεσης ή απαλλοτρίωσης, αρκεί να μην εξαιρείται της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Έτσι μπορεί να συμφωνήσουν περιορισμό του χρέους σε οποιοδήποτε ύψος, ακόμη και άφεση χρέους, να ρυθμίσουν τον τρόπο και χρόνο εξόφλησης , επίσης δε και παροχή ασφάλειας από τρίτους.
Η τελική ρύθμιση δεν είναι απαραίτητο να είναι ομοιόμορφη για όλους τους πιστωτές, κατά το λόγο δηλαδή της απαίτησής τους όπως επί δικαστικής ρύθμισης. 
7. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Επιτυχής είναι η εξωδικαστική διευθέτηση μόνο αν συμφωνούν όλοι  οι πιστωτές που επέλεξε ο οφειλέτης και συμμετείχαν στην εξωδικαστική διαδικασία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής μόνο ως προς εκείνους  απ’ αυτούς που συμφώνησαν και να εισαχθεί η υπόθεση ως προς τους υπόλοιπους για δικαστική ρύθμιση, δηλαδή να υπάρξει για τα χρέη του ίδιου οφειλέτη εν μέρει εξωδικαστικός συμβιβασμός και εν μέρει δικαστική ρύθμιση.
Για τη συμφωνία συντάσσεται σχετικό  πρακτικό (συστατικός τύπος), σε τόσα αντίτυπα όσοι οι συμμετέχοντες, χρονολογείται και υπογράφεται.
8. ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

                            9
Η συμφωνία επικυρώνεται μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου στον κατά τόπο αρμόδιο Ειρηνοδίκη (αρθ. 3). Η επικύρωση γίνεται με πράξη του Ειρηνοδίκη στο σχετικό  πρακτικό. Από την επικύρωση αποτελεί πλέον τίτλο                      
εκτελεστό σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. αρθ. 2 παρ. 2 σε συνδιασμό με αρθ. 904 παρ. 2 ζ’ ΚΠολΔ, και συνεπώς δε χρειάζεται να κηρυχθεί η εκτελεστότητα με απόφαση του δικαστηρίου (βλ. Κατσιρούμπα, αντιθ.  Α. Κρητικό ότι κήρυξη εκτελεστού του εξωδικαστικού συμβιβασμού γίνεται με απόφαση του Ειρηνοδικείου). Η περιαφή του πρακτικού, με τον εκτελεστήριο τύπο γίνεται από τον ειρηνοδίκη μετά την επικύρωσή του και εκδίδεται απόγραφο.
Επί αθέτησης των συμφωνηθέντων από τον οφειλέτη οι πιστωτές μπορούν να επιδιώξουν αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του με εκτελεστό τίτλο το πρακτικό, που αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατ’ αρθ. 2 παρ. 2 του νόμου σε συνδιασμό με αρθ. 904 παρ. 2 ζ’ ΚΠολΔ(βλ. Π. Κατσιρούμπα).
9. ΤΙ ΕΛΕΓΧΕΙ Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
Κατά την επικύρωση του πρακτικού ο ειρηνοδίκης ελέγχει:
Αν ο οφειλέτης υπάγεται στη ρύθμιση, δηλαδή αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, που στερείται πτωχευτικής ικανότητας και βρίσκεται σε αδυναμία να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, στην οποία περιήλθε χωρίς δόλο.
Αν το χρέος εξαιρείται της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Αν ο μεσολαβητής είναι από τα πρόσωπα που έχουν κατά το νόμο εξουσία διαμεσολάβησης.
Αν το πρακτικό χρονολογείται και υπογράφεται.
Αν από το περιεχόμενο του πρακτικού προκύπτει με σαφήνεια  το είδος, το ποσό της καταβλητέας παροχής και ο χρόνος καταβολής της.
Αν το χρέος είναι απ’ αυτά  που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα, αν η οφειλή είναι χρηματική, βέβαιη και εκκαθαρισμένη, καθώς και αν το χρέος περιλαμβάνεται στις κατηγορίες των χρεών που εξαιρούνται από τη ρύθμιση κατά το αρθ. 1 παρ. 2.

                         10
Ειδικά όσον αφορά τα χρέη που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος, επειδή για τον υπολογισμό του έτους προσδιοριστικό σημείο είναι η κατάθεση της αίτησης ρύθμισης, το οποίο δεν είναι γνωστό κατά το στάδιο αυτό, μπορούν κατά τον εξωδικαστικό συμβιβασμό να περιληφθούν και χρέη που έχουν αναληφθεί σε μικρότερο του έτους χρόνο. Αν αποτύχει ο συμβιβασμός τα χρέη αυτά θα παραμείνουν ακάλυπτα εφόσον κατά την κατάθεση της αίτησης δεν έχει συμπληρωθεί το έτος από την ανάληψή τους. Επίσης όσον αφορά τα χρέη από αδικοπραξία που διαπράχθηκε από δόλο δεν είναι δυνατός ο έλεγχος (εκτός αν προσκομίζεται σχετική δικαστική απόφαση ή έγγραφη συμφωνία των ενδιαφερομένων), αφού κατά το στάδιο αυτό δε γίνεται επαλήθευση των απαιτήσεων, όπως στα επόμενα του δικαστικού συμβιβασμού και της ρύθμισης (βλ. Κρητικό σελ. 45, 46, αριθ. 17 και 18).
10. ΤΙ ΔΕΝ ΕΛΕΓΧΕΙ
Αν η συμφωνία είναι συμφέρουσα για όλους. Ως προς το στοιχείο αυτό ο ειρηνοδίκης υποχρεούται να αρκεστεί σ’ αυτά που αποδέχονται οι ενδιαφερόμενοι. Επίσης δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο της συμφωνίας.
11. ΑΡΝΗΣΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ
Αν ο ειρηνοδίκης αρνηθεί να επικυρώσει το πρακτικό, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει στο μονομελές πρωτοδικείο κατ’ αρθ. 918  παρ. 5 ΚΠολΔ, και να ζητήσει την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου και την έκδοση απογράφου, οπότε θα γίνει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο η επικύρωση(βλ. Π. Κατσιρούμπα).
12. Νομική φύση συμφωνίας: Η συμφωνία των μερών που περιέχεται στο πρακτικό αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και συγκεκριμένα, σύμβαση εξωδικαστικού συμβιβασμού (871 ΑΚ), ή άλλη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (π.χ. άφεση χρέους) ή συνδιασμό συμβάσεων αν υπάρχουν διαφορετικές συμφωνίες για κάθε πιστωτή. Δεν αποτελεί δικαστικό συμβιβασμό, γιατί δεν υπάρχει εκκρεμοδικία ως προς τη ρυθμιζόμενη διαφορά, την οποία να καταργεί, όπως ο  δικαστικός.  Όμως, εφόσον αφορά σύσταση ή μεταβίβαση εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητα, μετά την επικύρωσή
                              11
του εξομοιώνεται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού και υποκαθιστά το συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο υπόκειται σε μεταγραφή(βλ. Π. Κατσιρούμπα).
14. ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ
Ανεπιτυχής είναι η εξωδικαστική επίλυση προσπάθεια εφόσον δε συμφωνούν όλοι ή έστω κάποιοι απ’ αυτούς που επέλεξε ο οφειλέτης και συμμετείχαν στην εξωδικαστική διαδικασία.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           Η αποτυχία της προσπάθειας βεβαιώνεται από τον αρμόδιο φορέα ή δικηγόρο. Απαραίτητη η βεβαίωση, προς απόδειξη της αποτυχίας της προσπάθειας εξωδικαστικής διευθέτησης που αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης για δικαστική ρύθμιση (βλ. και παρακάτω κάτω από το αρθ. 4).
15. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Το στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού επέχει θέση προδικασίας και είναι υποχρεωτικό. Αν δεν τηρηθεί είναι απαράδεκτη η αίτηση.
16. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΎ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Συμφωνία των μερών για αποκλεισμό του εξωδικαστικού συμβιβασμού είναι ανίσχυρη, γιατί εξέρχεται των ορίων της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, ως περιέχουσα περιορισμό της δικαιοδοτικής εξουσίας τους ειρηνοδίκη,
στον οποίο θα εισαχθεί η αίτηση για δικαστική ρύθμιση της οφειλής, να την κηρύξει απαράδεκτη, λόγω μη τήρησης της προδικασίας που ρητά προβλέπει ο νόμος(βλ. Π. Κατσιρούμπα).

17. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ της ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
-Αν αποτύχει ο συμβιβασμός και δεν υποβληθεί αίτηση  ρύθμισης εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης για εξωδικαστική διευθέτηση, πρέπει να επαναληφθεί η                            προσπάθεια του εξωδικαστικού συμβιβασμού  ώστε να υποβληθεί νέα αίτηση.
Αρθρο 3

 Αρμόδιο δικαστήριο – Διαδικασία

 Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στην
παράγραφο 1 του άρθρου 4 είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο
οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του. Το αρμόδιο
Ειρηνοδικείο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Πρόκειται για μη γνήσια υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας, δηλαδή για ιδιωτική διαφορά, διαπλαστικού χαρακτήρα. Υπάγεται στις ρυθμίσεις των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ.
Δημιουργείται εξ ορισμού αντιδικία μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών ή ορισμένων απ’ αυτούς. Γι’ αυτό εφαρμόζονται οι
                          12
διατάξεις της εκουσίας, και όσες διατάξεις της αμφισβητούμενης (1-590 )προσαρμόζονται στην εκούσια, εφόσον δεν είναι αντίθετες με ειδική ρύθμιση του 3869/10.
Π.Χ. οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται ή να παραιτούνται από το επίδικο δικαίωμα (απόρροια στοιχείου αντιδικίας), δεν εφαρμόζεται το 749 (αποκλεισμός συμβιβασμού) λόγω της ειδικής ρύθμισης του νόμου. 
Αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του διαφορετικά τη  συνήθη διαμονή του ο οφειλέτης κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης.
Αρθρο 4
Κατάθεση αίτησης και εγγράφων
1. Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο
γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου.
Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και
των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και του συζύγου του, β) κατάσταση των
πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ)
σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και
συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα
εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.
2. Μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της ο οφειλέτης υποχρεούται να
προσκομίσει:
α) τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 και
β) υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που
προβλέπονται στις περιπτώσεις α` και β` της προηγούμενης παραγράφου και για
τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την
τελευταία τριετία. Η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α)
εφαρμόζεται και για την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου.
3. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται μέσα σε έξι μήνες
από την ημερομηνία κατάθεσης της.
4. Ο οφειλέτης καταθέτει μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης στη
γραμματεία του δικαστηρίου, έγγραφα που έχει στη διάθεση του σχετικά με την
περιουσία του, τα κάθε φύσης εισοδήματα του, τους πιστωτές και τις απαιτήσεις
τους.
5. Με την υποβολή της αίτησης ανοίγει στο αρμόδιο δικαστήριο φάκελος του
οφειλέτη στον οποίο τοποθετούνται με μέριμνα της γραμματείας του όλα τα
έγγραφα και στοιχεία της υπόθεσης.
6. Αν δεν συμπεριληφθεί στην κατάσταση της παραγράφου 1 πιστωτής, η απαίτηση
του δεν επηρεάζεται από την πορεία της διαδικασίας που αρχίζει με την υποβολή
της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται υποδείγματα των
πιστοποιητικών, δηλώσεων, καταστάσεων και σχεδίων διευθέτησης οφειλών που
προβλέπονται στο νόμο αυτόν.

ρθρο 5
Επίδοση της αίτησης
Ο οφειλέτης το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης
                                                                          13
επιδίδει στους πιστωτές αντίγραφα: α) της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη
συζήτηση της, β) της κατάστασης της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων
του οφειλέτη και γ) του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών, με πρόσκληση να
υποβάλλουν στη γραμματεία του δικαστηρίου εγγράφως τις παρατηρήσεις και να
δηλώσουν αν συμφωνούν με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών μέσα
σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης.
Οι πιστωτές μπορούν να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων που προβλέπονται στην
παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου. Οι πιο πάνω πιστωτές μπορούν, με έγγραφο
τους που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου να προτείνουν
τροποποιήσεις του σχεδίου. Με την πάροδο της προθεσμίας αυτής άπρακτης,
τεκμαίρεται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών.
Στην πρόσκληση γίνεται μνεία για τη συνέπεια αυτή.
ΕΠΙ της ΠΑΡ. 1 αρθ. 4
Η ΑΙΤΗΣΗ
1. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΑΙΤΗΣΗΣ
 α) Η τήρηση της προδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. αρθ. 2).
 β)η αποτυχία της προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού.
 γ)Η κατάθεση της αίτησης εντός εξαμήνου από την προσπάθεια επίτευξης του εξωδικαστικού συμβιβασμού.  Η μεταγενέστερη κατάθεση της αίτησης  έχει ως συνέπεια την απόρριψή της ως απαράδεκτης και ο οφειλέτης θα πρέπει να επαναλάβει την προσπάθεια του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Κατά την διατύπωση του νόμου, που περιλαμβάνει στο εξάμηνο την όλη προσπάθεια του εξωδικαστικού συμβιβασμού,  αφετηρία  του αποτελεί το χρονικό σημείο της έναρξης του εξωδικαστικού συμβιβασμού (έτσι Κατσιρούμπας). Όμως επιεικέστερο για τον οφειλέτη αλλά και προς αποφυγή άσκοπης και χρονοβόρας επανάληψης του σταδίου αυτού είναι να γίνει δεκτό ως  αφετηρία  του εξαμήνου το χρονικό σημείο της αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού (βλ. Κρητικός σελ. 52 αριθ. 1).
2. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ:
 Αρκεί η κατάθεση της αίτησης με μόνο το όνομα του αιτούντα. Δε χρειάζεται να απευθύνεται ρητά κατά κάποιου πιστωτή συγκεκριμένα. Η ιδιότητα του διαδίκου από τους πιστωτές αποκτάται εκ του νόμου, με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή τους και την επίδοση της κατάστασης και του σχεδίου κατ’ αρθ. 5 παρ. 1.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

α) ότι ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας,  β) ότι  κατέβαλε προσπάθεια
                          14
εξωδικαστικού συμβιβασμού το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο, ο οποίος απέτυχε, γ) ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, δ) ακριβής περιγραφή οικογενειακής (προστατευόμενα μέλη , δηλαδή ανήλικα παιδιά, σπουδαστές, στρατιώτες, ενήλικοι συγγενείς με αναπηρία κ.ά.), και περιουσιακής του κατάστασης  και συγκεκριμένα το μέσο μηνιαίο εισόδημά του, τα πάσης φύσεως εισοδήματα του και τα περιουσιακά του στοιχεία, ιδιαίτερα την ακίνητη περιουσία του με την εκτιμώμενη εμπορική αξία κάθε ακινήτου, καθώς και τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία (π.χ. αυτοκίνητα, μερίσματα, μετοχές, καταθέσεις, κινητά μεγάλης αξίας). Δεν εμπίπτουν σε αυτά κινητά που ανήκουν στο συνήθη οικιακό εξοπλισμό και καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και της οικογένειάς του.  Επίσης πρέπει να αναφέρει το μηνιαίο εισόδημα ή τη συνεισφορά του συζύγου  στις οικογενειακές δαπάνες. Δεν υποχρεούται να περιγράψει τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου του. Τα εισοδήματα του συζύγου ενδιαφέρουν για να καθοριστεί η συνεισφορά του στις οικογενειακές δαπάνες και να εκτιμηθεί το περίσσευμα που μπορεί να διαθέτει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των οφειλών του. ε)  Κατάσταση όλων των πιστωτών και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Λόγω της διαφορετικής μεταχείρισης που μπορεί να επιφυλάσσεται ανάλογα με την εξασφάλιση και το είδος της οφειλής, οφειλές προς τον ίδιο πιστωτή από διαφορετική αιτία αναγράφονται ξεχωριστά. Η παράλειψη κάποιου δεν επηρεάζει τη διαδικασία (4 παρ. 6). Αν όμως περιληφθεί πιστωτής που δε μετείχε στον ανεπιτυχή εξωδικαστικό συμβιβασμό , η αίτηση είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, γιατί ελλείπει η απαιτούμενη προδικασία . στ) Σχέδιο διευθέτησης των οφειλών στο οποίο θα λαμβάνεται υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και  τα εισοδήματα και περιουσία  του οφειλέτη, η οικογενειακή του κατάσταση  και τα εισοδήματα του συζύγου (4 παρ. 1  σε συνδιασμό με 1 και 2 παρ. 1 και 2α).
Τα υπό ε και στ στοιχεία μπορούν να περιέχονται σε συννημένα στην αίτηση έγγραφα, οπότε συγκοινοποιούνται μ’ αυτή.
Δυνατότητα συμπλήρωσης κλπ της αίτησης κατ’ αρθ. 224 και 751 ΚΠολΔ.
ΑΙΤΗΜΑ της αίτησης θα είναι η ρύθμιση των χρεών με σκοπό την απαλλαγή από τα χρέη. Εφόσον ο οφειλέτης επιθυμεί να
εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του πρέπει να υποβάλει σχετικό αίτημα, γιατί η εξαίρεση δεν μπορεί να γίνει αυτεπάγγελτα (αρθ. 9 παρ. 2).
 3α). Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

α. Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 εδ. β’ του αρθ. 4 προκύπτει κατ’ αρχάς υποχρέωση του οφειλέτη να περιλάβει
                          15
στην κατάσταση της παρ. 1 εδ. α’ όλους του πιστωτές και τα χρέη του προς αυτούς. Για τη συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία της ρύθμισης απαιτείται να τους περιλάβει στην κατάσταση και το σχέδιο ο οφειλέτης, καθώς και να τους κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα με σύγχρονη  επίδοση  σ’ αυτούς της κατάστασης και του σχεδίου (αρθ. 5 παρ. 1). 
Στο νόμο δεν προβλέπεται με ποιο τρόπο μπορεί ο πιστωτής που δεν αναφέρεται στην κατάσταση και το σχέδιο να εξαναγκάσει τον οφειλέτη να τον περιλάβει, αλλά ούτε κυρώσεις σε βάρος του οφειλέτη αν δεν περιλάβει στην κατάσταση κάποιο πιστωτή. Αντίθετα στη διάταξη του αρθ. 4 παρ. 6 περιέχεται ρητή πρόβλεψη για τον πιστωτή αυτό και συγκεκριμένα ορίζεται ότι η απαίτησή του δεν επηρεάζεται
από την πορεία της διαδικασίας της ρύθμισης. Ο πιστωτής δηλαδή αυτός παραμένει τρίτος και διατηρεί ακέραιες τις δικονομικές δυνατότητες ατομικής ικανοποίησης των αξιώσεών του απ’ όλη την περιουσία του οφειλέτη, μπορεί δε, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον να παρέμβει στη διαδικασία ή και να ασκήσει τριτανακοπή. Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών δεν είναι υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των πιστωτών του οφειλέτη, στη βούληση του οποίου εναπόκειται  ποιους απ’ αυτούς θα επιλέξει να συνδιαλλαγεί και να προχωρήσει στη ρύθμιση και απαλλαγή(βλ. και εισήγηση Αρβανιτάκη).
β. Αν η παράλειψη πιστωτή από την κατάσταση και το σχέδιο δεν ήταν στις προθέσεις του οφειλέτη, αλλά οφείλεται σε λάθος, για να τον περιλάβει στη ρύθμιση θα πρέπει να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης κατ’ αρθ. 294 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της  εκούσιας δικαιοδοσίας, και να καταθέσει νέα επαναλαμβάνοντας τις κλητεύσεις προς όλους τους πιστωτές ώστε να τηρηθεί έτσι ενιαία για όλους το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού που αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της αίτησης ρύθμισης. Αυτό βέβαια θα συμβεί εφόσον δεν έχει περάσει το εξάμηνο από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, διαφορετικά η αίτηση θα είναι απαράδεκτη και θα πρέπει να επαναληφθεί εξαρχής η διαδικασία.
4. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Α) ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ
Αιτών-οφειλέτης: Πρόκειται για το φυσικό πρόσωπο του αρθ. 1 παρ. 1. Αποκλείονται όσοι αναφέρονται παραπάνω (νομικά πρόσωπα κλπ).
Β) ΠΑΘΗΤΙΚΗ – ΚΛΗΤΕΥΣΗ ΠΙΣΤΩΤΩΝ

Νομιμοποιούνται παθητικά μόνο οι πιστωτές που μετείχαν στην αποτυχημένη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η κλήτευση των πιστωτών αυτών πρέπει να διατάσσεται από τον ειρηνοδίκη έστω και αν δεν αναφέρονται στην αίτηση (αρθ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ). Οι
                            16
πιστωτές αυτοί είναι διάδικοι από το νόμο. Αυτοί πρέπει  να κλητεύονται υποχρεωτικά έστω και αν δεν αναφέρονται στην αίτηση ως καθών. Η κλήτευση των πιστωτών αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της αίτησης. Υποκείμενα της δίκης καθίστανται με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή τους κατ’ αρθ. 5 παρ. 1, δηλαδή με την επίδοση της αίτησης, της κατάστασης και του σχεδίου μέσα σ’ ένα μήνα από την κατάθεσή της.

5. ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

  ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Οι καταθέσεις εγγράφων και οι επιδόσεις που ορίζονται στα αρθ. 4 και 5 αφορούν το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού (αρθ.7) που αποτελεί συγχρόνως την  προδικασία και προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης αίτησης.
Έτσι καθιερώνεται η υποχρεωτική εντός μήνα από την κατάθεση της αίτησης: α) κλήτευση όλων των πιστωτών που συμμετείχαν στο 1ο στάδιο (αρθ. 5 παρ. 1), β) η                           προσκομιδή της βεβαίωσης του αρθ. 4 παρ. 2α και της υπεύθυνης δήλωσης του αρθ. 4 παρ.  2β, καθώς και η κατάθεση στη γραμματεία του ειρηνοδικείου των εγγράφων του αρθ. 4 παρ. 4, τα οποία όλα τοποθετούνται στο φάκελο του οφειλέτη που ανοίγεται και τηρείται στη γραμματεία (αρθ. 4 παρ. 5), και γ) η  επίδοση στους πιστωτές αυτούς των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 (κατάσταση περιουσίας και εισοδημάτων και σχέδιο διευθέτησης) με την πρόσκληση να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την κατάθεση της αίτησης.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ-ΣΤΑΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
5Α)Η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση του συνόλου των συμμετασχόντων στο εξωδικαστικό στάδιο πιστωτών, καθώς και η επίδοση σ’ αυτούς των πιο πάνω εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 (προφανώς θα συγκοινοποιούνται με την αίτηση),  αποτελεί προϋπόθεση για να αποκτήσουν την ιδιότητα του διαδίκου(βλ. και εισήγηση Αρβανιτάκη). Απ’ αυτό σε συνδιασμό και με τη διάταξη του αρθ. 4 παρ. 6, από την οποία συνάγεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να μη συμπεριλάβει κάποιο πιστωτή στην κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1, ακόμη και απ’ αυτούς που μετείχαν στο εξωδικαστικό στάδιο,   προκύπτει ότι επί έλλειψης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης πιστωτή και επίδοσης σ’ αυτόν των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1, δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης, επειδή δεν τηρήθηκε ως προς αυτόν το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού, που αποτελεί την προδικασία για τη συζήτηση της αίτησης. Επομένως εφόσον ο οφειλέτης μπορεί να αποκλείσει κατά τη βούλησή του κάποιο από τους πιστωτές που συμμετείχαν στο εξωδικαστικό  στάδιο, με το
                   17
να μην τον συμπεριλάβει στην κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1, ακόμη και με τη μη κλήτευσή τους ή τη μη εμπρόθεσμη κλήτευσή του, που ισοδυναμεί με έλλειψη κλήτευσης, δεν είναι υποχρεωτική η κοινή εναγωγή, ούτε υπάρχει ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς ως προς όλους τους πιστωτές
του. Συνεπώς το απαράδεκτο από την έλλειψη νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης καταλαμβάνει μόνο τον πιστωτή αυτό, ο οποίος παραμένουν τρίτος και εφαρμόζεται το αρθ. 4 παρ. 6 , δηλαδή η απαίτηση του δεν επηρεάζεται από την πορεία της διαδικασίας της δικαστικής ρύθμισης.
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΒΕΙ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΜΗ ΚΛΗΤΕΥΘΕΝΤΑ ΠΙΣΤΩΤΗ:
Μεταγενέστερη είσοδος στη διαδικασία πιστωτή που περιελήφθη μεν στην κατάσταση και το σχέδιο , όμως δεν κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ αρθ. 5 παρ. 1, με νέα νόμιμη κλήτευση και επίδοση των προβλεπομένων εγγράφων, δεν είναι δυνατή, καθόσον η δίμηνη προθεσμία  του αρθ. 5 παρ. 1 για να λάβουν  θέση επί του σχεδίου οι πιστωτές, έχει ως αφετηρία την υποβολή της αίτησης, το πιθανότερο δε είναι να έχει εξαντληθεί οπότε δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια στον πιστωτή αυτό να απαντήσει, αφού η προθεσμία αυτή είναι αποκλειστική με την άπρακτη δε παρέλευσή της δεν έχει τέτοια δυνατότητα ο πιστωτής. Εξάλλου η  προδικασία της ρύθμισης και ειδικότερα το προστάδιο του δικαστικού συμβιβασμού βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη με τους υπόλοιπους πιστωτές, οι οποίοι έχουν λάβει γνώσει όλων των στοιχείων του φακέλου (κατάσταση, σχέδιο, εγγράφων κλπ) του οφειλέτη που τηρείται στο ειρηνοδικείο  (αρθ. 4 παρ. 5)  και έχουν ενδεχομένως διατυπώσει τις θέσεις τους, με βάση τις οποίες μπορεί ο οφειλέτης να έχει επιφέρει μεταβολές στο σχέδιο κατ’ αρθ. 5 παρ. 2 και 7 παρ. 1. Έτσι η μεταγενέστερη είσοδος του παραληφθέντα πιστωτή, ενόψει και των σύντομων προθεσμιών
που τάσσονται από το νόμο, δεν αφήνει περιθώρια  ενημέρωσης και διαμόρφωσης νέων θέσεων από τους μετέχοντες με βάση και τις θέσεις του πιστωτή αυτού, ενδεχομένως δε να έχει ήδη έχει παγιωθεί το τελικό σχέδιο, του οποίου δεν προβλέπεται από το νόμο δυνατότητα τροποποίησης μετά την πάροδο των προθεσμιών των αρθ. 5 παρ. 2 και 7 παρ. 1.
  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΗ ΚΛΗΤΕΥΘΕΝΤΑ ΠΙΣΤΩΤΗ:

   Αν ο πιστωτής περιλαμβάνεται στην κατάσταση και το σχέδιο, αλλά δεν κλητεύτηκε ή δεν κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, μπορεί να εισέλθει στη διαδικασία της ρύθμισης εφόσον: α) Απαντήσει στο σχέδιο μέσα στην προθεσμία του αρθ. 5 παρ. 2 (αποκλειστική προθεσμία). β) Παρασταθεί κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης του σχεδίου και συγκατατεθεί σ’ αυτό ή δεν προβάλλει αντιρρήσεις (τεκμήριο αποδοχής από τη σιωπή κατ’ αρθ. 5 παρ. 1 εδ. τελευταίο, το οποίο καταλαμβάνει και αυτόν
                           18
αφού με την παράστασή του θεραπεύεται η ακυρότητα από την ελαττωματική επίδοση), οπότε θα περιληφθεί στο                            συμβιβασμό. Αντιρρήσεις στο σχέδιο δεν μπορεί να προβάλει, γιατί έχει παρέλθει η δίμηνη αποκλειστική προθεσμία  του αρθ. 5 παρ. 1, παράλληλα δε το σχέδιο έχει πλέον οριστικοποιηθεί ως προς τους υπολοίπους πιστωτές και δεν προβλέπεται  δυνατότητα περαιτέρω τροποποίησής του. Ο πιστωτής αυτός ή θα αποδεχθεί έστω και σιωπηρά το σχέδιο, εφόσον  επιθυμεί να περιληφθεί στο συμβιβασμό ή
δε θα μετέχει της συζήτησης και θα παραμείνει τρίτος.   γ) Παρασταθεί κατά τη συζήτηση της αίτησης υποκατάστασης και επικύρωσης του σχεδίου και συγκατατεθεί σ’ αυτό ή δεν προβάλλει αντιρρήσεις κατά του σχεδίου, οπότε θα περιληφθεί στο συμβιβασμό. Και δ) παρασταθεί κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις θεραπεύεται η ελαττωματικότητα της κλήτευσης (βλ. και Κιουπτσίδου ).

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕ ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
-Στην εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών του νόμου, δεν είναι υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των πιστωτών του οφειλέτη. Το ποιοι θα συμμετάσχουν εξαρτάται από τη βούληση του οφειλέτη. Παραμένουν τρίτοι και δε δεσμεύονται από τη διαδικασία : α) Οι μη συμμετέχοντες πιστωτές στην αποτυχημένη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, β) οι συμμετέχοντες στο εξωδικαστικό στάδιο πιστωτές, τους οποίους όμως δε συμπεριέλαβε  στην κατάσταση και το σχέδιο του αρθ. 4 παρ. 1 ο οφειλέτης, καθώς και οι πιστωτές τους οποίους δεν κλήτευσε και δεν επέδωσε τα έγγραφα του αρθ. 5 παρ. 1 νόμιμα και εμπρόθεσμα και γ) οι λησμονημένοι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι και έχοντες ειδικό προνόμιο πιστωτές,  που παρέλειψαν να απαντήσουν στο σχέδιο(αρθ. 7 παρ. 5). Όλοι οι πιστωτές αυτοί, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 4 παρ. 6, διατηρούν ακέραιες τις δικονομικές δυνατότητες ατομικής ικανοποίησης των αξιώσεών του απ’ όλη την περιουσία του οφειλέτη, μπορούν δε να παρέμβουν προσθέτως ή κυρίως (με αίτημα την απόρριψη της αίτησης και όχι να
γίνει δεκτή ως προς αυτούς γιατί δεν τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού και δικαστικού συμβιβασμού) ή να ασκήσουν τριτανακοπή εφόσον δικαιολογούν  έννομο συμφέρον (πχ συμμετοχή εικονικών πιστωτών που εξάντλησαν με ανύπαρκτες οφειλές την περιουσία του οφειλέτη προς βλάβη των συμφερόντων τους).

5Β) Όσον αφορά την υποχρέωση για εμπρόθεσμη προσκομιδή και κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου των εγγράφων του αρθ. 4 παρ.   2 και 4, όπως και αυτή της επίδοσης στους πιστωτές των πιο πάνω εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1,  προβλέφθηκε από το νομοθέτη προκειμένου να ενημερωθούν 
                         19
αυτοί για την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, να μελετήσουν και εκτιμήσουν την οικονομική του κατάσταση και να λάβουν θέση επί του σχεδίου που προτείνει. Οι παραπάνω προθεσμίες που τάσσονται από το νομοθέτη, καθώς και αυτές για απάντηση από τους πιστωτές (2 μήνες από την κατάθεση της αίτησης κατ’ αρθ. 5 παρ. 1) και για τροποποίηση του σχεδίου (15 ημέρες για τον οφειλέτη και 20 για τους πιστωτές αρθ. 7 παρ. 1) αποβλέπουν αφενός στο να οριοθετηθεί χρονικά το διάστημα στο οποίο θα ολοκληρωθεί η διαδικασία του δικαστικού συμβιβασμού, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου μέσα στον οποίο προσδιορίζεται η συζήτηση της αίτησης 6 μήνες (αρθ. 4 παρ. 3)  και αφετέρου στο να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος στους πιστωτές ώστε να ενημερωθούν σχετικά και να προετοιμαστούν για την κατάθεση των δικών τους θέσεων επί του αρχικού ή τροποποιημένου σχεδίου. Επομένως η μη τήρηση της υποχρέωσης για εμπρόθεσμη προσκομιδή και κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου των εγγράφων του αρθ. 4 παρ.   2 και 4 δημιουργεί απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης, ως προς όλους τους πιστωτές, αφού αφορά όλους και αποτελεί προαπαιτούμενο της  προδικασίας του δικαστικού συμβιβασμού(Κατά την Κιουπτσίδου η μη τήρηση της παραπάνω προδικασίας δημιουργεί απαράδεκτο της αίτησης, πλην της κατάθεση των εγγράφων του αρθ. 4 παρ.4 που  είναι ουσιαστικά αποδεικτικά έγγραφα, όμως και ως προς αυτά τίθεται αποκλειστική προθεσμία κατάθεσής τους, ενώ και αυτά είναι απαραίτητα στους πιστωτές για να διατυπώσουν τις θέσεις τους επί του σχεδίου). 
6. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των πιστωτών στο προδικαστικό στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού (παρ. 2 του αρθ. 5).

 Οι πιστωτές μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των εγγράφων που προβλέπονται στο αρθ. 4, τα οποία περιέχονται στο φάκελο του οφειλέτη που τηρείται στο ειρηνοδικείο (αρθ. 4 παρ. 5).
Επίσης δικαιούνται με έγγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου να υποβάλλουν παρατηρήσεις  επί του σχεδίου ή να  προτείνουν τροποποιήσεις  του  ή  να δηλώσουν αν συμφωνούν με το προτεινόμενο σχέδιο. Η απάντηση των πιστωτών πρέπει να γίνει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την κατάθεση της αίτησης διαφορετικά τεκμαίρεται ότι συμφωνούν με το σχέδιο και θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός (αρθ. 7  παρ. 2).
-Αν από κάποιο πιστωτή δεν υποβλήθηκαν εµπρόθεσμα (αρθ. 5 παρ. 1) αντιρρήσεις κατά του σχεδίου, δεν έχει πλέον τέτοια δυνατότητα (αποκλειστική προθεσμία), µπορούν όμως να προταθούν και λαμβάνονται υπόψη µόνο αν υποβληθεί και γίνει δεκτή αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην

                           20
προηγούμενη κατάσταση κατ’ αρθ. 152 επ. ΚΠολΔ(βλ. εισήγηση Κιουπτσίδου). 
Αρθρο 7
Δικαστικός συμβιβασμός
1. Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών που αρχίζει με την πάροδο
δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του
άρθρου 4, ο οφειλέτης, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των πιστωτών,
μπορεί να επιφέρει μεταβολές στο αρχικό σχέδιο διευθέτησης, προκειμένου να
επιτευχθεί συμφωνία όλων των πιστωτών. Οι πιστωτές ενημερώνονται με δική τους
επιμέλεια για τις παραπάνω μεταβολές και λαμβάνουν θέση εγγράφως για το
αναμορφωμένο σχέδιο μέσα σε είκοσι ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής
τροποποιημένου σχεδίου. Τροποποίηση του σχεδίου μπορεί να λάβει χώρα μόνο μία φορά.
2. Αν κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το
τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό,
θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός. Ο Ειρηνοδίκης με απόφαση
του επικυρώνει το σχέδιο, το οποίο αποκτά πλέον ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.
Η αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές θεωρείται ότι ανακλήθηκε.
3. Αν συγκατατίθενται στο σχέδιο πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το
ήμισυ του συνολικού ποσού των απαιτήσεων, στους οποίους περιλαμβάνονται σε
κάθε περίπτωση το σύνολο των πιστωτών με εμπραγμάτως εξασφαλιζόμενες
απαιτήσεις και πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των τυχόν
εργατικών απαιτήσεων, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή
οποιουδήποτε από τους πιστωτές που υποβάλλεται εγγράφως μέχρι τη συζήτηση,
υποκαθιστά την έλλειψη συγκατάθεσης των πιστωτών που αντιτίθενται
καταχρηστικά στο συμβιβασμό. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επήλθε ο
συμβιβασμός και ότι ανακλήθηκε η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη.
4. Δεν επιτρέπεται υποκατάσταση της συγκατάθεσης πιστωτή όταν:
α) η απαίτηση του πιστωτή που αντιτίθεται δεν ικανοποιείται σε ανάλογο, σε
σχέση με τους άλλους πιστωτές, βαθμό ή β) σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου,
ο πιστωτής που αντιτίθεται αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη
οικονομικά θέση από αυτήν στην οποία θα περιερχόταν, αν συνεχιζόταν η
διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές ή γ) αμφισβητείται απαίτηση
από οφειλέτη ή οποιονδήποτε πιστωτή.
5. Αν δεν ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών απαίτηση ανέγγυου
πιστωτή, στον οποίο επιδόθηκαν η αίτηση και το σχέδιο, η απαίτηση
αποσβέννυται, αν ο πιστωτής δεν λάβει εγγράφως θέση επί του σχεδίου μέσα στην
προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5.
6. Οι πιστωτές δεν αποκτούν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και τις
δαπάνες που δημιουργούνται από τη διαδικασία και το σχέδιο διευθέτησης
οφειλών.

Το προστάδιο του δικαστικού συμβιβασμού ολοκληρώνεται με την τροποποίηση του αρχικού σχεδίου, η οποία μπορεί να γίνει μόνο μια φορά. Έτσι με τη διάταξη της παρ. 1 του αρθ. 7 παρέχεται η δυνατότητα  στον οφειλέτη να επιφέρει μεταβολές στο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη της διαφωνίες και παρατηρήσεις των πιστωτών. Η τροποποίηση του σχεδίου από τον οφειλέτη πρέπει να γίνει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών από τη συμπλήρωση της 2μηνης
                           21
προθεσμίας του αρθ. 5 παρ. 1, μετά την πάροδο της οποίας δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Το τροποποιημένο σχέδιο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και οι πιστωτές μπορούν  να ενημερωθούν με δική τους επιμέλεια και να διατυπώσουν εγγράφως, εφόσον επιθυμούν, τις θέσεις τους  σε προθεσμία 20 ημερών από την πάροδο της προηγούμενης προθεσμίας των 15 ημερών.

1.ΠΟΤΕ ΕΊΝΑΙ ΕΠΙΤΥΧΗΣ Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Ο συμβιβασμός θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτός όταν:
 α) συγκατατεθούν όλοι οι συμμετέχοντες πιστωτές.
 Ή β) δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από κανένα στο αρχικό ή τροποποιημένο σχέδιο στις προθεσμίες του αρθ. 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 (ο νόμος θεωρεί τη σιωπή ως αποδοχή).
2.ΤΙ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Το δικαστήριο ελέγχει της συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του οφειλέτη στη ρύθμιση του αρθ. 1 του νόμου, καθώς και την τήρηση της προδικασίας του εξωδικαστικού και δικαστικού συμβιβασμού.
Ειδικότερα ελέγχει:
1. Αν ο οφειλέτης υπάγεται στη ρύθμιση (φυσικό πρόσωπο), που στερείται πτωχευτικής ικανότητας.
 2. Αν το χρέος είναι απ’ αυτά  που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου.
3.Αν υφίσταται μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, στην οποία περιήλθε χωρίς δόλο.
4. Αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
5.  Αν ο οφειλέτης κατέθεσε στη γραμματεία τα έγγραφα αρθ. 4 παρ.   2 και 4.
6. Αν τηρήθηκαν οι αποκλειστικές προθεσμίες των αρθ. 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1.
3) Αν  από το περιεχόμενο του σχεδίου προκύπτει με σαφήνεια  το είδος, το ποσό της καταβλητέας παροχής και ο χρόνος καταβολής της.
4) Αν συγκατατίθενται όλοι οι συμμετέχοντες πιστωτές, ή δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από κανένα στο αρχικό ή τροποποιημένο σχέδιο στις προθεσμίες του αρθ. 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1.

                              22
3.ΤΙ ΔΕΝ ΕΛΕΓΧΕΙ
Το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ελέγξει αν οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε ανάλογο βαθμό και αν η συμφωνία είναι οικονομικά  συμφέρουσα για όλους, ούτε μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο της συμφωνίας.
Εφόσον κριθεί επιτυχείς ο δικαστικός συμβιβασμός το δικαστήριο επικυρώνει με απόφασή του το σχέδιο, αρχικό ή τροποποιημένο, του συμβιβασμού, που αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Την αίτηση επικύρωσης υποβάλλει οποιοσδήποτε από τους ενδιαφερόμενους (οφειλέτης ή πιστωτές) και διατάσσεται η κλήτευση των υπολοίπων (αρθ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ).
-Με τη επικύρωση του συμβιβασμού η αίτηση δικαστικής  ρύθμισης θεωρείται ότι ανακλήθηκε.
ΤΙΤΛΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΣ Είναι το επικυρωθέν σχέδιο μαζί με την επικυρωτική η απόφαση (βλ. Κρητικό σελ. 110 αριθ. 18).
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Η απόφαση που επικυρώνει το σχέδιο του δικαστικού συμβιβασμού είναι οριστική και προσβάλλεται με έφεση (αρθ. 761 επ. ΚΠολΔ), επίσης δε μπορεί να ανακληθεί κατ’ αρθ. 739 επ. ΚΠολΔ αν προκύψουν νέα περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε (πχ. ελαττωματική  βούληση πιστωτή λόγω πλάνης ή απάτης, ανειλικρινής δήλωση οφειλέτη ως προς τα περιουσιακά του στοιχεία από δόλο ή βαριά αμέλεια που αποκαλύφθηκε μετά την επικύρωση). Η χορηγηθείσα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 1 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, παύει με την έκδοση της απόφασης επικύρωσης  και οι πιστωτές μπορούν να εκτελέσουν το σχέδιο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη να εκπληρώσει τις                                  υποχρεώσεις που ανέλαβε μ’ αυτό (βλ. Κρητικό σελ. 112 επ.).
4.ΠΟΤΕ ΕΊΝΑΙ ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ

Ο συμβιβασμός θεωρείται ότι δεν έχει γίνει αποδεκτός: α)Όταν δεν έχει γίνει δεκτό από όλους τους συµµετέχοντες
                            23
πιστωτές το σχέδιο (αρχικό ή τροποποιηµένο).  β) Όταν δεν έχει γίνει το σχέδιο δεκτό από πιστωτές µε απαιτήσεις που υπερβαίνουν το μισό  του συνολικού ποσού των απαιτήσεων ή από το σύνολο των πιστωτών µε εµπραγµάτως εξασφαλιζόµενες απαιτήσεις ή από το μισό  των πιστωτών με εργατικές
απαιτήσεις, οπότε δεν είναι δυνατή η υποκατάσταση της συγκατάθεσης των υπολοίπων από το δικαστήριο. γ) Όταν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από οποιονδήποτε µη ανήκοντα στις αµέσως παραπάνω κατηγορίες πιστωτή (µειοψηφούντα κλπ) και δεν υποβλήθηκε αίτηση για υποκατάσταση της συγκατάθεσής του. δ) Εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν πρέπει να
χωρήσει υποκατάσταση της συγκατάθεσης αντιλεγόντων πιστωτών µε µειοψηφούσες πιστώσεις, για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στην παρ. 4 περιπ. α,β,γ του αρθ. 7.
5.ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
α) Συγκατάθεση πιστωτών µε απαιτήσεις που υπερβαίνουν το μισό  του συνολικού ποσού των απαιτήσεων.
β)Σ’ αυτούς πρέπει να περιλαμβάνονται οπωσδήποτε το σύνολο των πιστωτών µε εµπραγµάτως εξασφαλιζόµενες απαιτήσεις και οι πιστωτές με εργατικές απαιτήσεις που
υπερβαίνουν το μισό του συνολικού ποσού εργατικών απαιτήσεων.
γ)κρίση του δικαστηρίου ότι η έλλειψη συγκατάθεσης των πιστωτών που αντιτίθενται είναι καταχρηστική, γιατί οι αντιρρήσεις που προβάλλουν είναι αβάσιμες.
Β. ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (7 παρ. 4 περ. α,β,γ)
Όταν : α)  η απαίτηση του πιστωτή που αντιτίθεται δεν ικανοποιείται σε ανάλογο βαθμό σε σχέση με τους άλλους πιστωτές (αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση), ή β) εφόσον ο πιστωτής που αντιτίθεται αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση απ’ αυτή στην οποία θα περιερχόταν αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές  (Πχ αποδεικνύει μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης ή των εισοδημάτων του οφειλέτη που θα αποφέρουν σ’ αυτόν μεγαλύτερες μηνιαίες καταβολές με τη δικαστική ρύθμιση), ή γ)αμφισβητείται απαίτηση από οφειλέτη ή οποιονδήποτε πιστωτή.
Οι σχετικές αντιρρήσεις προβάλλονται από πιστωτές µε µειοψηφούσες πιστώσεις ή τον οφειλέτη. Το δικαστήριο θα απορρίψει την αίτηση υποκατάστασης και θα προχωρήσει στη δικαστική ρύθμιση εφόσον δεχθεί ως βάσιμη  την ένσταση του πιστωτή που αντιτίθεται, ότι δηλαδή δεν ικανοποιείται
σε ανάλογο βαθμό (περ. α’) ή ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση(περ. β’). 
Ως προς την υπό στοιχ. γ’ πιο πάνω περίπτωση, πρέπει αρχικά να λεχθεί ότι όσον αφορά τον οφειλέτη δύσκολα                 
                         24
μπορεί να νοηθεί η προβολή κατά το στάδιο αυτό αντιρρήσεων κατά απαίτησης, αφού εφόσον την αμφισβητούσε δεν θα είχε συμπεριλάβει τον πιστωτή και την απαίτησή του
στην κατάσταση ούτε στο σχέδιο του αρθ. 4 παρ. 1 και δε θα κοινοποιούσε την αίτηση στον πιστωτή της. Εφόσον ο οφειλέτης παρότι συμπεριέλαβε τον πιστωτή στην κατάσταση και το σχέδιο, προβάλλει κατά στο στάδιο αυτό αντιρρήσεις, μπορεί αυτό να ερμηνευτεί από το δικαστήριο
ως προσπάθεια ματαίωσης της υποκατάστασης και να οδηγήσει στην απόρριψη των αντιρρήσεων του οφειλέτη. Παραπέρα, η διάταξη αυτή κάνει λόγο για αμφισβήτηση της απαίτησης, χωρίς αναφορά σε έλεγχο της απαίτησης από το δικαστήριο, όπως γίνεται στην παρόμοια ρύθμιση της διάταξης της παρ. 1 του αρθ. 8, που προβλέπει δικαστικό έλεγχο από το ειρηνοδικείο της βασιμότητας των αμφισβητουμένων απαιτήσεων. Εφόσον όμως γίνει δεκτό ότι αρκεί απλή αμφισβήτηση απαίτησης για να απορριφθεί η αίτηση υποκατάστασης, χωρίς προηγούμενο έλεγχο από το δικαστήριο
της βασιμότητάς της, τότε παρέχεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε πιστωτή με μειοψηφούσα απαίτηση ή και τον οφειλέτη να ματαιώσει την υποκατάσταση παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, προβάλλοντας ενδεχομένως προφανώς αβάσιμες αντιρρήσεις.
  Με τη σκέψη αυτή πρέπει να γίνει δεκτή η ανάλογη εφαρμογή της 8 παρ. 1 (βλ. γι’ αυτή παρακάτω) και το δικαστήριο να ελέγξει τη νομική  και ουσιαστική βασιμότητα των αμφισβητουμένων απαιτήσεων, πράγμα που στην πράξη θα συμβεί μια φορά αφού οι αιτήσεις των αρθ. 7 και 8 παρ. 1 (υποκατάστασης και ρύθμισης) θα συνεκδικαστούν, με την πρώτη να αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της κύριας αίτησης για δικαστική ρύθμιση. Εφόσον το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση για το αβάσιμο της απαίτησης, τότε θα απορρίψει την αίτηση υποκατάστασης, γιατί δεν έπρεπε να περιληφθεί η απαίτηση αυτή στο σχέδιο, ο δε συνυπολογισμός της ανατρέπει ολόκληρη τη

                            25
γενόμενη με το σχέδιο ρύθμιση, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί στο στάδιο αυτό να τροποποιήσει το δικαστήριο,
απλώς την επικυρώνει με την απόφασή του. Στην περίπτωση                        αυτή το δικαστήριο θα προχωρήσει στη δικαστική ρύθμιση, στην οποία και δεν θα εντάξει την απαίτηση αυτή, ως προς την οποία έχει εφαρμογή η διάταξη του αρθ. 8 παρ. 2 περί υποκατάστασης, για την περίπτωση που υπάρξει αντίθετη κρίση και γίνει τελεσίδικα δεκτή από το δικαστήριο της κύριας δίκης (βλ. λεπτομερέστερα για την υποκατάσταση παρακάτω) αν εκκρεμεί παράλληλα ή πρόκειται να ακολουθήσει δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Εφόσον όμως καταλήξει σε κρίση  για το βάσιμό της, τότε θα απορρίψει τις αντιρρήσεις των αντιτιθεμένων και θα δεχθεί τη ζητούμενη υποκατάσταση.
Γ.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Θεωρείται ότι επήλθε ο συμβιβασμός και ότι ανακλήθηκε η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη.
Δ. ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
Η αίτηση για υποκατάσταση υποβάλλεται αυτοτελώς από τον οφειλέτη ή πιστωτή που συναινεί στο σχέδιο και έχει ως  αίτημα την υποκατάσταση και επικύρωση του συμβιβασμού, θα πρέπει δε να συνεκδικάζεται µε την κύρια αίτηση για διευθέτηση των οφειλών. Ο ειρηνοδίκης πρέπει να διατάζει την κλήτευση του πιστωτή που δε συναινεί και των λοιπών μετεχόντων (αρθ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ). Εφόσον γίνει δεκτή το δικαστήριο υποκαθιστά την έλλειψη συγκατάθεσης και επικυρώνει το συμβιβασμό, διαφορετικά απορρίπτει την αίτηση και προχωρεί στην περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης για τη ρύθμιση.
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Η απόφαση που υποκαθιστά την ελλείπουσα συναίνεση πιστωτή και επικυρώνει το σχέδιο του είναι οριστική και προσβάλλεται με έφεση από τον πιστωτή αυτό (αρθ. 761 επ. ΚΠολΔ). Μπορεί να ζητηθεί η αναστολή της εκτέλεσης κατ’ αρθ. 763 ΚΠολΔ. Με την έκδοση της οριστικής απόφασης περί υποκατάστασης και επικύρωσης του σχεδίου παύει η χορηγηθείσα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 1 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, και οι πιστωτές μπορούν να εκτελέσουν το σχέδιο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη να εκπληρώσει τις                    
                          26
υποχρεώσεις που ανέλαβε μ’ αυτό (βλ. Κρητικό σελ. 117 επ.).
6.ΔΑΠΑΝΕΣ
Οι πιστωτές δε αποκτούν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και τις δαπάνες που δημιουργούνται από τη διαδικασία κατά το στάδιο διευθέτησης των οφειλών.

