spot_img
spot_img
ΑρχικήΔικαιοσύνηΈνωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Προτάσεις της ΕΕΕ επί του σχεδίου νόμου « Εκδίκαση...

Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Προτάσεις της ΕΕΕ επί του σχεδίου νόμου « Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος

spot_img
spot_img
spot_img

Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διατύπωσε τις προτάσεις της επί του σχεδίου νόμου « Εκδίκαση πράξεων  διαφθοράς  πολιτικών  και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος», τις οποίες απέστειλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μιλτιάδη Παπαϊωάννου και οι οποίες είναι οι εξής: .

I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    O πυρήνας της σκέψης και της αιτιολογικής έκθεσης του υπό συζήτηση νομοσχεδίου εντοπίζεται στη μη έγκαιρη και ταχεία διαλεύκανση ποινικών υποθέσεων , που έχουν χαρακτηρισθεί ως σκάνδαλα και φέρεται να έχουν τελεσθεί από πολιτικά πρόσωπα παρά τις μέχρι τώρα προσπάθειες του  νομοθέτη με νομοθετικές παρεμβάσεις.
    Κατ αρχήν θα συμφωνήσουμε με την διαπίστωση αυτή, η οποία άλλωστε είναι κοινός τόπος όλων. Ωστόσο τα αίτια του φαινομένου αυτού προφανώς δεν έχουν εντοπισθεί από τον  νομοθέτη κατά τη διαδρομή τουλάχιστον των τριών τελευταίων δεκαετιών, γεγονός που αποδεικνύεται και από τις νομοθετικές ρυθμίσεις , που κατά καιρούς έχουν λάβει χώρα και αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση.
     Το ποινικό φαινόμενο στη χώρα μας έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις και οι εισροές εξ αυτού του λόγου στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης να είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τη δυνατότητα που αυτό έχει να τις επεξεργασθεί και να διεκπεραιώσει.
     Τα αίτια του φαινομένου αυτού τα έχουμε επισημάνει και ανάγονται κυρίως στην χρόνια αδυναμία της πολιτείας να ρυθμίσει κοινωνικές συμπεριφορές με άλλες θεσμικές διαδικασίες πέραν της ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης η ενδημική ανοχή σε φαινόμενα παραβατικών συμπεριφορών είναι φαινόμενο , που ανάγεται σε αμιγώς κοινωνιολογικά αίτια  η ανάλυση των οποίων εκφεύγει του παρόντος.
    Ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης δεν θα επιτευχθεί , αν προηγουμένως δεν αναλυθούν σε βάθος τα αίτια  και δεν ληφθούν μέτρα τόσο με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα , όσο και  με μακροπρόθεσμο και κυρίως να μην αναλώνονται μόνο σε επί μέρους νομοθετικές ρυθμίσεις .
    Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο τόσο από την αιτιολογική του έκθεση , όσο και από τις διατάξεις του αναμφίβολα έχει θετικό πρόσημο, αφού επιχειρεί να επιτύχει την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας επί κακουργηματικών υποθέσεων διαφθοράς, που τελούν πολιτικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια της θητείας τους επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους, ως  και επί των αυτών πράξεων που τελούν δημόσιοι λειτουργοί. Και τούτο  για να μην εμπεδώνεται το αίσθημα ατιμωρησίας στο κοινωνικό σύνολο από τη μη έγκαιρη εκδίκαση των πράξεων αυτών.
     Πέραν της γενικής αυτής τοποθέτησης θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε ορισμένα προβλήματα του σχεδίου νόμου τόσο από πλευρά ουσιαστικού ποινικού δικαίου , όσο και δικονομικού.
 