 7. Επί της παρ. 5 ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Σε περίπτωση που δεν ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών απαίτηση ανέγγυου πιστωτή αυτή αποσβέννυται εφόσον: α) ο πιστωτής αυτός δεν εντάχθηκε στο σχέδιο, β) επιδόθηκε όμως σ’ αυτόν η αίτηση και το  σχέδιο, γ) παρέλειψε να  λάβει θέση επί του σχεδίου εγγράφως μέσα στην προθεσμία των 2 μηνών από την κατάθεση της αίτησης (5 παρ. 1) και δ) δεν έγινε δεκτή αίτησή του επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (αρθ. 152 επ. ΚΠολΔ).
Αρθρο 6
Αναστολή καταδιωκτικών μέτρων
1. Η υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή
των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της
αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει
από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά του οφειλέτη. Η
αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου
διευθέτησης εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης
βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η
χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
2. Το δικαστήριο μπορεί με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον που
δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει όποιο μέτρο
κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της
περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση
επί της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4.
3. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή
εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις
παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς
τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την
τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους.
4. Σε περίπτωση οφειλής από στεγαστικό δάνειο το δικαστήριο της παραγράφου 1
μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που επιτρέπει το εισόδημα του
οφειλέτη, να χορηγήσει την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων για την οφειλή
αυτή με ή χωρίς τον όρο της καταβολής εκ μέρους του οφειλέτη όλου ή μέρους
του ποσού που αντιστοιχεί στην ενήμερη τοκοχρεολυτική δόση που θα όφειλε να
καταβαλλει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της απόφασης και μέχρι την
έκδοση οριστικής απόφασης, αν η σύμβαση δανείου δεν είχε καταγγελθεί ή δεν
 εμφάνιζε ληξιπρόθεσμες οφειλές.
1. Επί των παρ. 1 , 2 και  4 
                       27
Η κατάθεση της αίτηση ρύθμισης της οφειλής δεν επιφέρει την αναστολή των µέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του οφειλέτη. Χορήγηση  προσωρινής διαταγής με επίκληση του αρθ. 781 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατή (αντ. Κρητικός σελ. 65 αριθ. 4).  
α) Μετά την κατάθεση της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννοµο συµφέρον µπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται μέχρι την έκδοση της απόφασης που διαπιστώνει την απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. και όχι της απόφασης που εκδίδεται στα πλαίσια του αρθ. 8  και ρυθμίζει απλά το χρέος (βλ. σε Κρητικό σελ. 177 αριθ. 38),  υπό δύο προϋποθέσεις: α) να πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση και β) να πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντα. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Κάθε πράξη εκτέλεσης που επιχειρείται κατά του οφειλέτη διαρκούσης της ισχύος της χορηγηθείσας αναστολής είναι απολύτως άκυρη (αρθ. 10 παρ. Πτωχ.Κ και 15 του νόμου).
β)Ειδικά στην περίπτωση οφειλής από στεγαστικό δάνειο το δικαστήριο μπορεί μετά από αίτηση του οφειλέτη να χορηγήσει αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων για την οφειλή αυτή με ή χωρίς τον όρο της καταβολής από τον οφειλέτη όλου ή μέρους της ενήμερης τοκοχρεωλυτικής δόσης από το χρονικό διάστημα της δημοσίευσης της απόφασης μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της ρύθμισης. Ο όρος αυτός της καταβολής της δόσης θα επιβληθεί από το 
δικαστήριο μόνο εφόσον τα εισοδήματα του οφειλέτη επαρκούν για την καταβολή των δόσεων. Σε κάθε περίπτωση ο
οφειλέτης δεν υποχρεούται να αποπληρώσει για τη χορήγηση της αναστολής τις ληξιπρόθεσμες δόσεις πριν την υποβολή της αίτησης. 
-Μετά την έκδοση της απόφασης που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. 1, καθώς και όταν  απορριφθεί με οριστική απόφαση η αίτηση ρύθμισης ή η αίτηση πιστοποίησης της απαλλαγής παύει αυτοδικαίως η χορηγηθείσα αναστολή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τις  παραπάνω αναστολές δεν ορίζεται χρονικός περιορισμός ως προς την κατάθεση της αίτησης παρόμοιος μ’ αυτό του αρθ. 938 παρ. 3 ΚΠολΔ (5 εργάσιμες ημέρες πριν την ημέρα του πλειστηριασμού).

γ) Επίσης με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον το δικαστήριο  μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευτεί η απόφαση επί της αίτησης ρύθμισης.
                 
                             28
Αρµόδιο δικαστήριο και για τις τρεις παραπάνω αιτήσεις είναι το ειρηνοδικείο (683 παρ. 2 ΚΠολΔ), γιατί αυτό είναι αρμόδιο για την κύρια υπόθεση, δηλαδή  αυτή της ρύθμισης της οφειλής.
Εφαρμόζονται οι κανόνες της  διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων των αρθ. 682 επ. ΚΠολΔ και ιδίως η πιθανολόγηση ως μέτρο απόδειξης. Επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του αρθ. 691 παρ. 2 ΚΠολΔ και το δικαστήριο μπορεί με την κατάθεση των αιτήσεων να χορηγήσει προσωρινή διαταγή που να απαγορεύει προσωρινά την αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (στις αιτήσεις υπό στοιχ. 1 και 2) ή να απαγορεύει κάθε πραγματική και νομική μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη  (στην αίτηση υπό στοιχ. 3), (βλ. και εισηγήσεις Π. Αρβανιτάκη και Γ. Ευστρατιάδη).
2. Περιορισμό του δικαιώματος των πιστωτών να αρχίσουν ή να συνεχίσουν την εκτελεστική διαδικασία ή να συνεχίσουν την εκτέλεση που άρχισε πριν την ισχύ του νόμου, εισάγονται με τη μεταβατική διάταξη του αρθ. 19 του νόμου, καθώς και μ’ αυτή του άρθ.  40 του ν. 3858/2010  και του αρθ. 1 της  ΠΝΠ 04-//2011.
 α. Σύμφωνα με το αρθ. 19 του νόμου 3869/10 μέχρι την 30η-6-2011 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9.
Κατά τη χρονική αυτή περίοδο ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης μπορεί να εναντιωθεί κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης με ανακοπή του αρθ. 933 ΚΠολΔ.
Συγχρόνως μπορεί να υποβάλει αίτηση αναστολής κατ’ αρθ. 938 ΚΠολΔ προ πέντε εργασίμων ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού και να χορηγηθεί προσωρινή διαταγή κατ’ αρθ. 691 παρ. 2 ΚΠολΔ.
-Η απαγόρευση του άρθρου αυτού (19) αφορά όχι μόνο την έναρξη του πλειστηριασμού,  αλλά και τη συνέχιση της εκτέλεσης που  είχε αρχίσει πριν το νόμο 3869/10.
-Η απαγόρευση αυτή αφορά μόνο το ακίνητο του οφειλέτη που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του, εφόσον η αξία του δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις αφορολόγητο όριο απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξανόμενο κατά 50% (το αφορολόγητο όριο ανέρχεται, με βάση της διάταξη της παρ. 2 του αρθρ. 21 του Ν 3842/2010, για έγγαμο,  μέχρι ποσού αξίας 250.000,00 ευρώ, προσαυξανόμενο αυτό κατά 25.000,00 ευρώ για το τέκνο) . Δηλαδή πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 9 παρ. 2 του νόμου για την απαγόρευση του πλειστηριασμού.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ: ΜΠ Αθην. 8340/2010, 7712/2010, 8326/2010, 7794/2010  ΝΟΜΟΣ.

-Η απαγόρευση του αρθ. 19  δεν καλύπτει άλλα ακίνητο του οφειλέτη (πχ οικόπεδο).
                         29
– Η απαγόρευση καλύπτει το χρονικό διάστημα μέχρι την 30η-6-2011. Μετά το διάστημα αυτό δεν υπάρχει απαγόρευση του πλειστηριασμού. Όμως μπορεί πλέον να ζητηθεί αναστολή με βάση το αρθ. 6 του νόμου.
β. Επιπλέον με το άρθρο  40 του ν. 3858/2010  και το αρθ. 1 της  ΠΝΠ 04-//2011  Αναστέλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως τις 30 Ιουνίου 2011 οι πλειστηριασμοί, οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, από πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες παροχής πιστώσεων και από τους εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών. (ΜΠ Ρεθ. 138/2011 ΝΟΜΟΣ)
-Η απαγόρευση του άρθρου αυτού αφορά πλειστηριασμούς που επισπεύδονται και σε βάρος άλλων ακινήτων του οφειλέτη (πχ οικόπεδο) εκτός της κύρια κατοικία του.
– Προϋποθέσεις της αναστολής αυτής είναι το ύψος της απαίτησης να μην υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, και να προέρχεται από πιστωτικά ιδρύματα κλπ.
-Και για τη ρύθμιση της διάταξης αυτής ισχύουν ως προς τη διαδικασία τα παραπάνω (άσκηση ανακοπής, υποβολή αίτησης αναστολής και χορήγηση προσωρινής διαταγής).
– Η απαγόρευση καλύπτει το χρονικό διάστημα μέχρι την 30η-6-2011.
3.Επί της παρ. 3
  α) Οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόµιο (κυρίως οι απαιτήσεις με εμπράγματη ασφάλεια) συνεχίζουν να εκτοκίζονται, με επιτόκιο ενήμερης                          οφειλής, μέχρι την έκδοση της απόφασης  επί της αίτησης ρύθμισης, ενώ οι υπόλοιπες παύουν να παράγουν τόκους (νόμιμους ή συμβατικούς) από την κοινοποίηση της αίτησης. Αυτό σημαίνει ότι τόκοι των εκτοκιζομένων απαιτήσεων δε βαρύνουν τελικά τον οφειλέτη. Αυτός θα καταβάλει το καθοριζόμενο μηνιαίο ποσό μέχρι τη λήξη της τετραετίας. Η διάταξη αυτή είναι σημαντική κατά τον καθορισμό του ύψους της απαίτησης κάθε πιστωτή, που θα ληφθεί υπόψη για τη σύμμετρη ικανοποίησή τους κατ’ αρθ. 8 παρ. 2. Οι τόκοι υπολογίζονται ουσιαστικά έναντι των υπολοίπων πιστωτών, των οποίων ελαττώνεται το ποσοστό συμμετοχής σε κάθε μηνιαία καταβολή.
 -β) κατά πλάσμα του νόμου οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τόσο προς τους ανέγγυους όσο και προς τους ενέγγυους πιστωτές (βλ. σε Κρητικό σελ. 99) θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης. Στη ρύθμιση επομένως του νόμου υπάγονται και οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Η  κατά πλάσμα του νόμου θεώρηση των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων ως ληξιπρόθεσμων,
                              30
διαφέρει από τα ληξιπρόθεσμα χρέη του οφειλέτη, η ύπαρξη των οποίων  τάσσεται κατ’  αρθ. 1 παρ. 1 ως προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στη διαδικασία της ρύθμισης. Απλώς το ληξιπρόθεσμο των χρεών του οφειλέτη απαιτείται από το νόμο για την υπαγωγή του στη διαδικασίας της ρύθμισης  ως στοιχείο για τη συγκρότηση της μόνιμης αδυναμίας (βλ. σε Κρητικό σελ. 42 αριθ. 10 και σελ. 100 αριθ. 43). 

Αρθρο 8
Δικαστική ρύθμιση χρεών
1. Αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου ή αν εκδηλώθηκαν αντιρρήσεις κατά
του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών και δεν υποκαθίστανται αυτές σύμφωνα με
τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των
αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη. Η απόφαση εκδίδεται κατά
προτεραιότητα. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του οφειλέτη δεν μπορεί
να υποβληθεί νέα αίτηση πριν από την πάροδο ενός έτους.
2. -Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο,
λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την
προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και
σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων
μελών της οικογένειας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για
χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων
των πιστωτών του συμμέτρως διανεμόμενο. Με την απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που ορίζονται σε αυτή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς. Η καταβολή του ποσού γίνεται απευθείας στους πιστωτές, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το δικαστήριο.
-Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης περιέλθουν στον οφειλέτη περιουσιακά στοιχεία αιτία θανάτου, ο οφειλέτης υποχρεούται να διαθέσει για την ικανοποίηση των πιστωτών το ήμισυ της αξίας αυτών .
-Σε περίπτωση που αμφισβητούμενη απαίτηση, η οποία έχει ενταχθεί στη ρύθμιση απορριφθεί τελεσίδικα, οι λοιποί πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση του πιστωτή της αμφισβητούμενης απαίτησης και έχουν απο αυτόν αξίωση καταβολής στην αναλογία που αντιστοιχεί στον καθένα του ποσού που εισέπραξε εξαιτίας της ένταξης απαίτησης στη ρύθμιση. Σε περίπτωση που δεν ενταχθεί στη ρύθμιση αμφισβητούμενη απαίτηση, η ύπαρξη της οποίας επαληθευτεί ακολούθως με τελεσίδικη απόφαση, ο πιστωτής υποκαθίσταται κατά την αναλογία της απαίτησης του στις θέσεις των υπολοίπων πιστωτών για τα ποσά που αναλογούν στην απαίτηση του και έχει από αυτούς αξίωση καταβολής των ποσών που εισέπραξαν εξαιτίας της μη ένταξης της απαίτησης του στις υπό ρύθμιση οφειλές.
-Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων των χρηματικών διανομών που αντιστοιχούν σε αμφισβητούμενη απαίτηση που έχει ενταχθεί σε ρύθμιση μέχρι την επαλήθευση της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

                                        31
3. Ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης
της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να
καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας. Η προσπάθεια
ανεύρεσης εργασίας τεκμαίρεται εφόσον ο οφειλέτης έχει εγγραφεί στο Μητρώο
Ανέργων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού ή έχει κάρτα ανεργίας και δεν έχει αποκρούσει αδικαιολόγητα πρόταση από τον Οργανισμό για ανάληψη εργασίας. Οφείλει επίσης να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και
κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων,
ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του
άρθρου 4.
4 Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε ένα μήνα από την
υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών
της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων
καταβολών, όταν τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές
της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη.
Η ισχύς της απόφασης που τροποποιεί τη ρύθμιση μπορεί να ανατρέχει στο χρόνο
υποβολής της αίτησης τροποποίησης. Σε περίπτωση καταβολής από τον οφειλέτη σε
πιστωτές μεγαλύτερου ποσού από αυτό που έχει οριστεί από το δικαστήριο
σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να ικανοποιήσει συμμέτρως
όλους τους πιστωτές.
5. Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία
χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα
για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας
τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές
μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των
μηνιαίων καταβολών.
6. Η απόφαση που ορίζει μηνιαίες καταβολές είναι αμέσως εκτελεστή και δεν
επιτρέπεται δικαστική αναστολή της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται.

1. ΑΙΤΗΣΗ  ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ-ΟΜΟΔΙΚΙΑ-ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Α) ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ
Αιτών-οφειλέτης: Πρόκειται για το φυσικό πρόσωπο του αρθ. 1 παρ. 1. Αποκλείονται όσοι αναφέρονται παραπάνω κάτω από αρθ. 1(νομικά πρόσωπα κλπ).
Β) ΠΑΘΗΤΙΚΗ
Νομιμοποιούνται παθητικά μόνο οι πιστωτές που μετείχαν στην αποτυχημένη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, που περιελήφθησαν στο σχέδιο και την κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1. Υποκείμενα όμως της δίκης καθίστανται με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση και επίδοση των προβλεπομένων εγγράφων  κατ’ αρθ. 5 παρ. 1, μέσα σ’ ένα μήνα από την κατάθεση της αίτησης (βλ. παραπάνω κάτω από τα αρθ. 4 και 5).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ της ΔΙΚΗΣ
Α) Ο οφειλέτης

                           32
Β) Οι πιστωτές που μετείχαν στο στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού δηλαδή αυτοί που περιελήφθησαν  στην κατάσταση και το σχέδιο του αρθ. 4 παρ.1, οι οποίοι κλητεύτηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα και παράλληλα τους επιδόθηκαν τα προβλεπόμενα έγγραφα κατ’ αρθ. 5 παρ. 1, 2. Επίσης οι πιστωτές ως προς τους οποίους θεραπεύεται η ελαττωματικότητα της κλήτευσης επειδή απάντησαν στο σχέδιο ή παρίστανται κατά τη συζήτηση της αίτησης (βλ. παραπάνω κάτω από το αρθ. 4).
ΑΛΛΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ:
Παρεμβαίνοντες: Τρίτοι που δικαιολογούν έννομο συμφέρον μπορούν να παρέμβουν κυρίως ή προσθέτως στη δίκη. Αυτοί είναι βασικά οι πιστωτές που παρελήφθησαν στο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, επίσης αυτοί τους οποίους  δε συμπεριέλαβε  στην κατάσταση και το σχέδιο ο οφειλέτης ή δεν τους κλήτευσε καθώς και οι λησμονημένοι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι(βλ. παραπάνω κάτω από το αρθ. 4). Έννομο συμφέρον δε δικαιολογείται από τη μη συμμετοχή τους και μόνο στο εξωδικαστικό στάδιο κλπ, αφού διατηρούν ακέραιες τις δικονομικές τους δυνατότητες ατομικής ικανοποίησης από το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη (αρθ. 4 παρ. 6). Αντίθετα δικαιολογείται έννομο συμφέρον εφόσον επικαλούνται την επιλογή από τον οφειλέτη εικονικών πιστωτών, που εξαντλούν σε ανύπαρκτες απαιτήσεις το σύνολο της περιουσίας του, προς βλάβη των δικών τους συμφερόντων. Επίσης δικαιολογείται τέτοιο συμφέρον εφόσον από τη ρύθμιση με μηνιαίες καταβολές του αρθ. 8 παρ. 2 και αυτή για εκποίηση του αρθ. 9 παρ. 1 εξαντλείται η περιουσία του οφειλέτη, ο οποίος δεν έχει κύρια κατοικία ή δεν υπέβαλε αίτημα διάσωσής της. Εφόσον η παρέμβαση περιέχει αίτημα απόρριψης της αίτησης, έχει το χαρακτήρα της κύριας. Δε συντρέχει όμως έννομο συμφέρον εφόσον η παρέμβαση έχει ως αίτημα να συμπεριληφθεί ο παρεμβαίνων στη ρύθμιση, γιατί ως προς τους πιστωτές αυτούς υπάρχει απαράδεκτο της αίτησης ή της συζήτησης, αφού δεν τηρήθηκε  η επιβαλλόμενη από το νόμο προδικασία του εξωδικαστικού ή δικαστικού συμβιβασμού. Η παρέμβαση, ακόμη και η κύρια μπορεί να ασκηθεί και με απλή δήλωση στα πρακτικά σύμφωνα
με το αρθ. 54 παρ. ΠτωχΚ σε συνδιασμό με το αρθ. 15 του νόμου(βλ. και Π. Αρβανιτάκη).

Προσεπίκληση: Τρίτα πρόσωπα που προσεπικαλούνται από διάδικο ή αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (753 ΚΠολΔ), ακόμη και αν δεν παρέμβουν στη δίκη, αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου. Στην εκούσια δικαιοδοσία δεν προσδιορίζονται περιοριστικά οι περιπτώσεις που επιτρέπεται η προσεπίκληση όπως στην αμφισβητούμενη (αρθ. 86,87 και 88). Βασικό στοιχείο της προσεπίκλησης στην εκούσια δικαιοδοσία είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος του προσεπικαλούντα(αρθ. 753 ΚΠολΔ), το οποίο και θα πρέπει να εξειδικεύεται προς στήριξη της παρέμβασης του 
                          33
τρίτου στη δίκη. Τρίτοι που μπορεί να προσεπικληθούν είναι οι αναγκαίοι ομόδικοι, στις περιπτώσεις που υπάρχει τέτοιος δεσμός μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη (βλ. γι’ αυτές παρακάτω). Ο οφειλέτης δεν έχει έννομο συμφέρον να προσεπικαλέσει το δικονομικό εγγυητή του, επειδή ελλείπει το έννομο συμφέρον στην προκείμενη διαδικασία, κατά την οποία δεν μπορεί αυτός να ζητήσει αποζημίωση από τον προσεπικαλούμενο (βλ.  Γ. Ευστρατιάδη).
Ο Εισαγγελέας. με τη διάταξη του αρθ. 750 ΚΠολΔ προβλέπεται η διαδικαστική θέση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ως διαδίκου αυτοδικαίως(βλ. Γ. Ευστρατιάδη).
ΟΜΟΔΙΚΙΑ
Απλή: Ο δεσμός μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη κατά το στάδιο από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την επαλήθευση των πιστώσεων κατ’ αρθ. 8 παρ. 1 είναι αυτός της απλής ομοδικίας, δοθέντος ότι το ποιοι από τους πιστωτές θα συμμετάσχουν τελικά στη ρύθμιση εξαρτάται από τη βούληση του οφειλέτη, οι δε υπόλοιποι και συγκεκριμένα εκείνοι που δε συμμετείχαν στο εξωδικαστικό στάδιο, επίσης αυτοί που συμμετείχαν μεν  πλην όμως δε  συμπεριελήφθησαν στην κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1 ή δεν κλητεύτηκαν και δεν τους επιδόθηκαν τα έγγραφα του αρθ. 5 παρ. 1, παραμένουν τρίτοι και δε δεσμεύονται από τη διαδικασία (αρθ. 4 παρ. 6). Συνεπώς ως προς αυτούς δεν τίθεται ζήτημα υποχρεωτικής  κοινής εναγωγής, ούτε ενιαίας ρύθμισης, ούτε η απόφαση που θα εκδοθεί θα εκτείνεται έναντι αυτών κατ’ αρθ. 4 παρ. 6 (βλ. και Κιουπτσίδου).
Αναγκαστική ομοδικία υπάρχει λόγω της επέκτασης της ισχύος της απόφασης σε όλους τους μετέχοντες: α) επί της αίτησης επικύρωσης του σχεδίου, καθώς και επί της αίτησης
υποκατάστασης-επικύρωσης, αφού η επίτευξη του συμβιβασμού  καταλαμβάνει τις απαιτήσεις όλων των συμμετασχόντων. β) Επί των αιτήσεων έκπτωσης του οφειλέτη, αφού ανατρέπεται η ρύθμιση ως προς όλους. γ) Επί αίτησης τροποποίησης της ρύθμισης αφού τροποποιείται η ρύθμιση των καταβολών ως προς όλους τους πιστωτές.  Και δ) επί αίτησης πιστοποίησης της απαλλαγής για τους ίδιους λόγους.
Στις παραπάνω περιπτώσεις θα πρέπει να διατάσσεται εξαρχής η κλήτευση όλων των μετεχόντων (αρθ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ), ή η προσεπίκλησή τους.
2.ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

1) η παρέλευση έτους μέχρι την κατάθεση της νέας αίτησης, από την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε προγενέστερη αίτηση του ίδιου οφειλέτη για ουσιαστικούς
λόγους (όχι τυπικούς), ή της απόφασης που απέρριψε προγενέστερη αίτηση ή διέταξε την έκπτωση του οφειλέτη για τους λόγους των αρθ. 8 παρ. 3,  10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ή της απόφασης περί μη απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 (βλ. για τις περιπτώσεις αυτές κάτω από τα σχετικά άρθρα). Για τη νέα αίτηση πρέπει να τηρηθεί η
                              34
προδικασία του άρθρου 2 του νόμου, μπορούν δε συμπεριληφθούν στην επιδιωκόμενη μ’ αυτή ρύθμιση και νέες απαιτήσεις, με τον περιορισμό του αρθ. 1 παρ. 2 παρ. α’ περί εξαίρεσης των οφειλών που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης.
2)  η παρέλευση διετίας μέχρι την κατάθεση της νέας αίτησης, από την τελεσίδικη απόρριψη  προγενέστερης αίτησης του ίδιου οφειλέτη ή από την τελεσιδικία της απόφασης περί έκπτωσής του από τη ρύθμιση, για λόγους που αφορούν σε ανειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά του στοιχεία και εισοδήματα κατ’ αρθ. αρθ. 10 παρ. 1 εδ. 4 και 8 παρ. 3 εδ. β’(βλ. για τις περιπτώσεις αυτές κάτω από τα σχετικά άρθρα).
3) να μην έχει γίνει δικαστική ρύθμιση (όχι συμβιβασμός εξώδικος ή δικαστικός κατ’ αρθ. 2 και  7 παρ. 2 και 3)χρεών με απαλλαγή με την τήρηση των όρων της  ρύθμισης κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 (αρθ. 1 παρ. 3).
Η έρευνα των αρνητικών αυτών προϋποθέσεων γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο με ενημέρωση από τα τηρούμενα αρχεία οφειλετών στη γραμματεία του ειρηνοδικείου (αρθ. 13 παρ. 2). Επειδή δε, μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα αν ο οφειλέτης εμφανίσει άλλη κατοικία ή διαμονή και απευθυνθεί σε άλλο ειρηνοδικείο, γι’ αυτό ο έλεγχος επεκτείνεται και στο  Ειρηνοδικείο Αθηνών όπου τηρείται το Γενικό Αρχείο, γι’ αυτό  και πρέπει να ζητείται σχετική βεβαίωση για κάθε υπόθεση με μέριμνα του γραμματέα και να τοποθετείται στο φάκελο. Βέβαια το σχετικό απαράδεκτο προβάλλεται και κατ’ ένσταση.
Συνέπειες: Η συνδρομή μιας από τις παραπάνω περιπτώσεις καθιστά την αίτηση απαράδεκτη.
3.ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
Η αίτηση είναι νόμιμη με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αρθ. 1, δηλαδή : α) αν υποβάλλεται από φυσικό πρόσωπο, μη έμπορο, β) ο αιτών επικαλείται μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης
των ληξιπρόθεσμων, χρηματικών οφειλών του που είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, γ) δεν περιλαμβάνονται αιτήματα για ρύθμιση χρεών που  εξαιρούνται της ρύθμισης  (πχ αρθρ. 1 παρ. 2).
Η αίτηση μπορεί να αφορά και ένα μόνο χρέος, το οποίο αδυνατεί να εξυπηρετήσει ο οφειλέτης, αρκεί να ιδιαίτερα είναι σημαντικό, σε σχέση με το σύνολο των χρεών, δηλαδή εφόσον  από τη μη εξυπηρέτησή του στοιχειοθετείται παύση των πληρωμών (βλ. κάτω από αρθ. 1).
4.ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

Υποχρεωτική η εντός μήνα από την κατάθεση της αίτησης: α) κλήτευση των μετεχόντων πιστωτών (αρθ. 5 παρ. 1), β) η προσκομιδή της βεβαίωσης του αρθ. 4 παρ. 2α και της υπεύθυνης δήλωσης του αρθ. 4 παρ.  2β, καθώς και η

                       35
κατάθεση στη γραμματεία του ειρηνοδικείου των εγγράφων του αρθ. 4 παρ. 4, τα οποία όλα τοποθετούνται στο φάκελο
του οφειλέτη που ανοίγεται και τηρείται στη γραμματεία (αρθ. 4 παρ. 5), και γ) η  επίδοση στους πιστωτές αυτούς των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 με την πρόσκληση να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την πάροδο του μήνα από την κατάθεση της αίτησης και ενός τουλάχιστο μήνα από την κλήτευσή τους.
Η μη τήρηση  της προδικασίας αυτής   θεραπεύεται εφόσον οι πιστωτές ως προς τους οποίους η κλήτευση και επιδόσεις ήταν ελαττωματικές (οι οποίοι όμως περιλαμβάνονται στην κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1),  απάντησαν στο σχέδιο ή παρίστανται κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης (βλ. παραπάνω κάτω από το αρθ. 4). 
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Επί έλλειψης εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης πιστωτή και επίδοσης σ’ αυτόν των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1, και εφόσον αυτός δεν παρασταθεί στη δίκη ή δεν έλαβε θέση επί του σχεδίου του οφειλέτη στις προθεσμίες των αρθ. 5 παρ. και 7 παρ. 1 κλπ, απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης, ως προς το συγκεκριμένο πιστωτή.
Επί έλλειψης εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου των εγγράφων του αρθ. 4 παρ.   2 και 4, απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης, ως προς όλους τους πιστωτές, αφού αποτελεί προαπαιτούμενο της  προδικασίας του δικαστικού συμβιβασμού (βλ. παραπάνω κάτω από αρθ, 4 και 5).
5. ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ της ΑΙΤΗΣΗΣ

Ανεπιτυχής η διαδικασία του δικαστικού συμβιβασμού.
Ο συμβιβασμός θεωρείται ότι δεν έχει γίνει αποδεκτός: α)Όταν δεν έχει γίνει δεκτό από όλους τους συµµετέχοντες πιστωτές το σχέδιο (αρχικό ή τροποποιηµένο).  β) Όταν δεν έχει γίνει το σχέδιο δεκτό από πιστωτές µε απαιτήσεις που υπερβαίνουν το μισό  του συνολικού ποσού των απαιτήσεων ή το σύνολο των πιστωτών µε εµπραγµάτως εξασφαλιζόµενες απαιτήσεις ή το μισό  των διατηρούντων εργατικές απαιτήσεις, οπότε δεν είναι δυνατή η υποκατάσταση της συγκατάθεσης των υπολοίπων από το δικαστήριο και εποµένως ο δικαστικός συµβιβασµός. γ)Όταν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από οποιονδήποτε µη ανήκοντα στις αµέσως παραπάνω κατηγορίες πιστωτή (µειοψηφούντα κλπ) και δεν υποβλήθηκε αίτηση για υποκατάσταση της συγκατάθεσής του. δ)Όταν κρίθηκε από το δικαστήριο ότι δεν πρέπει να χωρήσει υποκατάσταση της συγκατάθεσης αντιλεγόντων δανειστών µε µειοψηφούσες πιστώσεις, όπως ζητήθηκε µε έγγραφη αίτηση του οφειλέτη ή άλλου πιστωτή (βλ. λεπτομερέστερα κάτω από αρθ. 7).
6. ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

                      36
Οι διάδικοι μπορούν να παρασταθούν στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως (αρθ. 94 παρ. 2 ΚΠολΔ).
7. ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
Απουσία αιτούντα: Η διαδικασία προχωρεί και δικάζεται ωσεί παρών.
Απουσία μετεχόντων πιστωτών ή παραπάνω ενδιαφερομένων τρίτων (προσεπικληθέντων κλπ): Η διαδικασία προχωρεί σαν αυτός να έχει εμφανιστεί. Ζήτημα αντιπροσώπευσης του
απόντος από τους λοιπούς δεν τίθεται, αφού  ο μεταξύ τους δεσμός είναι αυτός της απλής ομοδικίας και πάντως καθένας τους έχει προφανώς αντικρουόμενα συμφέροντα.
Απουσία όλων: Η συζήτηση ματαιώνεται.
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ ΑΙΤΗΣΗΣ
Εφαρμόζεται η διάταξη του αρθ. 294 ΚΠολΔ περί παραίτησης από το δικόγραφο της αίτησης (βλ. Κρητικό σελ. 2 αριθ. 31)
ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (βλ. Κρητικό σελ. 26 αριθ. 33 επ.)
α) Αν αποβιώσει ο οφειλέτη μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας καταργείται η δίκη ως προς το κύριο αντικείμενό της, καθόσον το επίδικο δικαίωμα της ρύθμισης είναι προσωποπαγές. Το ίδιο ισχύει και αν ο θάνατος συνέβη μετά την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ρύθμισης του αρθ. 8. Οι κληρονόμοι ευθύνονται έναντι των πιστωτών και με τη δική τους περιουσία. Μπορούν όμως να αρχίσουν οι ίδιοι ατομικά
νέα διαδικασία, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι όροι του νόμου.
β) Αν έχει καταρτιστεί δικαστικός συμβιβασμός που επικυρώθηκε κατ’ αρθ. 7, οι κληρονόμοι δεσμεύονται από τους όρους του.
γ) Αν ο θάνατος συνέβη μετά την έκδοση της απόφασης, διαρκούσης της ρύθμισης και πριν την ολοκλήρωση των καταβολών που όρισε το δικαστήριο, δεν ωφελούνται οι κληρονόμοι, καθόσον δεν έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις του οφειλέτη και δεν επήλθε απαλλαγή του κατ’ αρθ. 11 παρ. 1, επομένως ματαιώνεται η διαδικασία που έχει αρχίσει.
δ) Αν  επήλθε απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 με την κανονική εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη ρύθμιση και μετά συνέβη ο θάνατος, μπορούν οι κληρονόμοι του να κινήσουν τη διαδικασία της δικαστικής πιστοποίησης της απαλλαγής.  

8. ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Στην εκούσια δικαιοδοσία ισχύει η αρχή της ελεύθερης απόδειξης. Ο δικαστής για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα.  Ισχύει όμως η αρχή της πλήρους απόδειξης, η δημιουργία

                           37
δηλαδή πλήρους δικαστικής πεποίθησης και δεν αρκεί η πιθανολόγηση.
9. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
Α) ΕΡΕΥΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ
Στα πλαίσια της ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης το δικαστήριο εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου για την υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση (προϋποθέσεις αρθ. 1 ).
Β)ΕΞΕΛΕΓΞΗ ΤΩΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
Αφορά απαιτήσεις που μπορεί να αμφισβητούνται ως προς την ύπαρξη, το ύψος τους ή και το προνόμιό τους από τον ίδιο των αιτούντα ή οποιοσδήποτε άλλο πιστωτή.
Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ελέγξει τις απαιτήσεις αυτές ως προς τα αμφισβητούμενα στοιχεία τους και συγκεκριμένα να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα  με βάση όλα τα προσκομιζόμενα στοιχεία αλλά και αυτά που μπορεί αυτεπάγγελτα να ερευνήσει ο δικαστής.
Η επαλήθευση αυτή έχει πάντοτε προσωρινό χαρακτήρα (αντίθετα στην πτώχευση το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά), όμως  το δικαστήριο πρέπει να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση. Η παραδοχή της πίστωσης κατά την εξέλεγξή της έχει ως συνέπεια την ένταξή της στη ρύθμιση και ενδεχομένως την πραγματοποίηση πληρωμών έναντι αυτής. Η μη παραδοχή της ύπαρξής της αποκλείει τον πιστωτή από τη ρύθμιση και τις καταβολές που γίνονται βάσει αυτής.
Εάν η απαίτηση ενταχθεί στη ρύθμιση, αλλά απορριφθεί τελεσίδικα από το αρμόδιο δικαστήριο, οι υπόλοιποι πιστωτές, δηλαδή αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις δεν αμφισβητήθηκαν ή αναγνωρίστηκαν με τελεσίδικη απόφαση,  υποκαθίστανται στη θέση του πιστωτή της αμφισβητούμενης απαίτησης και έχουν κατ’ αυτού αξίωση καταβολής του ποσού που εισέπραξε μέχρι τότε. Η υποκατάσταση των υπολοίπων γίνεται κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο σύνολο των πληρωθέντων ποσών και επιφέρει αντίστοιχη επαύξηση της μερίδας τους. Εάν η απαίτηση δεν ενταχθεί στη ρύθμιση και αυτή αναγνωρισθεί τελεσίδικα από το αρμόδιο δικαστήριο, ο πιστωτής υποκαθίσταται κατά την αναλογία που θα είχε εξαρχής η απαίτησή του στις θέσεις των λοιπών πιστωτών. Κατ’ αυτών έχει αξίωση καταβολής των ποσών που εισέπραξαν εξαιτίας της προσωρινής μη ένταξής του στη ρύθμιση.
Το ειρηνοδικείο μπορεί να διατάξει την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων των χρηματικών διανομών που αντιστοιχούν σε αμφισβητούμενη απαίτηση, την οποία εντάσσει στη ρύθμιση, μέχρι την επαλήθευσή της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ-ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ

-Ως προς την προδικαστική κρίση για τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις δεν εκδηλώνεται η έννομη συνέπεια του δεδικασμένου (βλ. Π Αρβανιτάκη).

                       38
Από την ειδική ρύθμιση της διάταξης αυτή του αρθ. 8 παρ. 2 προκύπτει ότι η δικαστική κρίση του ειρηνοδικείου ως προς την ύπαρξη ή το ύψος των αμφισβητούμενων απαιτήσεων δεν έχει την ισχύ δεδικασμένου έστω και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρθ. 331 ΚΠολΔ(καθύλη αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου). Εφόσον η παρεμπίπτουσα διάγνωση για τις υπό επαλήθευση απαιτήσεις δεν παράγει λόγω της ειδικής ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2, δεδικασμένο δε συντρέχει κίνδυνος έκδοσης αντίθετων αποφάσεων με ισοδύναμη δέσμευση δεδικασμένου και ενδεχόμενη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας που διεξάγεται παράλληλα δε δημιουργεί εκκρεμοδικία και απαράδεκτο της συζήτησης επί του προδικαστικού ζητήματος.
10. ΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ(βλ. και Ε. Κιουπτσίδου):
Α. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη με μηνιαίες καταβολές από τα εισοδήματα του επί τετραετία. Ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στο αρθ. 9, δηλαδή αυτή της εκποίησης της τυχόν ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη και τις ενδεχόμενες σταδιακές καταβολές προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του.
Ειδικότερα:
Ι) Πρώτα θα ερευνήσει το δικαστήριο αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να εκποιηθούν (αποκλείονται τα ακατάσχετα κατά τον ΚΠολΔ περιουσιακά στοιχεία αρθ. 953 παρ. 3 και 4 κλπ ΚΠολΔ)  και να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα, το οποίο επαρκεί για την κάλυψη των χρεών(βλ. διατύπωση αρθ. 8 παρ. 2 «Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο…..» ). Στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστεί η διάταξη του αρθ. 9 παρ. 1, δηλαδή δεν θα χρειαστεί να οριστούν μηνιαίες καταβολές από τα εισοδήματα. Όμως στην εξαιρετική περίπτωση που πρόκειται για μικρού ύψους χρέη, τα οποία μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως ή σε ικανοποιητικό βαθμό με μηνιαίες καταβολές και ο οφειλέτης προσέφυγε στη ρύθμιση μόνο και μόνο για να κερδίσει χρόνο και παράλληλα να αποφύγει την επιβάρυνση με τόκους (απαιτήσεις ανέγγυων πιστωτών βλ. αρθ. 6 παρ. 3), το  δικαστήριο θα επιλέξει τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη με μηνιαίες καταβολές με βάση μόνο τα εισοδήματά του, έστω και αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία, που μπορούν να εκποιηθούν.
ΙΙ) Εφόσον δε συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις το δικαστήριο θα προχωρήσει σε ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη με μηνιαίες καταβολές και συγκεκριμένα: 1)με βάση μόνο τα εισοδήματά του, αν δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία ή δεν είναι πρόσφορα προς πώληση γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον (π.χ. ασήμαντης αξίας) και 2) από τα εισοδήματα σε συνδιασμό με
                          39
το ποσό που θα αποδώσει η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, ανάλογα με το οποίο θα διαμορφωθούν οι καταβλητέες δόσεις, εφόσον υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία, που μπορεί να εκποιηθούν κατ’ αρθ. 9 παρ. 1, αλλά το ποσό που εκτιμάται ότι θα αποδώσουν δεν επαρκή για να καλύψει τα χρέη. Κατά τον καθορισμό  των μηνιαίων καταβολών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το αναμενόμενο ποσό της εκποίησης δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια εκ των προτέρων, ενδέχεται δε (το πιθανότερο) να είναι κατώτερο της τιμής πρώτης προσφοράς που θα οριστεί. 
-Οι καταβολές από τα εισοδήματα θα οριστούν μηνιαίες και η συνολική διάρκειά τους εκτείνεται σε τέσσερα έτη, χωρίς κατώτατο όριο, αφού τέτοιο δεν ορίστηκε από το νόμο, έτσι μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις (χρόνια ανεργία, προβλήματα υγείας, ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών) να είναι και μηδενικές. Στη
περίπτωση αυτή το δικαστήριο ορίζει νέα δικάσιμο μέσα σε πέντε μήνες από την προηγούμενη προς επανεξέταση της περιουσιακής κλπ κατάστασης του οφειλέτη και επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών (αρθ. 8 παρ. 5).
Β.- Στοιχεία προσδιορισμού καταβολών: Για τον καθορισμό του ποσού που θα καταβάλλεται κατά μήνα: Ι) κατά πρώτο λόγο  θα ληφθούν υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη από κάθε αιτία, όπως εργασία, μισθώματα από ακίνητο, μερίσματα, κέρδη από επιχείρηση, τόκοι, δικαιώματα (πχ πνευματικά) κλπ. , ΙΙ) θα συνυπολογιστεί επίσης ένα επιπλέον ποσό αυτού από την εργασία και τα εισοδήματα του οφειλέτη, λόγω της δυνατότητας συνεισφοράς του συζύγου του. Ο σύζυγος δεν έχει από το νόμο υποχρέωση να συνεισφέρει για την απευθείας εξόφληση των χρεών του οφειλέτη, τα οποία είναι προσωπικά του, αλλά υποχρέωση συνεισφοράς από τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ για την αντιμετώπιση μέρους των αναγκών της οικογένειάς τους. Τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου, που αποφέρουν κάποιο εισόδημα, θα αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και 
ΙΙΙ) θα ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, όπως ανήλικα παιδιά, ενήλικα παιδιά που σπουδάζουν ή έχουν πρόβλημα υγείας και δεν μπορούν να διατρέφουν τον εαυτό τους από εργασία κατάλληλη για την ηλικία την κατάσταση της υγείας τους και τις λοιπές βιοτικές τους συνθήκες ή από τυχόν εισοδήματά τους ή από τυχόν υφιστάμενη περιουσία τους.

 Ο όρος οικογένεια, θα πρέπει να ερμηνευτεί με ευρύτητα και να συμπεριληφθούν, οι υπερήλικοι ή με σοβαρά προβλήματα  υγείας γονείς και αδέλφια ακόμη (ανάπηροι), που δεν έχουν εισοδήματα κλπ στο βαθμό που εξαρτώνται και βαρύνουν οικονομικά τον οφειλέτη. Προς απόδειξη σημαντικό μέσο θα αποτελέσει η δήλωσή τους ως προστατευομένων μελών
                            40
στη φορολογική του δήλωση, ιατρικά πιστοποιητικά, συνταξιοδότησή ή επιδότησή τους από διάφορα ταμεία κλπ.
Εκτός αυτών, και ενόψει της προβλεπόμενης συνεισφοράς του συζύγου καθώς και της στάθμισης των βιοτικών-οικογενειακών αναγκών του οφειλέτη θα πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα της διάστασης των συζύγων, φαινόμενο ιδιαίτερα συχνό στην εποχή μας (βλ. σχετικά για την έννοια της διάστασης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο Ερμ. ΑΚ αρθ. 1391 και 1439). Η διάσταση στα πλαίσια εφαρμογής του νόμου αυτού δεν ενδιαφέρει τόσο ως προς το βουλητικό-ψυχικό στοιχείο της, εφόσον οι σύζυγοι συνεχίζουν να συνοικούν και να συμπεριφέρονται ως μέλη της ίδιας οικογένειας, αλλά κυρίως ως προς το εξωτερικό στοιχείο της, δηλαδή μόνο εφόσον συνδυάζεται με πραγματική άρση της συμβίωσης για το παρόν και το μέλλον, η οποία δεν είναι ευκαιριακή αλλά έχει διάρκεια και μονιμότητα. Η ύπαρξη διάστασης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή και προσεκτική ανάλυση και εξέταση των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Βαρύνουσα σημασία έχει η πραγματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί από διάφορες εκδηλώσεις των συζύγων με κύρια αυτή της άρσης της συνοίκησης με τη μετεγκατάσταση του ενός συζύγου, συνδιαζόμενη με την πλήρη παραμέληση της υποχρέωσής του για συμβολή στα βάρη της οικογένειας. Αποδεικτικά στοιχεία της διάστασης αποτελούν, ενδεικτικά, η έγερση ενδίκων βοηθημάτων (αίτηση μετοίκησης, προσωρινής διατροφής, έγερση αγωγής διαζυγίου), η εγκατάσταση σε άλλη οικία ενδεχομένως με άλλο σύντροφο κλπ. Και πάλι όμως θα πρέπει να ερευνάται αν, παρά την πραγματική διάσταση, ο σύζυγος συμβάλλει χρηματικά οικειοθελώς ή στα πλαίσια συμφωνίας, ή μετά από δικαστική παρέμβαση (αξίωση διατροφής επί διάστασης διαρκούντος του γάμου κατ’ αρθ. 1391 ΑΚ)στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε θα σταθμιστεί η συμβολή του αυτή. Και βέβαια η διατροφή (συμβατική ή δικαστική) μετά την έκδοση διαζυγίου θα συνυπολογιστεί   (θετικά ή αρνητικά, αυξάνοντας ή μειώνοντας τις μηνιαίες καταβολές) στα εισοδήματα του οφειλέτη, όπως επίσης και η συμβολή του στα οικογενειακά βάρη, επί διακοπής της συμβίωσης, εφόσον αυτός διέκοψε τη συμβίωση και απομακρύνθηκε από την οικογενειακή στέγη (μείωση μηνιαίων καταβολών). Μεταγενέστερα γεγονότα, όπως διακοπή ή μεταρρύθμιση της οκειοθελούς χρηματικής συμβολής ή της διατροφής θα πρέπει να γνωστοποιείται από τον οφειλέτη, κατά τα οριζόμενα στο αρθ. 8 παρ. 3. Τέτοιες μεταβολές δικαιολογούν τροποποίηση της ρύθμισης κατ’ αρθ. 8 παρ. 4.

Γ- Μέτρο καταβολών: Οι καταβολές από τα εισοδήματα του οφειλέτη γίνονται συμμέτρως κατά το λόγο της απαίτησης κάθε δανειστή σε σχέση με το συνολικό ύψος των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Επειδή οι καταβολές από τα εισοδήματα θα γίνονται απευθείας από τον οφειλέτη (όχι εκκαθαριστή),
                         41
πρέπει να καθορίζεται με την απόφαση το πληρωτέο μηνιαίως σε κάθε δανειστή ποσό. Αυτό προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της συνολικής καταβλητέας μηνιαίας δόσης πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος της απαίτησης κάθε οφειλέτη και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των απαιτήσεων, πχ. επί μηνιαίας δόσης ποσού 600 ευρώ, εφόσον υπάρχουν τρεις απαιτήσεις ποσών 15.000, 40.000 και 50.000 ευρώ, συνολικού ύψους 105.000 ευρώ, το καταβλητέο στο δανειστή με την απαίτηση των 40.000 ευρώ βρίσκεται ως εξής 600Χ 40.000= 24000000: 105.000= 228,57 ευρώ.
Για τον καθορισμό του ύψους της απαίτησης κάθε πιστωτή, που θα ληφθεί υπόψη για τη σύμμετρη ικανοποίησή τους, θα                           ληφθούν υπόψη και τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3, δηλαδή το γεγονός ότι  οι τόκοι των εκτοκιζομένων απαιτήσεων ( απαιτήσεις με ειδικό προνόµιο) δε βαρύνουν τελικά τον οφειλέτη. Αυτός θα καταβάλει το καθοριζόμενο μηνιαίο ποσό μέχρι τη λήξη της τετραετίας. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται ουσιαστικά έναντι των υπολοίπων πιστωτών, των οποίων ελαττώνεται το ποσοστό συμμετοχής σε κάθε μηνιαία καταβολή. 
-Στην απόφαση μπορεί να ορισθεί και ότι το καταβαλλόμενο μηνιαίως ποσό θα αναπροσαρμόζεται ανά καθοριζόμενα με την ίδια απόφαση διαστήματα με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς, π.χ. ετησίως με βάση την επίσημη άνοδο του τιμαρίθμου ή με βάση τις τυχόν παρεχόμενες αυξήσεις ή τυχόν μειώσεις ημερομισθίων ή μισθών του ιδιωτικού ή του δημοσίου τομέα, αναλόγως της απασχόλησης του οφειλέτη.
-11. Περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης αιτία θανάτου: Εάν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης περιέλθουν στον οφειλέτη περιουσιακά στοιχεία αιτία θανάτου, αυτός υποχρεούται να διαθέσει το ήμισυ της αξίας τους για την ικανοποίηση των πιστωτών του. Ο ειδικότεροι τρόπος αυτής της διάθεσης δεν ορίζεται. Από τη διατύπωση όμως που ακολουθεί ο νομοθέτης, αναφερόμενος στη διάθεση του μισού της αξίας τους, και από την τοποθέτηση της πρόβλεψης στο άρθρο περί μηνιαίων καταβολών παρέπεται ότι η αξία τους μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστήριο και να ενσωματωθεί το μισό αυτής ομοιόμορφα κατανεμόμενο (κατά το λόγο της απαίτησης κάθε δανειστή) στις υπολειπόμενες μηνιαίες καταβολές, που θα επαυξηθούν. Πρακτικά αυτό θα γίνει με αίτηση τροποποίησης της απόφασης περί ρύθμισης  κατ’ αρθ. 8 παρ. 4 στηριζόμενη στο νέο πραγματικό γεγονός της περιέλευσης περιουσιακών στοιχείων στον οφειλέτη λόγω θανάτου. Το πιθανότερο είναι να μην επαρκούν τα εισοδήματά του και να καλύψει την αύξηση των μηνιαίων καταβολών με το μισό της
αξίας των περιουσιακών αυτών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση εφόσον το επιλέξει ο οφειλέτης  μπορεί να προσφέρει προς εκποίηση, σύμφωνα με
                       42
το άρθρο 9, το μισό των στοιχείων αυτών (1/2 εξ αδιαιρέτου) ή ένα  ή περισσότερα  απ’ αυτά αξίας ίσης με το μισό της αξίας του συνόλου των νέων περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την εκτίμηση του δικαστηρίου.
 Κατ’ αναλογία των όσων ορίζονται στην παρ. 4 του αρθ. αυτού (βλ. και ανάλογη ρύθμιση αρθ. 758 ΚΠολΔ), λόγω έλλειψης ειδικής πρόβλεψης στο νόμο, την αίτηση τροποποίησης νομιμοποιείται ενεργητικά να υποβάλει ο ίδιος ο οφειλέτης ή οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση πιστωτής, αντίγραφό της δε θα πρέπει να επιδοθεί, εάν ασκείται από τον οφειλέτη προς τους πιστωτές και αν ασκείται από πιστωτή προς τον οφειλέτη και προς τους υπόλοιπους πιστωτές.
12. Επί της παρ. 4: Τροποποίηση της ρύθμισης πέραν αυτής της περιέλευσης στον οφειλέτη νέων περιουσιακών στοιχείων αιτία θανάτου της παρ. 2 εδ. γ’
ΠΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΗΤΗΘΕΙ
Εφόσον συμβούν μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης ή των εισοδημάτων του οφειλέτη τέτοιας σημασίας που να δικαιολογούν τη ζητούμενη τροποποίηση.
1. Τέτοιο γεγονός, που δικαιολογεί την αύξηση του ποσού των μηνιαίων καταβολών αποτελεί η περιέλευση στον οφειλέτη περιουσιακών στοιχείων από άλλη αιτία ( διαφορετική της πιο πάνω περιέλευσης αιτία θανάτου) όπως από είσπραξη αποζημίωσης ή άλλων απαιτήσεών του κατά τρίτων μετά από δικαστική διαμάχη, από δωρεές εν ζωή κλπ κατά τη διάρκεια της υλοποίησης της ρύθμισης. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είναι υπέγγυα στο σύνολό τους για την εξόφληση των χρεών του και μπορεί να ζητηθεί η τροποποίηση της απόφασης για τη ρύθμιση λόγω μεταγενέστερων γεγονότων.
2. Τα μεταγενέστερα γεγονότα μπορεί να δικαιολογούν τη μείωση του ποσού των μηνιαίων καταβολών. Τέτοια γεγονότα αποτελούν η απόλυση του οφειλέτη και η αδυναμία ανεύρεσης άλλης «κατάλληλης» εργασίας (βλ. σχετική υποχρέωσή του
την παρ. 3 του αρθ. 8), η μείωση των αποδοχών του, ή                      αύξηση των βιοτικών του αναγκών και οικονομικών του υποχρεώσεων ( διεύρυνση της οικογένειας, παιδιά που σπουδάζουν, υποχρέωση διατροφής, προβλήματα υγείας του ίδιου ή μελών της οικογενείας του).

3. Άλλη περίπτωση που δεν προβλέπονται ειδικά στο νόμο,
πλην όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τροποποίηση της ρύθμισης,  είναι αυτή  της μεταγενέστερης ένταξης ή μη απαίτησης στη ρύθμιση, μετά την τελεσίδικη περί αυτής απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, μετά την οποία θα αλλάζει η αναλογία συμμετοχής των πιστωτών στις μηνιαίες

                          43
καταβολές με επαύξηση ή μείωση της μερίδας τους, οι οποίες επομένως πρέπει να επαναπροσδιοριστούν.
-Επίσης επί ρύθμισης αποκλειστικά με εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (βλ. παραπάνω σελ. 33, παρ. 10 Αα’), εφόσον δεν καταστεί τελικά δυνατή η εκποίηση, ή αν το τίμημα που απέφερε δεν επαρκεί για την κάλυψη των απαιτήσεων των πιστωτών, θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα των πιστωτών να ζητήσουν τροποποίηση της ρύθμισης ώστε να οριστούν μηνιαίες καταβολές, αφού δεν υπάρχει ο περιορισμός της 4ετίας  για την ολοκλήρωση της εκποίησης(προβλέπεται μόνο επί ρύθμισης με μηνιαίες καταβολές). Επίσης το ίδιο πρόβλημα μπορεί να προκύψει και επί ρύθμισης με συνδιασμό εκποίησης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και παράλληλη πρόβλεψη μηνιαίων καταβολών (βλ. παραπάνω σελ. 33, παρ. 10 Αβ2). Και για την περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα των πιστωτών να ζητήσουν με τροποποίηση της ρύθμισης τον επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών ώστε να οριστούν μεγαλύτερες. Αυτό βέβαια θα συμβεί εφόσον υπάρχουν χρονικά περιθώρια (δεν έχει παρέλθει η 4ετία) και μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί οικονομικά σε ενδεχόμενες αυξημένες μηνιαίες καταβολές.
13.Συνδυασμός διατάξεων παρ. 4 και 5 : Μεταγενέστερα γεγονότα που επέφεραν μεταβολές (αρνητικές) της περιουσιακής κατάστασης ή και των εισοδημάτων του οφειλέτη, μπορεί να είναι και απ’ αυτά που δικαιολογούν την εξαιρετική ρύθμιση της παρ. 5, εφόσον δεν περιέχεται τέτοια στην αρχική απόφαση. Και στην περίπτωση αυτή μπορεί το δικαστήριο να επανέλθει με τροποιητική ρύθμιση και να ορίσει μηνιαίες καταβολές μικρού ή μικρότερου ύψους ή και μηδενικές. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και αν η προβλεφθείσα αρχική ρύθμιση ήταν εξαιρετική με τον ορισμό μικρών καταβολών, εφόσον επήλθε μεταγενέστερη επιδείνωση της κατάστασης του οφειλέτη που δικαιολογεί ακόμη μικρότερες ή μηδενικές καταβολές. Και στην περίπτωση αυτή ισχύουν τα παραπάνω για τον ορισμό νέας δικασίμου εντός πέντε μηνών από την έκδοση της τροποποιητικής απόφασης.
 -Αίτηση τροποποίησης νομιμοποιείται ενεργητικά να υποβάλει ο ίδιος ο οφειλέτης (πράγμα που οπωσδήποτε θα συμβεί στις τελευταίες περιπτώσεις), ή οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση πιστωτής. Αντίγραφο και αυτής της αίτησης πρέπει να επιδοθεί μέσα ένα μήνα από την υποβολή της, εάν ασκείται από τον οφειλέτη προς τους πιστωτές και αν ασκείται από πιστωτή προς τον οφειλέτη και προς τους υπόλοιπους πιστωτές.
-Η απόφαση μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και ειδικότερα να ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης. Αυτό θα συμβεί εφόσον και κατά το μέτρο που οι μεταβολές
                         44
της περιουσιακής κατάστασης ή των εισοδημάτων του οφειλέτη ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της απόφασης, και μέχρι αυτό της κατάθεσης της αίτησης τροποποίησης.
 -Αν ο οφειλέτης έχει καταβάλει σε κάποιον ή κάποιους από τους πιστωτές ποσά μεγαλύτερα από τα καθορισθέντα με την απόφαση περί ρύθμισης, ο οφειλέτης υποχρεούται να ικανοποιήσει συμμέτρως όλους τους πιστωτές. Η επιλεκτική καταβολή προς ορισμένους πιστωτές ποσού μεγαλύτερου αυτού που ορίστηκε με την απόφαση της ρύθμισης, θεωρείται από το νομοθέτη ότι αποτελεί από μόνη της απόδειξη ότι η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη είναι καλύτερη απ’ αυτή που προβλέφθηκε με την αρχική απόφαση έστω και αν δε συντρέχει περίπτωση μεταβολών  του προηγούμενου εδαφίου, γι’ αυτό και όρισε τη σύμμετρη αύξηση των καταβλητέων στους υπόλοιπους δανειστές δόσεων, η οποία θα γίνει με σχετική τροποιητική απόφαση, για την οποία ισχύουν όσα εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω, με τη διαφορά ότι εδώ,                                                                                                                             προφανώς, η αίτηση θα υποβληθεί από τους παραληφθέντες πιστωτές.
14.Επί της παρ. 3:
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣΗΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής επιβάλλονται ορισμένες υποχρεώσεις στον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου  της ρύθμισης και συγκεκριμένα:
α) Η υποχρέωση να εργάζεται σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας. Ως «κατάλληλη» εργασία πρέπει να νοηθεί αυτή που αντιστοιχεί στις ικανότητες, τα προσόντα, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας του και τις δυνατότητές του, ενώ θα ληφθούν υπόψη και οι αντικειμενικές συνθήκες της αγοράς εργασίας, αλλά και η δυσμενής οικονομική θέσης στην οποία έχει περιέλθει. Η προσπάθεια πάντως ανεύρεσης εργασίας τεκμαίρεται εφόσον ο οφειλέτης έχει εγγραφεί στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ ή έχει κάρτα ανεργίας και δεν έχει αποκρούσει αδικαιολόγητα πρόταση από τον Οργανισμό για ανάληψη εργασίας. Το αν η απόκρουση πρότασης είναι αδικαιολόγητη εκτιμάται ενόψει όλων των παραπάνω συνθηκών.
Β) Η υποχρέωση να γνωστοποιεί μέσα σ’ ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται στο ειρηνοδικείο σχετικά με την αίτησή του και την πορεία της ρύθμισης.
Η υποχρέωσή του αυτή εμπίπτει στη γενικότερη υποχρέωση του αρθ. 4 παρ. 1 και 2 (υποχρέωση κατάθεσης και κοινοποίησης κατάστασης και δήλωσης σχετικά με την περιουσία και τα εισοδήματα του ίδιου και του συζύγου
                         45
του), καθώς και αυτή του αρθ. 10 παρ. 1 για ειλικρινή δήλωση.
Όσον αφορά τις συνέπειες για παράβαση των υποχρεώσεων αυτών του οφειλέτη βλ. παρακάτω κάτω από το αρθ. 10.
15. Η εκτελεστότητα της απόφασης
Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του αρθ. 8, η απόφαση που ορίζει μηνιαίες καταβολές είναι αμέσως από τη δημοσίευσή της εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της.  Η χορηγηθείσα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 1 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης που διαπιστώνει την απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 (βλ. σε Κρητικό σελ. 177 αριθ. 38). Για τους πιστωτές που δε μετέχουν στη ρύθμιση ισχύει η 4 παρ. 6 και μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη. Εκτέλεση της απόφασης δεν προβλέπεται, για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του από τη ρύθμιση. Στη περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του αρθ. 11 παρ. 2 και επέρχεται έκπτωση από τη
ρύθμιση, υπό τις προϋποθέσεις και κατά την διαδικασία που                                            προβλέπονται από τη διάταξη αυτή.
16.Δικαστική δαπάνη
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 εδ. β’ του αρθ. 8 δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη, δηλαδή στην ουσία πάντοτε συμψηφίζεται μεταξύ των διαδίκων (βλ. Κρητικό σελ. 141).

Αρθρο 9
Διαδικασία ρευστοποίησης περιουσίας
 Προστασία κύριας κατοικίας
1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία  η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει
αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης
των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των
συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να
ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την
πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
΄Εργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση του
διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλιση της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η πρόσφορη εκποίηση της, η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκκαθαριστή.
2. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης
ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια
ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το
προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης
κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών  μέχρι συνολικό
                                                             46
ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και χωρίς ανατοκισμό.
Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της
οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Η μη τήρηση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται κατ` εφαρμογή της παραγράφου αυτής, επιτρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κατοικίας του. Δεν επιτρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης της παρούσας παραγράφου αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων.  Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο και ο σύζυγος αυτού δεν διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία.
3. Εφόσον οι μηνιαίες καταβολές της παραγράφου 2 του άρθρου 8
πραγματοποιούνται πριν τη διανομή του τιμήματος από την πώληση του ακινήτου,
οι προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι δανειστές συντρέχουν σε αυτές στο σύνολο των
απαιτήσεων τους, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 159 και 160
του Πτωχευτικού Κώδικα.
1. Επί της παρ. 1 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
Α)Προϋποθέσεις
1) Η ύπαρξη  περιουσιακών στοιχείων, τα οποία μπορεί να είναι ακίνητα αλλά και κινητά όπως αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα,  μερίσματα, μετοχές, κινητά μεγάλης αξίας (εξαιρούνται αυτά που αποτελούν το συνήθη οικιακό εξοπλισμό και καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και της οικογένειάς του).
2) Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία πρέπει να έχουν αξιόλογη εμπορική αξία, ικανή να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρει σημαντικό ποσό για την
ικανοποίηση των πιστωτών. 
3)Να κριθεί απαραίτητη η ρευστοποίηση για την ικανοποίηση των πιστωτών, πράγμα που δε θα συμβεί εφόσον πρόκειται για μικρού ύψους χρέη, τα οποία μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως ή σχεδόν πλήρως με μηνιαίες καταβολές, στις οποίες και απέβλεψε ο οφειλέτης (βλ. παραπάνω κάτω από το αρθ. 8 επί της παρ. 2).
Β)Διορισμός εκκαθαριστή- Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων περί συνδίκου
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις διορίζεται από το δικαστήριο, με διάταξη στην ίδια απόφαση περί ρύθμισης. Εκκαθαριστής επίσης μπορεί να ορισθεί και όταν
                        47
δεν προβλέπεται ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, αν το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρακολούθηση και την υποβοήθηση της εκτέλεσης των όρων της ρύθμισης ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών. Αυτό θα συμβαίνει κυρίως σε περιπτώσεις ιδιαίτερα πολύπλοκες με σωρεία πιστωτών και όταν τα ποσά των καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη είναι σημαντικά ή υφίσταται και εξαιρούμενο από την εκποίηση ακίνητο κύριας κατοικίας, πράγμα που καθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση δύσκολη την εφαρμογή της ρύθμισης, ή όταν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες για εισπράξεις σημαντικών απαιτήσεων του οφειλέτη, ή ακόμη όταν ο οφειλέτης έχει περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν κάποια πρόσοδο πχ μισθώματα, μερίσματα, για την οποία το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρακολούθηση  της  διαχείρισή τους διαρκούσης της ρύθμισης  (βλ. και Κιουπτσίδου).

Ποιος διορίζεται: Εκκαθαριστής μπορεί να διορισθεί το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές αντιπροσωπεύοντες την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον πίνακα των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 ΚΠολΔ και μπορεί να είναι κατά κανόνα οικονομολόγος-λογιστής ή νομικός.
Έργο του εκκαθαριστή: Στα έργα του εκκαθαριστή περιλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλισή της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η πρόσφορη εκποίησή της, η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και των γενικών προνομιούχων (αρθ. 9 παρ. 1 και 3) και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών(αρθ. 9 παρ. 1). Τέτοια έργα που το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει είναι ειδικότερα: η διαχείριση (ενδεχομένως και με τη σύμπραξη του οφειλέτη) της υπό εκποίηση περιουσίας (αρθ. 17 παρ. 1 και 18 παρ. 1 ΠτωχΚ), η λήψη συντηρητικών μέτρων υπέρ των πιστωτών (αρθ. 66 παρ. 2 ΠτωχΚ), η ενημέρωση του φακέλου που τηρείται στα δικαστήρια σχετικά με τη ρύθμιση και την πορεία της(αρθ. 69 ΠτωχΚ), η κατάθεση εισπραχθέντων χρημάτων σε έντοκο λογαριασμό (αρθ. 69 ΠτωχΚ), η νομιμοποίηση ως μη δικαιούχου διαδίκου σε συγκεκριμένες δίκες του οφειλέτη αναφερόμενες στην υπό εκποίηση περιουσία ή σε αξιώσεις του κατά τρίτων προσώπων, η ευδοκίμηση των οποίων θα επαυξήσει τα περιουσιακά του στοιχεία άρθρο (17 παρ. 4 ΠτωχΚ) εφαρμοζόμενη αναλόγως.
– Τα πιο πάνω καθήκοντα του εκκαθαριστή πρέπει να προσδιορίζεται ειδικά στο σκεπτικό και διατακτικό της απόφασης.
  -Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται και στον εκκαθαριστή (αρθ. 9 παρ. 1 εδ. τελευταίο) προσαρμοζόμενες αναλόγως. Ειδικότερα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, περί
                             48
του δικαιώματος αποποίησης και περί αντικατάστασής του συνδίκου των αρθ. 64  και 79 ΠτωχΚ, η οποία θα γίνει από το ειρηνοδικείο αυτεπάγγελτα, ή μετά από σχετική αίτηση πιστωτή ή του οφειλέτη, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (βλ. λεπτομέρειες σε Μπρακατσούλα «Η Εκούσια Δικαιοδοσία» σελ. 366 επ.). Επίσης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αντιμισθίας του συνδίκου  (αρθ. 81 Πτωχ.Κ ), η οποία θα αφαιρείται από τα διανεμόμενα ποσά και θα επιβαρύνει τελικά τον οφειλέτη και τους πιστωτές, οι διατάξεις περί αστικής ευθύνης του(αρθ. 80 Πτωχ.Κ ), περί σύνταξης πίνακα διανομής μετά την εκποίηση ακινήτου (αρθ. 153 ΠτωχΚ)κλπ. Αντίθετα δεν μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής, είτε γιατί υπάρχει ειδική ρύθμιση στο νόμο είτε λόγω του ιδιομορφίας του θεσμού της πτώχευσης των φυσικών προσώπων, οι διατάξεις περί απογραφής της η περιουσίας του οφειλέτη(68 ΠτωχΚ), αφού γίνεται απ’ αυτόν πριν τη συζήτηση της αίτησής του, περί εξέτασης των εμπορικών βιβλίων και σύνταξης ισολογισμού(76 ΠτωχΚ), περί συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας (78 ΠτωχΚ) , περί πρόσκλησης των πιστωτών για αναγγελία (89
ΠτωχΚ), αφού η πρόσκληση γίνεται από τον οφειλέτη κατ’ αρθ. 5 παρ. 1, περί συμμετοχής του συνδίκου στη διαδικασία επαλήθευσης πιστώσεων (93 ΠτωχΚ), αφού η επαλήθευση γίνεται από το δικαστήριο κατ’ αρθ. 8 παρ. 1 (βλ. και Κιουπτσίδου).
 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Για τη διαδικασία εκποίησης των κινητών και ακινήτων του οφειλέτη δεν περιέχεται ειδική ρύθμιση στο νόμο. Επομένως με βάση τη διάταξη του αρθ. 15  θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα των αρθ. 146-150, με την επισήμανση ότι, επειδή στη διαδικασία της ρύθμισης  δεν προβλέπεται το όργανο του εισηγητή, οι σχετικές αρμοδιότητες κατανέμονται ανάλογα με τη φύση των επί μέρους πράξεων και ενεργειών στο ειρηνοδικείο και τον εκκαθαριστή. Ειδικότερα  η εκποίηση θα γίνει με άδεια του δικαστηρίου, η οποία θα περιέχεται στην  απόφαση περί ρύθμισης, πράγμα εφικτό αφού τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι γνωστά και για την αξία τους θα διεξάγεται αμέσως απόδειξη κατά τη συζήτηση  της αίτησης. Έτσι με την απόφαση θα διατάσσεται η εκποίησή τους και θα ορίζεται ο τρόπος που θα γίνει, δηλαδή με πώληση , με έγγραφες προσφορές προς τον εκκαθαριστή (στη θέση του εισηγητή αρθ. 149 ΠτωχΚ), ή με πλειστηριασμό ενώπιον συμβολαιογράφου (άρθ. 77, 146, 147 και 149 επ. ΠτωχΚ). Ο
πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου θα επιβαρύνει με επιπλέον έξοδα τη διαδικασία, γι’ αυτό  σκόπιμο είναι να διατάσσεται όταν αυτά έχουν σημαντική αξία. Επίσης η σχετική διάταξη της απόφασης θα πρέπει να περιλαμβάνει την αξία των υπό εκποίηση πραγμάτων, τον τόπο και χρόνο εκποίησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και τις απαραίτητες
                          49

δημοσιεύσεις (αρθ. 77 και 148 ΠτωχΚ). Όσον αφορά την τιμή πρώτης προσφοράς αυτή θα καθορίζεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των  αρθ. 954 και 993 ΚΠολΔ στα 2/3 της αξίας
των κινητών και της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, με δυνατότητα αναπροσαρμογής και επανακαθορισμού από το δικαστήριο με νέα απόφαση μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή κατ’ αρθ. 966 σε συνδιασμό με τα αρθ. 150 ΠτωχΚ και 758 ΚΠολΔ(βλ. και Κιουπτσίδου). Επί εκποίησης κινητών με πώληση κατ’ αρθ. (άρθ. 77 και 146 ΠτωχΚ) θα τύχει ανάλογης εφαρμογής οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του αρθ. 77 ΠτωχΚ χωρίς τα οριζόμενα για τον εισηγητή (άδεια, έγκριση προσφορών κλπ), ειδικά δε όσον αφορά και την προβλεπόμενη άδεια στη θέση της μπορεί να συνταχθεί έκθεση του εκκαθαριστή με το οριζόμενο για την άδεια περιεχόμενο, κατ’ αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του αρθ. 148, η οποία θα  δημοσιεύεται(άρθ. 77 παρ. 3),και θα κοινοποιείται κατ’ 146 παρ. 1 ΠτωχΚ. Επίσης ανάλογης εφαρμογής χωρίς τα οριζόμενα για τον εισηγητή (σύνταξη έκθεσης, η οποία μπορεί να γίνει από τον εκκαθαριστή κλπ), θα τύχουν οι διατάξεις των αρθ. 148, 149 και 150 ΠτωχΚ επί εκποίησης ακινήτων. Τέλος εφαρμόζονται και οι διατάξεις του αρθ. 152 ΠτωχΚ για τις ανακοπές κατά της διαδικασίας της εκποίησης αναλόγως προσαρμοζόμενες.
 
ΔΙΑΝΟΜΗ ΠΡΟΣ τους ΠΙΣΤΩΤΕΣ

Όσον αφορά τις διανομές του τιμήματος από την εκποίηση των κινητών και ακινήτων της περιουσίας του οφειλέτη 
ισχύουν τα γενικά και ειδικά προνόμια που προβλέπονται από τα άρθρα 975 και 976, 1007 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από
τη διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 3, το οποίο παραπέμπει και στα άρθρα 159-160 του Πτωχευτικού Κώδικα. Έτσι α) κατ’ απόλυτη προτεραιότητα ικανοποιούνται οι πιστωτές με προνόμια του αρθ. 975 παρ. 3 ΚΠολΔ (δικηγόροι, εργαζόμενοι κλπ) και σ’ όλο το ύψος της απαίτησής τους. β) Ακολουθούν οι πιστωτές με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά προνόμια ή με εμπράγματη ασφάλεια επί του εκποιούμενου  (υποθήκη ή και προσημείωση), οι οποίοι ικανοποιούνται κατ’ αποκλειστικότητα, από το τίμημα του ακινήτου μέχρι την κάλυψη των απαιτήσεών τους. Αν υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες προνομιούχων πιστωτών το τίμημα κατανέμεται κατ’ αρθ. 977 (κατανομή επί συρροής γενικών και ειδικών προνομίων).  γ) Τελευταίοι ικανοποιούνται από το περίσσευμα του τιμήματος του εκποιούμενου  οι ανέγγυοι πιστωτές, στους οποίους διανέμεται συμμέτρως κατά το λόγο της απαίτησής τους. Ως ανέγγυοι θα ικανοποιούνται και οι γενικοί και ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές σε δύο περιπτώσεις : Ι) όταν το τίμημα του εκποιούμενου καλύψει  μέρος μόνον των προνομιούχων απαιτήσεών τους, οπότε για το υπόλοιπο θα
                            50
καταταγούν ως ανέγγυοι (αρθ. 160 παρ. 1 ΠτωχΚ ) και ΙΙ) όταν δεν κατατάγηκαν επωφελώς στο τίμημα από την εκποίηση επειδή αποκλείστηκαν από πιστωτές που είχαν ισχυρότερα προνόμια, όπως αυτοί του αρθ. 975 παρ. 3 ΚΠολΔ (αρθ. 160 παρ. 3 ΠτωχΚ ).
-Στην παρ. 3 του αρθ. 9 περιέχεται ειδική ρύθμιση για τους  γενικούς και ειδικούς προνομιούχους πιστωτές για την περίπτωση που αποφασίστηκε ρύθμιση με μηνιαίες
καταβολές κατ’ αρθ. 8 παρ. 2 και έγιναν τέτοιες πριν την εκποίηση ακινήτου και τη διανομή του τιμήματος, πράγμα που στην πράξη θα είναι το συνηθέστερο λόγω του χρονοβόρου της διαδικασίας της εκποίησης. Συγκεκριμένα όρισε ότι οι πιστωτές αυτοί συντρέχουν στη διανομή των μηνιαίων καταβολών στο σύνολο των απαιτήσεών τους (προνομιούχων και μη)και κατά το λόγο τους, συγχρόνως δε παραπέμπει σε ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των αρθ. 159 και 160 του ΠτωχΚ . Έτσι αν στη συνέχεια καταταγούν στο τίμημα από την εκποίηση των ακινήτων για το σύνολο των προνομιούχων απαιτήσεών τους, το οποίο και θα εισπράξουν, οι ανέγγυοι θα υποκατασταθούν στη θέση τους κατά τα ποσά που εισέπραξαν από τις μηνιαίες καταβολές (αρθ. 159 του ΠτωχΚ). Αν οι πιστωτές αυτοί εισέπραξαν από την προνομιακή κάλυψη μέρους των απαιτήσεών τους από το τίμημα του ακινήτου και από τις μηνιαίες καταβολές, ποσό μεγαλύτερο αυτού της οριστικής τους αναλογίας, δηλαδή αυτού που τους αναλογεί με βάση τις ρυθμίσεις, τότε οι ανέγγυοι πιστωτές θα υποκατασταθούν στη θέση τους κατά τα επιπλέον της οριστικής τους αναλογίας ποσά που εισέπραξαν από τις μηνιαίες καταβολές (αρθ. 160 παρ. 2 του ΠτωχΚ).
Λόγω της πολυπλοκότητας του τρόπου διανομών θα πρέπει ο εκκαθαριστής να συντάσσει  πίνακας διανομής των ποσών που θα αποφέρει η εκποίηση των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 153 παρ. 1 ΠτωχΚ, ο οποίος θα κοινοποιείται στους πιστωτές. Αναλογική εφαρμογή δεν μπορεί να έχουν οι διατάξεις της παρ. 2 του αρθ. αυτού περί κήρυξης του τίτλου εκτελεστού από τον εισηγητή και περί δημοσιεύσεων. Τέλος εφαρμόζεται και η διάταξη του αρθ. 161 ΠτωχΚ για την  ανακοπή κατά του πίνακα διανομής αναλόγως προσαρμοζόμενη (βλ. και Κιουπτσίδου).
άρθρο 9 παρ. 2 Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Α. Προϋποθέσεις:
1)  Πρόταση του οφειλέτη στο δικαστήριο εκκαθάρισης με αίτημα την εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του.
2) Η πραγματική χρησιμοποίηση του ακινήτου ως κύριας κατοικίας από τον οφειλέτη και την οικογένειά του. Κατ’ εξαίρεση και αν ακόμη ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε
ξένο ακίνητο μπορεί να εξαιρεθεί από την εκποίηση το μοναδικό ακίνητό του που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
                       51
κατοικία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο σύζυγός του δε διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτή της εκμίσθωσης του δικού του διαμερίσματος με μεγαλύτερο μίσθωμα απ’ αυτό που πληρώνει σε ξένο διαμέρισμα ή αυτή που το έχει εκμισθώσει ή παραμένει ακατοίκητο λόγω της διαμονής του σε άλλη πόλη.
 3)Να μην υπερβαίνει το ακίνητο το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%.

Β. Περιεχόμενο της ρύθμισης:
 Εάν υπάρχει πρόταση του οφειλέτη και πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις του νόμου, το δικαστήριο προβαίνει στη ρύθμιση έτσι ώστε οι απαιτήσεις των πιστωτών να ικανοποιηθούν μέχρι συνολικό ποσό ανερχόμενο στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας  κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο κατά το χρόνο της ρύθμισης. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος, η δε εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αυτό προσδιορίζεται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δ’ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9, και πάντως χωρίς ανατοκισμό.
Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο της κύριας κατοικίας ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές που γίνονται σε εκτέλεση της συγκεκριμένης ρύθμισης. Για τη διάρκεια της τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της συνολικής οφειλής, που θα οριστεί για την εξαίρεση εκποίησης της κύριας κατοικίας, λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια των τυχόν συμβάσεων με τις οποίες χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος εξόφλησης δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να
υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Συνήθως θα ορίζεται μικρότερη, θα είναι όμως, κατά κανόνα, αρκετά μεγαλύτερη από την περίοδο των τεσσάρων ετών που προβλέπεται από το άρθρο 8.
Με την απόφασή του, που θα περιέχει διάταξη για εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση, το δικαστήριο θα καθορίζει το συνολικό καταβλητέο σε δόσεις ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το 85% της πραγματικής αξίας της κατοικίας, το ύψος της κάθε δόσης, που θα είναι μηνιαία, το χρονικό διάστημα αποπληρωμής όχι πέραν της 20ετίας, το χρόνο έναρξης των καταβολών ενόψει της δυνατότητας χορήγησης περιόδου χάριτος και το επιτόκιο.
Γ. ΣΕΙΡΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
-Από τις σταδιακές καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι πιστωτές που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο της κατοικίας, όχι όμως και οι γενικοί προνομιούχοι, όπως συμβαίνει επί εκποίησης άλλου ακινήτου του οφειλέτη (αρθ. 9 παρ. 1).
                             52
Όταν καλυφθούν από τις μηνιαίες καταβολές οι απαιτήσεις τους, μαζί με τους παραγόμενους τόκους, εάν βεβαίως η εμπράγματη ασφάλεια καλύπτει και το ποσό αυτών,
ικανοποιούνται πλέον συμμέτρως από τις υπόλοιπες δόσεις όλοι οι πιστωτές.
Δ. ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ – ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΥΤΩΝ

-Σκοπός της ρύθμισης, όπως αυτός συνάγεται από το όλο περιεχόμενό της και συγκεκριμένα από την πρόβλεψη της κατά προτεραιότητα ικανοποίησης των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο της κατοικίας και τα ανώτατα όρια του καταβλητέου ποσού και του χρόνου εξόφλησης, που είναι αντίστοιχα  το 85% της αξίας της κατοικίας και τα 20 έτη, είναι πέραν της διατήρησης από τον οφειλέτη και την οικογένειά του της κύριας κατοικίας τους, η παράλληλη ικανοποίηση βασικά των πιστωτών που συνέβαλαν με τη δανειοδότηση στην απόκτησή της, αφού
αυτοί συνήθων θα έχουν εξασφαλίσει την απαίτησή τους από το δάνειο με εμπράγματη ασφάλεια στην κατοικία. Παράλληλα
με τους πιστωτές αυτούς θα ικανοποιηθούν, επίσης κατά προτεραιότητα και εκείνοι που έχουν επίσης εμπράγματη ασφάλεια στην κατοικία ανεξάρτητα αν τα προς αυτούς χρέη συνδέονται με την κτήση της. Τέλος και αφού καλυφθούν οι απαιτήσεις, μαζί με τους παραγόμενους τόκους τους, των δύο αυτών  κατηγοριών πιστωτών,  θα ικανοποιηθούν οι γενικοί προνομιούχοι και οι υπόλοιποι πιστωτές  συμμέτρως όμως, από τις υπόλοιπες δόσεις που τυχόν θα οριστούν.
– Πρέπει να επισημανθεί ότι, εφόσον υποβληθεί αίτημα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, η ρύθμιση του  αρθ. 9 παρ. 2 δεν αποκλείει αυτή του άρθρ. 8 παρ. 2, αντίθετα θα υπάρξουν στην ίδια απόφαση δύο ρυθμίσεις με καταβολές, η μία για καταβολές  επί 4ετία και η δεύτερη  για καταβολές μέχρι 20ετία, δηλαδή για να διασώσει ο οφειλέτης την κύρια κατοικία του θα του επιβληθεί πρόσθετο χρέος. Οι δύο ρυθμίσεις παρουσιάζουν ομοιότητες κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους αλλά και διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, οι απαιτήσεις των ανέγγυων και των γενικών προνομιούχων πιστωτών που ικανοποιούνται από τις καταβολές  επί 4ετία  υπολογίζονται όπως διαμορφώθηκαν και παύουν να παράγουν τόκους, με εξαίρεση αυτές που είναι εξασφαλισμένες με            
ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (αρθ. 6 παρ. 3), οι οποίες εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της αίτησης,  ενώ αυτές που ικανοποιούνται από τις καταβολές  μέχρι 20ετία  είναι κατά τη διάρκεια της ρύθμισης όλες τοκοφόρες (αρθ. 9 παρ. 2 εδ. γ’). Διαφορετικός είναι και ο τρόπος της ανατροπής των δύο ρυθμίσεων, με έκπτωση αυτή του άρθρ. 8 παρ. 2 και καταγγελία αυτή του αρθ. 9 παρ. 2.  Τέλος ανεξάρτητη είναι και η κατά τη ρύθμιση του αρθ. 8 παρ. 2 απαλλαγή του οφειλέτη απ’ αυτή της ρύθμισης του αρθ. 9 παρ. 2 (βλ. παρακάτω).
                        53
 -Έτσι η ρύθμιση για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας, δεν είναι ανεξάρτητη απ’ αυτές των μηνιαίων καταβολών επί τετραετία του άρθρ. 8 παρ. 2 και της ικανοποίηση των πιστωτών μέσω ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη κατ’ αρθ. 9 παρ. 1, με την έννοια ότι  μπορούν να συνδυαστούν ανά δύο ή και οι τρεις μαζί.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ  ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ – ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (ΑΡΘ. 11)
1Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Να μην υπάρχει κύρια κατοικία, ή να μην υπάρχει πρόταση διάσωσης της κύριας κατοικίας ή να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις εξαίρεσης (αξία μεγαλύτερη του αφορολόγητου ορίου απόκτησης πρώτης κατοικίας + 50 %). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα προχωρήσει σε ρύθμιση: α)με 4ετείς καταβολές που αρχίζουν αμέσως από τη δημοσίευση της απόφασης, η δε ικανοποίηση των πιστωτών γίνεται συμμέτρως, β) σε συνδιασμό ενδεχομένως με  εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.
Απαλλαγή επέρχεται με την τήρηση της 4ετούς ρύθμισης με την επιφύλαξη της εκποίησης αν δεν έχει ολοκληρωθεί.
2η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Να υπάρχει πρόταση διάσωσης της κύριας κατοικίας και πιστωτές με εμπράγματη ασφάλεια σ’ αυτή(συνήθως τράπεζες )που εξαντλούν το 85% της αξίας της, (μοναδική περίπτωση που η ρύθμιση είναι συμφέρουσα για τον  οφειλέτη), καθώς και άλλοι πιστωτές (ανέγγυοι ή και προνομιούχοι). Στην
περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα προχωρήσει: α) σε ρύθμιση με  καταβολές μέχρι το 85% της αξίας της κατοικίας και μέχρι 20 χρόνια, για την ικανοποίηση των πιστωτών με εμπράγματη ασφάλεια στην κατοικία, β) επειδή δεν υπάρχουν περιθώρια ικανοποίησης των υπολοίπων πιστωτών (προνομιούχων και ανέγγυων) από τις προηγούμενες υπό α’ καταβολές, αυτοί θα ικανοποιηθούν κατά τον πιο πάνω τρόπο της 1ης περίπτωσης, δηλαδή με παράλληλη ρύθμιση με 4ετείς καταβολές και τυχόν εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Θα πρέπει όμως να προβλεφθεί περίοδος χάριτος ώστε να μη συμπέσουν κατά το δυνατόν οι δύο ρυθμίσεις  μηνιαίων καταβολών ( των αρθ, 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2), γεγονός που θα έχει ως συνέπεια οι καταβολές μέχρι το 85% της αξίας της κατοικίας του 9 παρ. 2 να οριστούν για χρόνο μικρότερο της 20ετίας. Απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται με την τήρηση της 4ετούς ρύθμισης και την επιφύλαξη της εκποίησης αν δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς και της τήρησης της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας, με την ολοκλήρωση της οποίας επέρχεται απαλλαγή και ως προς  του εμπραγμάτως ασφαλισμένους.

3η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Να υπάρχει πρόταση διάσωσης της κύριας κατοικίας και πιστωτές με εμπράγματη ασφάλεια σ’ αυτή που δεν εξαντλούν
                           54
το 85% της αξίας της, (πχ επειδή έχει εξοφληθεί σημαντικό μέρος του δανείου ή το δάνειο είναι μικρότερο του ποσού αυτού του 85%), καθώς και άλλοι πιστωτές (ανέγγυοι ή προνομιούχοι), που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως οι απαιτήσεις τους από 4ετείς καταβολές και την εκποίηση περιουσιακού στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα προχωρήσει σε ρύθμιση: α) με 4ετείς καταβολές και εκποίηση τυχόν ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Β) με  καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, από τις οποίες θα ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα οι πιστωτές  με εμπράγματη ασφάλεια στην κατοικία. Γ) με  καταβολές χρονικά μεταγενέστερες της ικανοποίησης των αμέσως προηγούμενων (εμπραγμάτως ασφαλισμένων), μέχρι την εξάντληση του 85% της αξίας της κατοικίας και μέχρι 20 χρόνια, για την ικανοποίηση των ανέγγυων ή λοιπών προνομιούχων κατά το μέρος που δεν ικανοποιήθηκαν από τις 4ετείς καταβολές ή και την τυχόν εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Σε περίπτωση επιλογής του συνδυασμού   και των δύο ρυθμίσεων των σταδιακών καταβολών θα πρέπει το δικαστήριο κατά τον καθορισμό του ύψους των δόσεων να επιδιώκει να είναι μέσα στις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, με ενδεχόμενη επιμήκυνση της διάρκειας των καταβολών του αρθ. 9 παρ. 2, ακόμη δε να αξιοποιήσει την πρόβλεψη του νόμου για περίοδο χάριτος έτσι ώστε οι καταβολές για τη διάσωση της κατοικίας να μετατεθούν χρονικά όσο είναι δυνατόν ώστε να μη συμπίπτουν για κάποια περίοδο με τις καταβολές της 4ετίας, που αρχίζουν αμέσως από τη δημοσίευση της απόφασης.
Απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται με την τήρηση της 4ετούς ρύθμισης για όσους πιστωτές οι απαιτήσεις τους ικανοποιήθηκαν πλήρως, με την επιφύλαξη της εκποίησης αν δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς και της τήρησης της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας, με την ολοκλήρωση της οποίας επέρχεται απαλλαγή και ως προς  του εμπραγμάτως ασφαλισμένους, καθώς και τους υπολοίπους (ανέγγυους ή προνομιούχους) των οποίων οι απαιτήσεις δεν είχαν  ικανοποιηθεί πλήρως με τις 4ετείς  καταβολές.
4η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Να υπάρχει πρόταση διάσωσης της κύριας κατοικίας και μόνο πιστωτές χωρίς εμπράγματη ασφάλεια σ’ αυτή. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα προχωρήσει σε ρύθμιση: α) με 4ετείς καταβολές από τις οποίες θα ικανοποιηθούν συμμέτρως όλοι οι πιστωτές, και εκποίηση τυχόν ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων και β) με  καταβολές μέχρι το 85% της αξίας της κατοικίας και μέχρι 20 χρόνια, από τις οποίες θα ικανοποιηθούν συμμέτρως όλοι οι πιστωτές, κατά το μέρος που οι απαιτήσεις τους δεν ικανοποιήθηκαν από τις 4ετείς καταβολές και την τυχόν εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Απαλλαγή
                        55

του οφειλέτη επέρχεται με την τήρηση της 4ετούς ρύθμισης για όσους πιστωτές οι απαιτήσεις τους ικανοποιήθηκαν πλήρως, με την επιφύλαξη της τήρησης της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας, με την ολοκλήρωση της οποίας επέρχεται απαλλαγή και ως προς  τους υπόλοιπους  πιστωτές.
-Σ’ όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, εφόσον στη ρύθμιση περιλαμβάνεται και εκποίηση ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων,  κατά  τον προσδιορισμό του  αριθμού  και ύψους των μηνιαίων καταβολών θα πρέπει ληφθεί υπόψη και το ποσό από το αναμενόμενο τίμημα της εκποίησης, όπως αυτό θα προσδιοριστεί με την απόφαση, καθώς και ότι οι διανομές από το αναμενόμενο τίμημα της εκποίησης θα είναι μικρότερες για τους πιστωτές με εμπράγματη ασφάλεια στην κατοικία, αφού συντρέχουν στην προνομιακή ικανοποίηση με τους έχοντες γενικό προνόμιο, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο να αποκλειστούν από έχοντες ισχυρότερα προνόμια  (αρθ. 9 παρ. 1 νόμου, 977 και 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, βλ. παραπάνω).

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 Με βάση τα παραπάνω  το δικαστήριο για να καταλήξει σε κρίση σχετικά με το καταβλητέο μηνιαία ποσό για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη του, την εμπορική αξία της κατοικίας, το απομένον υπόλοιπο για την εξόφληση των δανείων με εμπράγματη ασφάλεια επί της κατοικίας, το χρόνο που απομένει για τη λήξη τους, τα χρέη του οφειλέτη προς άλλους πιστωτές (γενικοί προνομιούχοι και ανέγγυοι), τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη και την ύπαρξη άλλων εκτός της κατοικίας ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Με την απόφασή του το δικαστήριο θα καθορίσει το καταβλητέο ποσό
των μηνιαίων δόσεων για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών με εμπράγματες ασφάλειες στην κατοικία  όπως αυτές θα διαμορφωθούν με τον εκτοκισμό τους, για τον οποίο θα ορίσει και το επιτόκιο, επίσης θα καθορίσει το ποσό και τη χρονική  διάρκεια των δόσεων που θα ακολουθήσουν  για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των
υπολοίπων πιστωτών (προνομιούχοι και ανέγγυοι) εφόσον υπάρχουν τέτοιοι και όλα αυτά μέσα στα όρια που τάσσονται από το αρθ. 9 παρ. 2 , δηλαδή αυτά του 85% της αξίας της κατοικίας και της 20ετίας. Ακόμη θα πρέπει να ορίσει το χρόνο έναρξης των καταβολών, που μπορεί να μη συμπίπτει με τη δημοσίευση της απόφασης, εφόσον χορηγηθεί περίοδος χάριτος.

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘ. 9 ΠΑΡ. 2.
                   56

Ο νομοθέτης δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα επί της ρύθμισης με μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Όμως η ρύθμιση αυτή δε διαφέρει κατά τα ουσιώδη στοιχεία της αυτής του αρθ. 8 παρ. 2, επί της οποίας παρέχεται ρητά η δυνατότητα τροποποίησης. Ενδέχεται δε να συμβούν μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης ή των εισοδημάτων του οφειλέτη τέτοιας σημασίας που να επηρεάζουν και να δικαιολογούν την τροποποίηση και της ρύθμισης  του αρθ. 9
παρ. 2. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτή η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 8 παρ. 4 και στη ρύθμιση των μηνιαίων καταβολών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Εξάλλου η τροποποίηση της ρύθμισης μπορεί να επιτευχθεί με  τη μεταρρύθμιση της απόφασης κατ’ εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 758 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται σ’ όλες τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, και τις μη γνήσιες, εφόσον δεν περιέχεται αντίθετη ειδική ρύθμιση στο νόμο που να απαγορεύει τη μεταρρύθμιση της απόφασης για τη ρύθμιση (αντιθ. Γ. Ευστρατιάδης). Με δεδομένο όμως ότι επί της ρύθμισης με μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα πρέπει ο οφειλέτης να καταβάλει το 85% της αξίας της, εφόσον το χρέος του είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 85%, τροποποίηση της ρύθμισης είναι νοητή μόνο με αυξομείωση των  μηνιαίων καταβολών και του χρόνου τους, εφόσον βέβαια με την αρχική ρύθμιση δεν εξαντλείται η 20ετία.
Η εκτελεστότητα της απόφασης
Στο αρθ. 9 του νόμου δεν περιέχεται διάταξη αντίστοιχη αυτής του αρθ. 8 παρ. 6 σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης. Θα πρέπει δε να γίνει δεκτή η ανάλογη εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι ρυθμίσεις των αρθ. 8 και 9 δε διαφέρουν κατά τα ουσιώδη στοιχεία  τους. Επομένως και η απόφαση που θα ορίζει μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση κύριας κατοικίας είναι αμέσως από τη δημοσίευσή της εκτελεστή και ως προς τη διάταξή της αυτή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της. Εφόσον έχει οριστεί περίοδος χάριτος η εκτελεστότητα αρχίζει από τη λήξη της περιόδου αυτής.
Η χορηγηθείσα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 1 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης που διαπιστώνει την απαλλαγή του οφειλέτη κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 με την κανονική τήρηση και της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας.
 Δικαστική δαπάνη
Και για τη δικαστική δαπάνη δεν περιέχεται ρύθμιση στο αρθ. 9 του νόμου. Και για το θέμα αυτό πρέπει θα να γίνει δεκτό ότι ισχύει αναλογικά το άρθρο 8 παρ. 6 εδ. β’ όταν

                             57
η απόφαση περιέχει και διατάξεις για εκποίηση ή για τη διάσωση κύριας κατοικίας.
 ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ- ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

 Με τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 2 εδ. γ’ παρέχεται το δικαίωμα στον πιστωτή να καταγγείλει τη ρύθμιση για διάσωση της κύριας κατοικίας αν υπάρχει καθυστέρηση καταβολής τουλάχιστον τεσσάρων μηνιαίων δόσεων. Ο πιστωτής μπορεί μετά την καταγγελία να κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προβαίνοντας σε κατάσχεση της κατοικίας. Αντίστοιχη είναι η διάταξη του αρθ. 11 παρ. 2, με την οποία προβλέπεται η έκπτωση του ασυνεπούς οφειλέτη ως προς την  τήρηση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με τη ρύθμιση του αρθ. 8. Η έκπτωση αυτή επέρχεται μετά από καθυστέρηση των μηνιαίων δόσεων για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και απαγγέλλεται με                       διαπλαστική δικαστική απόφαση μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή, ισχύει δε έναντι όλων των πιστωτών (βλ. ειδικότερα παρακάτω κάτω από τη διάταξη του αρθ. 11). Έτσι και για τις δύο ρυθμίσεις μηνιαίων καταβολών των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 προβλέπεται η ανατροπή τους, με διαφοροποίηση ως προς τις προϋποθέσεις (τρίμηνη, τετράμηνη καθυστέρηση) και τον τρόπο (έκπτωση, καταγγελία). Η δικαστική απόφαση περί ρύθμισης των οφειλών και στις δύο περιπτώσει ρυθμίσεων,  έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και ισχύει έναντι όλων των πιστωτών που μετέχουν στη ρύθμιση. Διαπλαστική επίσης ενέργεια έχει η απόφαση η οποία απαγγέλλει την έκπτωση του οφειλέτη, καθώς και η καταγγελία με τη διαφορά ότι η διάπλαση εδώ είναι εξώδικη, δεν απαιτείται δηλαδή από το νόμο δικαστική απόφαση. Η ανατροπή επομένως των δύο ρυθμίσεων, με έκπτωση της πρώτης και καταγγελία της δεύτερης, δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο πιστωτή ως προς τον οποίο ήταν ασυνεπής ο οφειλέτης, αλλά τη ρύθμιση των
χρεών γενικά που έγινε ως προς όλους τους πιστωτές. Επομένως  ισχύει έναντι όλων των πιστωτών, των οποίων οι
απαιτήσεις περιλαμβάνονται στη δικαστική ρύθμιση για τη διάσωση της κατοικίας του αρθ. 9 παρ. 2 (βλ. Κρητικό για την έκπτωση από τη ρύθμιση σελ. 174 αριθ. 25). Ως προς τους υπόλοιπους πιστωτές, δηλαδή εκείνους των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιληφθεί μόνο στη ρύθμιση του αρθ. 8 παρ. 2,  δεν επέρχεται με την καταγγελία ανατροπή της ρύθμισης, αφού η καταγγελία αφορά μόνο τη ρύθμιση για τη διάσωση της κατοικίας, που είναι ανεξάρτητη της ρύθμισης του αρθ. 8,  και συνεπώς δεν μπορούν να επιχειρήσουν εκτέλεση κατά της κύριας κατοικίας και ισχύει ως προς αυτούς η χορηγηθείσα κατ’ αρθ. 6 παρ. 1 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, μετά δεν την απόφαση περί
απαλλαγής του οφειλέτη αρθ. 11 παρ. 1, αν επιχειρήσουν εκτέλεση θα αποκρουστούν  από τον οφειλέτη με την ανακοπή του αρθ. 933 ΚΠολΔ λόγω έλλειψης απαίτησης κατ’ αυτού.
                           58
    -Αποτελέσματα της καταγγελίας είναι η ανατροπή της ρύθμισης της εξαίρεσης της κύριας κατοικίας ως προς τους πιστωτές που περιλαμβάνονται στη δικαστική ρύθμιση αυτή, με παραπέρα συνέπειες την αναβίωση των απαιτήσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που θα είχαν παραχθεί των απαιτήσεων εκείνων των πιστωτών (ανέγγυων), των οποίων είχε παύσει η τοκογονία (ανάλογη εφαρμογή του αρθ. 11 παρ. 3) και την ανάληψη των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη. 
  -Η καταγγελία ασκείται με μονομερή δήλωση οποιουδήποτε από τους πιστωτές αυτούς απευθυντέα προς τον οφειλέτη, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται αμέσως με την περιέλευσή της στον οφειλέτη, οπότε τελειούται και αποκτά νομική ενέργεια κατ’ αρθ. 167 ΑΚ.
 Τα αποτελέσματα όμως αυτά της καταγγελίας εξαρτώνται από το κύρος της καταγγελίας, που θα κριθεί δικαστικά αν αμφισβητηθεί είτε με την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, είτε με αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης, της οποίας προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη έγκυρης καταγγελίας και η συνεπεία αυτής ανατροπή της ρύθμισης. Η αμφισβήτηση μπορεί να αφορά : α) τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου υπό τις οποίες χορηγείται το                  δικαίωμα καταγγελίας (η καθυστέρηση περισσοτέρων από τεσσάρων διαδοχικών μηνιαίων καταβολών) και β) τη νομότυπη άσκησή της (πχ, σαφήνεια δήλωσης βούλησης,  ανακοίνωσή της στο οφειλέτη αρθ. 167 ΑΚ).  Η  υπαιτιότητα του οφειλέτη δεν αναφέρεται ως προϋπόθεση της καταγγελίας στο νόμο, αρκεί δηλαδή απλή και όχι υπαίτια καθυστέρηση και συνεπώς η ρύθμιση μπορεί να καταγγελθεί ανεξάρτητα αν η καθυστέρηση οφείλεται σε υπαιτιότητα ή μη του οφειλέτη.  Όμως λόγω της επαχθούς για τον οφειλέτη συνέπειας της καταγγελίας, δηλαδή αυτής της ρευστοποίησης της κύριας κατοικίας του θα πρέπει να γίνει δεκτή η επίκληση ακυρότητας της καταγγελίας ως καταχρηστικής στις εξαιρετικές περιπτώσεις που η καθυστέρηση οφείλεται σε σοβαρούς προσωπικούς λόγους του οφειλέτη, όπως σοβαρά προβλήματα υγείας του ίδιου ή μέλους της οικογένειάς του, που προκάλεσαν πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία να εκπληρώσει έγκαιρα τις υποχρεώσεις του από τη ρύθμιση,
εφόσον, όμως, μετά την εξάλειψη των προβλημάτων είναι συνεπής και συνεχίζει τις καταβολές που προβλέπονται από
τη ρύθμιση, ή υπάρχουν περιθώρια τροποποίησης  της ρύθμισης με μείωση των  μηνιαίων καταβολών και παράλληλη αύξηση του αριθμού της διάρκειας της ρύθμισης (βλ. για τη δυνατότητα αυτή παραπάνω). Μόνιμη αδυναμία δεν μπορεί να προβληθεί, γιατί η ρύθμιση για τη διάσωση της κατοικίας του αρθ. 9 παρ. 2 δεν επιδέχεται τροποποίηση ως προς το ύψος του ποσού των καταβολών, που φθάνει μέχρι το 85% της αξίας της κατοικίας και αποτελεί προϋπόθεση της ρύθμισης.

                                                  59
Αρθρο 10
Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης

 1. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα
περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει
με την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την
περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια, την οποία μπορεί να επικαλεσθεί με αίτηση του οποιοσδήποτε πιστωτής, εφόσον δεν έχει παρέλθει ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε,
συνεπάγεται, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του
αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση
από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί. Η αίτηση
αυτή μπορεί να υποβληθεί μέχρι και δύο έτη μετά την επέλευση της απαλλαγής
του οφειλέτη από οφειλές του. Πριν από την πάροδο δύο ετών από την απόρριψη,
για την αιτία αυτή, αίτησης του οφειλέτη ή την έκπτωση του είναι απαράδεκτη η
υποβολή νέας αίτησης.
2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιτρέπει στους πιστωτές την πρόσβαση σε
στοιχεία που απεικονίζουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα
εισοδήματα του. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια
μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης
για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή.
3. ΄Υστερα από αίτηση πιστωτή στον οποίο έχει γίνει η επίδοση που προβλέπεται
στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 και η οποία διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου
Εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος
είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή
κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη.
1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ της ΡΥΘΜΙΣΗΣ

Ι)Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του αρθ. 10 επιβάλλεται στον οφειλέτη το καθήκον για ειλικρινή δήλωση των περιουσιακών του στοιχείων και εισοδημάτων, καθόλο το διάστημα της διαδικασίας της ρύθμισης που αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης του αρθ. 4 παρ.1, αλλά και την περίοδο της ρύθμισης των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Ειδικότερες μορφές του καθήκοντος αυτού αποτελούν  οι υποχρεώσεις για ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στις καταστάσεις της παρ. 1 του αρθ. 4, για αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης της  παρ. 2β του αρθ. 4, καθώς και για την κατ’ αρθ. 8 παρ. 3 γνωστοποίηση μέσα σ’ ένα μήνα στη γραμματεία του ειρηνοδικείου κάθε μεταβολής κατοικίας, εργασίας και αλλαγής εργοδότη, καθώς και κάθε αξιόλογης βελτίωσης των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται στο ειρηνοδικείο σχετικά με την αίτησή του και την πορεία της ρύθμισης (για την τελευταία βλ. ειδικότερα κάτω από το αρθ. 8).
                         60
Συνέπειες παράβασης υποχρεώσεων:
Η παράβαση των υποχρεώσεών του αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια έχει τις παρακάτω συνέπειες.
Α)απόρριψη αίτησης ρύθμισης χρεών.
Β)έκπτωση από τη ρύθμιση.
Γ)έκπτωση από την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 χρόνια μετά την επέλευσή της, δηλαδή 2 χρόνια μετά τη λήξη του χρόνου της ρύθμισης  (4ετία ή  μέχρι 20ετία)και την τήρηση της κύριας υποχρέωσης του οφειλέτη για μηνιαίες καταβολές που επιφέρει την απαλλαγή του κατ’ αρθ. 11 παρ. 1.
Διαδικασία- Προθεσμίες
 Η έκπτωση διατάσσεται με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή. Η διάταξη προβλέπει αποσβεστική προθεσμία ενός έτους από την περιέλευση σε  γνώση του πιστωτή του λόγου της έκπτωσης, μέσα στην οποία πρέπει να κατατεθεί και επιδοθεί η αίτηση στον οφειλέτη. Εφόσον η αίτηση ασκηθεί πριν τη συζήτηση της αίτησης για ρύθμιση θα συνεκδικαστεί μ’ αυτή, αφού συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης των χρεών.
ΝΕΑ ΑΙΤΗΣΗ
Με την ίδια διάταξη παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να υποβάλει νέα αίτηση ρύθμισης μετά την απόρριψη της προηγούμενης ή την έκπτωσή του για τις παραπάνω αιτίες. Η νέα αυτή αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο δύο ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης, ή την τελεσιδικία της απόφασης περί έκπτωσης (στην περίπτωση του αρθ. 8 παρ. 1 ο χρόνος είναι ένα έτος). Εφόσον υποβληθεί νωρίτερα απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

2. Άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη
 Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου επιβάλλεται στον οφειλέτη η υποχρέωση να επιτρέπει στους πιστωτές την πρόσβαση σε στοιχεία που απεικονίζουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά του. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης των χρεών. Από δε τη προβλεπόμενη αυτή συνέπεια συνάγεται ότι η παράβασης της υποχρέωσης αυτής του οφειλέτη θα

                          61
προβάλλεται από τους θιγόμενους πιστωτές κατά τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης. Με τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται προθεσμία για την προβολή της παράβασης από τους πιστωτές. Επίσης δεν προβλέπεται δυνατότητα του οφειλέτη να υποβάλει νέα αίτηση ρύθμισης, σε αντίθεση μ’ αυτή της προηγούμενης παραγράφου που προβλέπει τέτοια δυνατότητα μετά την πάροδο δύο ετών. Στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστεί η διάταξη του αρθ. 8 παρ. 1 που παρέχει το δικαίωμα στον οφειλέτη να υποβάλλει νέα αίτηση μετά ένα έτος από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης, αφού και στην περίπτωση αυτή η αίτηση θα απορρίπτεται για ουσιαστικούς λόγους.
3. Υποχρεώσεις τρίτων
Με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 10 επιβάλλεται η υποχρέωση στον εργοδότη του οφειλέτη, στην αρμόδια υπηρεσία και στον αρμόδιο οικονομικό έφορο να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορίες για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη. Απαιτείται όμως η τήρηση ορισμένης διαδικασίας και συγκεκριμένα η υποβολή αίτησης από πιστωτή που μετέχει της διαδικασίας της ρύθμισης, η οποία διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα.
4. Με τη παρ. 3 του άρθρου 8 επιβάλλονται στον οφειλέτη και οι υποχρεώσεις  να εργάζεται σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας (βλ. γι’ αυτές ειδικότερα παραπάνω κάτω από το αρθ. 8 παρ. 3), χωρίς να προβλέπονται συνέπειες για παράβασή τους στη διάταξη αυτή ή σ’ αυτές του αρθ. 10.  Όμως οι υποχρεώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη λειτουργία της ρύθμισης και τους πιστωτές, λόγω και της δυνατότητας τροποποίησης της ρύθμισης με αύξηση ή μείωση των καταβολών. Ενόψει αυτών η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον συνδέεται με παράβαση υποχρεώσεων απ’ αυτές που προβλέπονται από τη διάταξη της παρ. 1 του αρθ. 10 θα πρέπει να έχει τις συνέπειες που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή (βλ. γι’ αυτές παραπάνω ). Σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά του μπορεί να στοιχειοθετεί επανειλημμένη δυστροπία, η οποία δε συνδέεται κατ’ ανάγκη με τη μη εκπλήρωση των χρηματικών καταβολών (βλ. Κρητικό σελ. 172), με συνέπεια την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση κατ’ αρθ. 11 παρ. 2 (βλ. κάτω από το άρθρο αυτό).
Αρθρο 11

Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών 1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με
                                          62
την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8
επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9,
την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των
πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Το
δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί
την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών.
2. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από
τη ρύθμιση οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή
δυστροπεί επανειλημμένα στην τήρηση της ρύθμισης, το δικαστήριο διατάζει την
έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση μετά από αίτηση θιγόμενου πιστωτή που
κατατίθεται το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημιουργία του λόγου
έκπτωσης. Κάθε κλήτευση πραγματοποιείται πριν δεκαπέντε ημέρες.
3. Σε περίπτωση που δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τις οφειλές με τη διαδικασία
του παρόντος νόμου, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος στο
οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του
άρθρου 4. Για τον προσδιορισμό του ύψους των απαιτήσεων αποκλείεται, εφόσον
είχε γίνει δεκτή η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ο ανατοκισμός από
την κοινοποίηση της αίτησης αυτής στους πιστωτές και αφαιρούνται τα ποσά που
έχουν καταβληθεί από τον οφειλέτη. 

1. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ της ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
I)Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών
 Εφόσον  ο οφειλέτης εκπληρώσει κανονικά τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν με την απόφαση περί ρύθμισης του αρ. 8 παρ. 2, 4 και 5, δηλαδή ολοκληρώσει  τις μηνιαίες καταβολές επί μία 4ετία, απαλλάσσεται από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλών έναντι όλων των πιστωτών μετείχαν στη ρύθμιση. Η απαλλαγή πιστοποιείται με απόφαση
του ειρηνοδικείου μετά από αίτηση του οφειλέτη, που θα κοινοποιηθεί στους πιστωτές. Από την παραπάνω διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η απαλλαγή από τα υπόλοιπα των χρεών επέρχεται από και με  την τήρηση της υποχρέωσης της καταβολής των μηνιαίων δόσεων και ως συνέπεια αυτής, για λόγους δε ασφάλειας δικαίου απαιτείται η έκδοση, με την τήρηση της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος, απόφασης που θα πιστοποιεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων και το επελθόν γεγονός της απαλλαγής (βλ. Κρητικό σελ. 28 αριθ. 39).

Έκταση απαλλαγής: Η απαλλαγή ισχύει μόνο έναντι των πιστωτών που συμμετείχαν στη ρύθμιση.
Συνεπώς δεν ισχύει  έναντι των πιστωτών που δε μετείχαν στο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ούτε έναντι αυτών που δεν περιελήφθησαν στην κατάσταση του αρθ. 4 παρ. 1 (αρθ. 4 παρ. 6), ούτε έναντι αυτών που περιελήφθησαν μεν στην κατάσταση, πλην όμως δεν τους επιδόθηκε η αίτηση με την κατάσταση και το σχέδιο και δε μετείχαν τελικά στη ρύθμιση. Η διάταξη του αρθ. 11 παρ. 1 ότι η απαλλαγή ισχύει και «ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους» τέθηκε προφανώς από παραδρομή.
                           63
Μετά  την απαλλαγή αυτή, οι πιστωτές του δεν μπορούν πλέον να ικανοποιήσουν τα υπόλοιπα των απαιτήσεών τους από τα τυχόν νέα περιουσιακά στοιχεία που θα περιέλθουν στον οφειλέτη μετά την παρέλευση της περιόδου των μηνιαίων  καταβολών.
Η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει τις απαιτήσεις που ικανοποιούνται από τη ρύθμιση για μηνιαίες καταβολές προς διάσωση της κύριας κατοικίας μέχρι την αποπληρωμή των δόσεων που ορίσθηκαν για την εξαίρεση από την εκποίησή της. Μέχρι τότε η κατοικία παραμένει υπέγγυα για την κάλυψη των συγκεκριμένων απαιτήσεων και μπορεί να εκπλειστηριαστεί. Επομένως το δικαστήριο θα αναγνωρίσει την απαλλαγή με ρητή αναφορά της συγκεκριμένης επιφύλαξης. Εφόσον ο οφειλέτης τηρήσει και τις υποχρεώσεις του από τη ρύθμιση για την κατοικία μπορεί να υποβάλλει νέα αίτηση και να ζητήσει να πιστοποιηθεί η εκπλήρωση και της υποχρέωσης του αρθ. 9 παρ. 2.
Στο άρθρο αυτό δεν αναφέρεται επιφύλαξη για την περίπτωση που στη ρύθμιση προβλέπεται η ικανοποίηση των πιστωτών και μέσω ρευστοποίησης περιουσίας του οφειλέτη κατ’ αρθ. 9 παρ. 1. Όμως η διαδικασία της εκποίησης είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και ενδέχεται να μην έχει ολοκληρωθεί με τη λήξη της 4ετίας, ή να μην υπάρχουν χρονικά περιθώρια τροποποίησης της ρύθμισης, εφόσον δε επιτευχθεί τελικά η ρευστοποίηση, με αύξηση των μηνιαίων καταβολών ώστε να ικανοποιηθούν τα υπόλοιπα των απαιτήσεων. Έτσι θα πρέπει το δικαστήριο να αναγνωρίσει την απαλλαγή με ρητή αναφορά της συγκεκριμένης επιφύλαξης και το υπό εκποίηση περιουσιακό στοιχείο να παραμένει υπέγγυο για την                           κάλυψη των υπολοίπων των απαιτήσεων, που ικανοποιούνται από τη ρύθμιση της εκποίησης του αρθ. 9 παρ. 1.
Συνέπειες απόρριψης της αίτησης απαλλαγής:
Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο οφειλέτης δε συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του και πιστοποιηθεί με τη δικαστική απόφαση η μη απαλλαγή του, τότε σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 11 αναβιώνει το χρέος, από το οποίο αφαιρούνται τα ποσά που στο μεταξύ έχουν καταβληθεί, μαζί με τους τόκους του (είχε παύσει η τοκογονία κατ’ αρθ. 6 παρ. 3),  χωρίς ανατοκισμό.
ΝΕΑ ΑΙΤΗΣΗ

Δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης ρύθμισης δεν προβλέπεται στη διάταξη αυτή για την περίπτωση της δικαστικής πιστοποίησης της μη απαλλαγής του οφειλέτη. Όμως θα πρέπει να γίνει δεκτή (βλ. και Κρητικός σελ. 177),  κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 10 παρ. 1 σε συνδυασμό και μ’ αυτή του αρθ. 8 παρ. 1, η δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης για ρύθμιση και απαλλαγή, μετά ένα έτος από την τελεσιδικία της απόφασης που πιστοποιεί τη μη απαλλαγή, ενόψει και του ότι η απαγόρευση του αρθ. 1

                         64
παρ. 3 (απαγόρευση δεύτερης απαλλαγής) αναφέρεται στην                              64
περίπτωση που επήλθε απαλλαγή του οφειλέτη με δικαστική πιστοποίηση κατ’ αρθ. 11 παρ. 1 και συνεπώς δεν καταλαμβάνει και την περίπτωση που δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια απαλλαγής.
ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
Περιπτώσεις-Διαδικασία
Με τη δεύτερη παράγραφο  του άρθρου 11 προβλέπεται η έκπτωση του οφειλέτη από τη συνολική διευθέτηση στις εξής περιπτώσεις : α) Όταν αυτός καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του που προβλέπονται από τη βασική ρύθμιση των μηνιαίων καταβολών της 4ετίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Ή β) όταν δυστροπεί επανειλημμένα στην τήρηση της ρύθμισης. Ως δυστροπία νοείται η εκπρόθεσμη καταβολή των δόσεων, που όμως έχει διάρκεια μικρότερη των τριών μηνών, διαφορετικά ισχύει η περ. α’, εφόσον συντρέχει το στοιχείο της επανάληψης. Ή γ) όταν συντρέχουν άλλες περιπτώσεις έκπτωσης οι προβλεπόμενες από τα αρθ.   8 παρ. 3 και 10 παρ. 1 (βλ. γι’ αυτές παραπάνω κάτω από αρθ. 10).
 Η έκπτωση διατάσσεται με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση θιγομένου από την καθυστέρηση ή την επανειλημμένη δυστροπία πιστωτή. Η διάταξη προβλέπει προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης για την κατάθεση της σχετικής αίτησης, ενώ οι κλητεύσεις για την εκδίκασή της πρέπει να πραγματοποιούνται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν την δικάσιμο. Η έκπτωση που επέρχεται είναι γενική έναντι όλων των πιστωτών.
ΝΕΑ ΑΙΤΗΣΗ
Δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης ρύθμισης δεν προβλέπεται σε περίπτωση έκπτωσης κατά τη διάταξη του αρθ. 11 παρ. 2, σε αντίθεση μ’ αυτή  του αρθ. 10 παρ. 1. Επιβάλλεται όμως και εδώ  η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 10 παρ. 1 σε συνδυασμό και μ’ αυτή του αρθ. 8 παρ. 1 (βλ. και Κρητικός σελ. 175  αριθ. 31) , ως προς τη δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης για ρύθμιση και απαλλαγή, μετά ένα έτος από την τελεσιδικία της απόφασης που κηρύσσει την έκπτωση.
Συνέπειες έκπτωσης:
Κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 11 συνέπεια της έκπτωσης του οφειλέτη είναι η αναβίωση του χρέους,
 
από το οποίο αφαιρούνται τα ποσά που στο μεταξύ έχουν καταβληθεί, μαζί με τους τόκους του (είχε παύσει η τοκογονία κατ’ αρθ. 6 παρ. 3),  χωρίς ανατοκισμό.
Αρθρο 12

 Δικαιώματα ενέγγυων πιστωτών
                                             65
 και έναντι εγγυητών

 Τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη,
καθώς και τα δικαιώματα των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών επί του
υπέγγυου αντικειμένου δεν θίγονται. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των
εγγυητών, των εις ολόκληρον υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή.
1. ΕΓΓΥΗΤΕΣ-ΣΥΝΟΦΕΙΛΕΤΕΣ
 
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 12 η ρύθμιση των  χρεών του οφειλέτη δεν αλλοιώνει τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των εγγυητών και συνοφειλετών (πχ σύζυγος που έλαβε από κοινού με τον οφειλέτη στεγαστικό δάνειο), ενώ ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι αυτών (εγγυητών και συνοφειλετών) ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή. Έτσι η κατ’ εφαρμογή των αρθ. 8, 9 και 11 του νόμου απαλλαγή του οφειλέτη ενεργεί υποκειμενικά, δηλαδή δεν απαλλάσσονται  από τα υπόλοιπα των χρεών οι υπόλοιποι εις ολόκληρον οφειλέτες. Οποιαδήποτε όμως καταβολή προς τον οφειλέτη ενεργεί αντικειμενικά και έναντι των εγγυητών και συνοφειλετών, μειώνοντας κατά το αντίστοιχο με την καταβολή μέρος τη δική τους υποχρέωση. 
Ωστόσο οι συνοφειλέτες και εγγυητές ,  μπορούν να υπαχθεί στην ίδια διαδικασία εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους  οι προϋποθέσεις του νόμου.
2. ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΣΤΩΤΕΣ
Σύμφωνα με τη διάταξη η απαλλαγή του οφειλέτη δε θίγει το δικαίωμα του πιστωτή που έχει εμπράγματη ασφάλεια στο υπέγγυο πράγμα, το οποίο πηγάζει από την εμπράγματη ασφάλεια.

Όμως η  αναδιάρθρωση του χρέους του οφειλέτη που θα γίνει με τη ρύθμιση είτε από το δικαστήριο κατ’ αρθ. 8, είτε μέσω του δικαστικού συμβιβασμού του αρθ. 7, ή ακόμη και του εξώδικου συμβιβασμού του αρθ. 2, και η συνεπεία αυτής μείωσή του, οπωσδήποτε θα επηρεάσει το δικαίωμα της εμπράγματης ασφάλειας (πχ υποθήκης) αφού αυτό θα περιοριστεί σε μικρότερο ποσό (αρθ. 1258 και 1269 ΑΚ), μετά δε την απαλλαγή του αρθ. 11 παρ. 1 και την απόσβεση της απαίτησης θα αποσβεστεί και η υποθήκη ακόμη και αν έχει παραχωρηθεί από τρίτο (αρθ. 1317 ΑΚ). Ενόψει αυτών η έννοια της διάταξης αυτής μπορεί να είναι ότι η απαλλαγή του αρθ. 11 παρ. 1  δεν επιδρά άμεσα στο δικαίωμα από την εμπράγματη ασφάλεια, η λόγω της απαλλαγής όμως επίδραση
                    66
είναι δεδομένη με βάση τις πιο πάνω διατάξεις του ΑΚ (βλ. Κρητικό σελ. 181).

Αρθρο 13
Τήρηση Αρχείου Αιτήσεων

 1. Στη Γραμματεία κάθε Ειρηνοδικείου τηρείται αλφαβητικό αρχείο των προσώπων
που έχουν υποβάλει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, στο οποίο
εγγράφονται τα ονόματα των αιτούντων, η πορεία των αιτήσεων τους και οι
αποφάσεις που εκδίδονται. Στο Ειρηνοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Αρχείο, στο
οποίο καταχωρίζονται τα πιο πάνω στοιχεία για ολόκληρη τη χώρα. Από το αρχείο
διαγράφονται ένα έτος μετά την υποβολή των αιτήσεων όλα τα στοιχεία που
τηρούνται γι` αυτές, εφόσον οι αιτήσεις απορριφθούν αμετάκλητα, ανακληθούν ή
καταλήξουν σε δικαστικό συμβιβασμό σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7
του παρόντος. Πρόσβαση σε πληροφορίες του αρχείου μπορεί να έχει κάθε
ενδιαφερόμενος. Μετά την πάροδο πενταετίας από την επέλευση των αποτελεσμάτων
της παραγράφου 1 του άρθρου 11 πρόσβαση σε στοιχεία του οφειλέτη στο αρχείο
επιτρέπεται μόνο για τον έλεγχο της συνδρομής της προϋπόθεσης της παραγράφου
3 του άρθρου 1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την τήρηση των
αρχείων και την πρόσβαση σε αυτά.
2. Πριν από τη συζήτηση αίτησης οφειλέτη που υποβάλλεται σύμφωνα με την
παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος το Ειρηνοδικείο ελέγχει αυτεπαγγέλτως
στο παραπάνω αρχείο αν εκκρεμεί αίτηση για τον οφειλέτη αυτόν και αν έχει
εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του.
-ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΑΙΤΗΣΕΩΝ:

Η ΡΥΘΜΙΣΗ αρθ. 13: Στη Γραµµατεία κάθε Ειρηνοδικείου τηρείται αλφαβητικό αρχείο των προσώπων που έχουν υποβάλει την αίτηση για ρύθμιση οφειλής, στο οποίο εγγράφονται: α) τα ονόματα των αιτούντων, β) η πορεία των αιτήσεων τους και γ) οι αποφάσεις που εκδίδονται.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ:
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΘΕ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
Στοιχεία οφειλέτη (ονοματεπώνυμο κλπ, κατοικία ή διαμονή).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ (σημ. τα παρακάτω δικόγραφα, έγγραφα, αποφάσεις κλπ αποτελούν το δυνατό περιεχόμενο του αρχείου και οπωσδήποτε θα διαφοροποιείται για κάθε οφειλέτη ανάλογα με την πορεία της υπόθεσής του                                                            ):
ΣΤΗΛΕΣ:

1η Α/Α
2η: Ημερομηνία κατάθεσης κάθε αίτησης, εγγράφου, έκδοσης απόφασης κλπ
3η: αιτήσεις κλπ ένδικα βοηθήματα οφειλέτη:
  α. κύρια αίτηση περί ρύθμισης. 
                       67
  β. Αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.
  γ. αίτηση επικύρωσης του σχεδίου.
  δ. αίτησης υποκατάστασης της συγκατάθεσης στο σχέδιο.
  ε. Προσεπίκληση.
  Στ. αίτηση για  τροποποίηση της ρύθμισης
  Ζ. Αίτηση αντικατάστασης του εκκαθαριστή.
  Η. ανακοπή κατά της διαδικασίας της εκποίησης περιουσιακού στοιχείου οφειλέτη
  Θ. ανακοπή κατά του πίνακα διανομής του εκκαθαριστή
                       59
 Ι. Αίτηση απαλλαγής από υπόλοιπα χρεών.
  Ια. Έφεση.
4η: αιτήσεις κλπ ένδικα βοηθήματα πιστωτών:
      Α. Αίτηση απαγόρευσης κάθε πραγματικής και νομικής μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη.
      Β. αίτηση επικύρωσης του σχεδίου
      Γ. αίτηση υποκατάστασης της συγκατάθεσης στο σχέδιο
      Δ. Προσεπίκληση
      Ε. αίτηση τροποποίησης της ρύθμισης
      Στ. αίτηση αντικατάστασης του εκκαθαριστή.
      Ζ. ανακοπή κατά της διαδικασίας εκποίησης περιουσιακού στοιχείου οφειλέτη
      Η. ανακοπή κατά του πίνακα διανομής του εκκαθαριστή
      Θ. αίτηση έκπτωσης από τη ρύθμιση
ι. Έφεση.
5η) Αποφάσεις:
     Α. Απόφαση επί αίτησης αναστολής του οφειλέτη.
    α1. Προσωρινή διαταγή.
    Β. Απόφαση επί αίτησης πιστωτών απαγόρευσης κάθε πραγματικής και νομικής μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη.
    β1. Προσωρινή διαταγή.
     Γ. Απόφαση επικύρωσης του σχεδίου
     Δ. Απόφαση περί υποκατάστασης και επικύρωσης του σχεδίου.
     Ε. Απόφαση επί κύριας αίτησης ρύθμισης
     ΣΤ. Αποφάσεις επί αιτήσεων τροποποίησης της ρύθμισης.
       Ζ. Απόφαση περί αντικατάστασης του εκκαθαριστή
       Η. Απόφαση επί ανακοπής κατά της διαδικασίας της εκποίησης περιουσιακού στοιχείου οφειλέτη
       Θ. Απόφαση επί ανακοπής κατά του πίνακα διανομής του εκκαθαριστή
       Ι.  Απόφαση επί αίτησης έκπτωσης από τη ρύθμιση
       Ια. Απόφαση επί της αίτησης απαλλαγής από υπόλοιπα χρεών
       Ιβ. απόφαση επί τριτανακοπής.
 

  9η) Ενέργειες προερχόμενες από τρίτους:
     Α. Τριτανακοπή.
                           68
     Β. Παρεμβάσεις (κύριας ή πρόσθετης, εφόσον ασκούνται με αυτοτελές δικόγραφο).
ΤΗΡΗΣΗ ΦΑΚΕΛΟΥ ΚΑΘΕ ΟΦΕΙΛΕΤΗ:
ΡΥΘΜΙΣΗ(άρθρο 4 παρ. 5 ): Με βάση τη ρύθμιση της διάταξης του αρθ. 4 παρ. 5 και τα προβλεπόμενα στις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου, θα πρέπει με  την κατάθεση της αίτησης ρύθμισης, πέραν του πιο πάνω αλφαβητικού αρχείου, να ανοίγεται φάκελος για κάθε  οφειλέτη, στον οποίο να τοποθετούνται µε µέριµνα της γραµµατείας του ειρηνοδικείου όλα τα έγγραφα και στοιχεία της υπόθεσης, που προβλέπονται από το νόμο από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη.
Συγκεκριμένα ο φάκελος θα πρέπει να περιλαμβάνει
    1) Αντίγραφο της αίτησης
    2) τη βεβαίωση περί αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού (αρθ. 4 παρ. 2 εδ α’)        
   3)  την υπεύθυνης δήλωση ν. 1599/86 (αρθ. 4 παρ. 2 εδ β’)        
     4) τα έγγραφα  που προσκομίζει ο οφειλέτης σχετικά με περιουσία και τα εισοδήματά του (αρθ. 4 παρ. 4)
     5)  τις έγγραφες   παρατηρήσεις και τροποποιήσεις επί του σχεδίου από κάθε πιστωτή, ή τη δήλωσή του ότι συμφωνεί με το σχέδιο.
     6) το  τροποποιητικό σχέδιο  του οφειλέτη.
     7) την έγγραφη τοποθέτηση  των πιστωτών επί του τροποποιητικού σχεδίου του οφειλέτη.
     8) τις έγγραφες  γνωστοποιήσεις από τον οφειλέτη κάθε μεταβολής κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων (8 παρ. 3).
      9) το έγγραφο της ειδοποίησης του εκκαθαριστή με χρονολόγησή της  (αρθ. 64 παρ. ΠτωχΚ).
      10) την έγγραφη δήλωση αποποίησης του εκκαθαριστή με χρονολόγησή της(αρθ. 64 παρ. ΠτωχΚ).
     Κατά την προσκομιδή των εγγράφων αυτών θα τίθεται από τον αρμόδιο γραμματέα σφραγίδα για την κατάθεση  με σημείωση της ημερομηνίας προσκομιδής του και υπογραφή του από το γραμματέα που το παρέλαβε, ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ενόψει και των αποκλειστικών προθεσμιών του νόμου. 
Εκτός από τα παραπάνω θα τηρούνται ακόμη:
1) Βιβλίο κατάθεσης αιτήσεων (βλ. παραπάνω στήλες 3 και 4, πλην 3β, 3ια, 4α και 4ι).
2) Βιβλίο αποφάσεων επί των αιτήσεων αυτών.
3)Βιβλίο κατάθεσης αιτήσεων αναστολής (βλ. παραπάνω στήλες 3β και 4α).
4)  Βιβλίο αποφάσεων επί των αιτήσεων αυτών.
5)Πινάκιο.

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1.: Τα έγγραφα αυτά θα αποτελούν μέρος της δικογραφίας, πέραν των αποδεικτικών εγγράφων
                         69
που θα προσκομίσουν οι διάδικοι. Μόνο τα τελευταία (αποδεικτικά)μπορούν να αναλάβουν οι διάδικοι με την οριστική απόφαση. Τα παραπάνω έγγραφα (του φακέλου), έστω                    
και αν προέρχονται από διάδικο (οφειλέτη ή πιστωτή), δεν μπορούν να τα αναλάβουν λόγω του δικαιώματος πρόσβασης επί πενταετία τουλάχιστο στα στοιχεία του αρχείου από κάθε ενδιαφερόμενο. Κάθε ενδιαφερόμενος, όπως, ενδεικτικά, ο οφειλέτης, οι πιστωτές που μετέχουν στη διαδικασία της ρύθμισης, αλλά και οι πιστωτές που δε μετέχουν εφόσον  δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορούν να ζητήσουν αντίγραφα από τα έγγραφα αυτά του φακέλου. Τα υπόλοιπα πιο πάνω έγγραφα (αιτήσεις, αποφάσεις κλπ)που θα σημειώνονται στην κατάσταση εγγράφων (καρτέλα οφειλέτη) σχετικά με την πορεία της υπόθεσης που τηρείται στο αρχείο, είναι δικόγραφα και υπάρχουν στο αρχείο του ειρηνοδικείου, οπότε δε χρειάζεται να περιληφθούν στο φάκελο.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2.: Σχετικά με τη διαγραφή  στοιχείων από το αρχείο αιτήσεων οφειλετών. Η διαγραφή όλων των στοιχείων που τηρήθηκαν σχετικά με την αίτηση

κάθε οφειλέτη γίνεται όταν: α) απορριφθεί αμετάκλητα η αίτηση,                 
 ή  β) όταν ανακληθεί
 ή γ)  όταν γίνει δικαστικός συμβιβασμός.

 Πότε θα γίνει η διαγραφή: Αυτό θα γίνει μετά την πάροδο ενός έτους  από την αμετάκλητη απόρριψή της αίτησης, για την οποία θα χρειαστεί να προσκομιστεί η σχετική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου με  βεβαίωση της γραμματείας του ότι κατέστη αμετάκλητη, εφόσον είναι του εφετείου. Το ίδιο θα συμβεί  μετά την πάροδο ενός έτους  από την ανάκληση της αίτησης ή το δικαστικό συμβιβασμό. Για τα δύο τελευταία θα προκύπτει η πάροδος του έτους από τα στοιχεία που τηρούνται στο  ειρηνοδικείο, των οποίων χρειάζεται παρακολούθηση και έλεγχος από τη γραμματεία. Προς διευκόλυνση καλό θα είναι να γίνεται σχετική μνεία στο αρχείο (ότι δηλαδή θα ακολουθήσει διαγραφή μετά ένα έτος) δίπλα από τη διαδικαστική πράξη της ανάκλησης ή της απόφαση επικύρωσης του δικαστικού συμβιβασμού.
-Εφόσον η πορεία τη υπόθεσης του οφειλέτη δεν είχε την παραπάνω κατάληξη, δηλαδή την αμετάκλητη απόρριψη της αίτησης, ή την ανάκλησή της αίτησης, ή  δικαστικό συμβιβασμό δε διαγράφονται τα στοιχεία από  τα αρχεία.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3.: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΑΡΧΕΙΑ

-Πρόσβαση σε πληροφορίες του αρχείου µπορεί να έχει κάθε ενδιαφερόμενος, δηλαδή ο οφειλέτης ή πιστωτής που μετέχει της διαδικασίας, αλλά και τρίτος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον να παρέμβει ή να ασκήσει τριτανακοπή. Το ίδιο
                        70
συμβαίνει και όταν η υπόθεση έχει την παραπάνω κατάληξη μέχρι τη διαγραφή της.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4.:-
Επί μια πενταετία από την κατάθεση της αίτησης κάθε ενδιαφερόμενος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία.
Μετά την πάροδο πενταετίας από την απαλλαγή του οφειλέτη από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, που μετείχαν στη ρύθμιση και συγκεκριμένα από την τελεσιδικία της απόφασης περί απαλλαγής πρόσβαση σε στοιχεία του οφειλέτη στο αρχείο επιτρέπεται µόνο για τον έλεγχο της συνδρομής της προϋποθέσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου, δηλαδή μόνο για να ελέγξει ο ενδιαφερόμενος αν έχει γίνει στο παρελθόν απαλλαγή του με δικαστική ρύθμιση, γιατί ο νόμος επιτρέπει την απαλλαγή µόνο µία φορά. 

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5.:-Στο Ειρηνοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Αρχείο, στο οποίο καταχωρίζονται τα, ως άνω, στοιχεία για ολόκληρη τη χώρα. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι υπάρχει επιπρόσθετη υποχρέωση της Γραµµατείας των Ειρηνοδικείων της χώρας να αποστέλλουν στην Γραµµατεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών αντίγραφο του δικού τους αρχείου.
Πρέπει επομένως η γραμματεία παράλληλα με την ενημέρωση του δικού της αρχείου να ενημερώνει και τη γραμματεία του ειρηνοδικείου Αθηνών για την αντίστοιχη καταχώρηση στο
αρχείο της. Αυτό μπορεί να γίνει και μέσω µμηχανοργάνωσης.

 ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 6.:-ΑΛΛΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑΣ

-1)Πριν από τη συζήτηση της αίτησης ελέγχεται αυτεπάγγελτα στο αρχείο του Ειρηνοδικείου (αρθ. 13 παρ. 2), α) αν εκκρεμεί αίτηση για το συγκεκριμένο οφειλέτη και β) αν έχει εκδοθεί άλλη απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τα χρέη του και αυτό  γιατί ο νόμος επιτρέπει την απαλλαγή µόνο µία φορά. 
  Επειδή μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα αν ο οφειλέτης εμφανίσει άλλη κατοικία ή διαμονή και απευθυνθεί σε άλλο ειρηνοδικείο, ο έλεγχος πρέπει να επεκτείνεται και στο  Ειρηνοδικείο Αθηνών όπου τηρείται το Γενικό Αρχείο και να ζητείται σχετική βεβαίωση για κάθε υπόθεση με μέριμνα της γραμματέα, η οποία να τοποθετείται από το γραμματέα της έδρας στο φάκελο της υπόθεσης.

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 6.:2)Η κλήτευση των πιστωτών που μετέχουν στη ρύθμιση πρέπει να διατάσσεται από τον ειρηνοδίκη έστω και αν δεν αναφέρονται στην αίτηση περί ρύθμισης του οφειλέτη. Για το λόγο αυτό στην πράξη κατάθεσης κάτω από τον ορισμό δικασίμου θα γίνεται μνεία
                      71
ότι «διατάσσεται η επίδοση μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση της αίτησης στους πιστωτές της αίτησης, β) της κατάστασης της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη και γ) του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών, με πρόσκληση για απάντηση μέσα σε δύο μήνες από την κατάθεση της αίτησης».

Αρθρο 14

΄Ενδικα μέσα
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με
το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
ΕΦΕΣΗ-ΑΝΑΙΡΕΣΗ
Η απόφαση για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών προσβάλλεται με έφεση, η οποία ενόψει και της διάταξης του αρθ. 8 παρ. 6 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθώς και με αναίρεση. Άσκηση  ανακοπής ερημοδικίας δεν είναι δυνατή ενόψει της ρητής αναφοράς του νόμου για τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα (βλ. και εισηγητική έκθεση που στην οποία αναφέρεται ότι η έφεση και αναίρεση είναι τα μόνα ένδικα μέσα), (βλ. και Π. Αρβανιτάκη).
Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του αρθ. 8, η απόφαση που ορίζει μηνιαίες καταβολές είναι αμέσως από τη δημοσίευσή της εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της. Ενόψει της ειδικής αυτής ρύθμισης του νόμου δεν  μπορεί, εφόσον ασκηθεί έφεση, να χορηγηθεί αναστολή και η διάταξη του αρθ. 763 παρ. 3 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή.
Αρθρο 15

 Αναλογική εφαρμογή διατάξεων

 Για τη ρύθμιση και απαλλαγή χρεών φυσικών προσώπων εφαρμόζονται, όπου
επιβάλλεται, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

Αρθρο 16
Χρόνος τήρησης και χρήσης δεδομένων

 Ο χρόνος τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρίτους χάριν αυτών δεδομένων
οικονομικής συμπεριφοράς, που αναφέρονται στη διαδικασία του παρόντος νόμου,
δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των τριών ετών από την επέλευση
της απαλλαγής από τα χρέη σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του
άρθρου 11.
Αρθρο 19

spot_img

Lawjobs