II. :Αρθρο 1.

    Α) Κατ’ αρχή η διάπραξη κακουργήματος από υπουργό κατά τη διάρκεια της θητείας που επωφελείται  από αυτήν του την ιδιότητα δεν φαίνεται  να δημιουργεί ερμηνευτικά και κυρίως δογματικά ζητήματα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις που είναι εντελώς άσχετες με τα υπουργικά καθήκοντα ενός υπουργού π.χ. ανθρωποκτονία , σωματική βλάβη , αποπλάνηση κλπ και συνεπώς δεν υπάγονται στην διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος και το άρθρο 1παρ 3 Ν 3126/2003 και  εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ..
    Το ερώτημα που ανακύπτει εν προκειμένω δεν αναφέρεται στο είδος της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί, αλλά στο αν οι πράξεις αυτές  που είναι εντελώς άσχετες με τα υπουργικά καθήκοντα και δεν τελούνται από αυτούς με τη χρήση και τη βοήθεια της ιδιότητάς τους, υπάγονται στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου. Φρονούμε πως όχι. Ναι μεν θα ακολουθηθεί η κοινή διαδικασία του Κ.Π.Δ., πλην όμως επειδή  ο υπουργός που την τέλεσε δεν επωφελήθηκε για την τέλεσή της από την ιδιότητά του αυτή,  δεν θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρθρων 1 επί του σχεδίου νόμου,  εκτός αν θεωρηθεί  ότι συντρέχει η περίπτωση της παρ 2 δηλ κακουργήματα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος, αν και από την αιτιολογική έκθεση δεν φαίνεται να συνάγεται αυτό.
   Β)  Πράξεις που θα μπορούσαν χωρίς δυσκολία να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του σχεδίου νόμου είναι οι εξής: Υπουργός του Χ υπουργείου πείθει υπηρεσιακό παράγοντα του Ψ υπουργείου να τελέσει κακουργηματική πράξη ( πχ ψευδή βεβαίωση κατ’ αρθρ. 242 παρ. 3 του Π.Κ. )  προκειμένου να εξυπηρετηθεί ψηφοφόρος του. Εν προκειμένω η αξιόποινη αυτή πράξη (ηθική αυτουργία σε  ψευδή βεβαίωση) είναι πράξη που τέλεσε ο υπουργός κατά τη διάρκεια της θητείας του επωφελούμενος της ιδιότητάς του,  χωρίς όμως να την τελέσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
   Γ) Αντίθετα εκεί που δημιουργούνται δογματικά προβλήματα είναι στα υπηρεσιακά εγκλήματα και κυρίως αυτό της δωροληψίας του άρθρου 235 ΠΚ. Πχ υπουργός προκειμένου να υπογράψει επωφελή σύμβαση λαμβάνει χρήματα από τον ανάδοχο πριν ή μετά την πράξη με την οποία ασκεί την πολιτική πράξη της υπογραφής της σύμβασης και που συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας . Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου βασιζόμενη σε πρόσφατη μελέτη της Ελισάβετ Συμεωνίδου « Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών »  σε Ποιν. Δικ. 2011 τευχ. 4  υποστηρίζει ότι στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου μπορούν να υπαχθούν και πράξεις με τον ανωτέρω χαρακτήρα. Η θέση αυτή όμως προσκρούει στα εξής εμπόδια: α) Νομολογία. Κατά το παρελθόν ( 1989)  εγκλήματα δωροληψίας πολιτικών προσώπων έχουν παραπεμφθεί από τη βουλή στο ειδικό δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντ . Κατά την 1440/2010 Συμβ. Εφετ. Αθηνών η δωροληψία  υπουργού αναγκαίως συνάπτεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του.
β) Η παθητική δωροδοκία πρέπει να αφορά πράξη ή παράλειψη  που περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας του υπαλλήλου δηλ η συμπεριφορά του να γίνεται κατά την ενάσκηση της λειτουργικής του αρμοδιότητάς του ( ΑΠ 1601/2002 κλπ). Είναι αληθές ,ότι η πράξη της δωροδοκίας τελείται με την απαίτηση ή τη λήψη των παράνομων ωφελημάτων , χωρίς να ενδιαφέρει για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος ο χρόνος που θα λάβει χώρα η ενέργεια ή η παράλειψη της οφειλόμενης υπηρεσιακής ενέργειας ή κι αν ακόμη λάβει χώρα αυτή. Ο χρόνος  δηλαδή της τέλεσης της δωροδοκίας είναι πολλές διάφορος από αυτή καθ εαυτή της εκτέλεση των καθηκόντων του υπαλλήλου. Αρκεί αυτή η διαφοροποίηση ως προς την διαφορά χρόνου τέλεσης μεταξύ  της δωροδοκίας  και της εκτέλεσης των καθηκόντων για να θεωρηθεί , ότι το ανωτέρω έγκλημα που τελεί υπουργός κείται εκτός της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών και μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του σχεδίου νόμου;  Φρονούμε ότι η καταφατική θέση  ενδεχομένως να δημιουργήσει προβλήματα που ανάγονται τόσο στη δογματική του ποινικού δικαίου , όσο και στο γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 86 του Συντάγματος. Η εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων είναι πράξη με χρονική διάρκεια και συναπαρτίζεται από επί μέρους πράξεις αξιόποινες ή μη και ο χρόνος τέλεσης των τελευταίων δεν διακόπτει την αιτιώδη σχέση που έχουν με την εκτέλεση καθηκόντων του πολιτικού προσώπου.
     Εν κατακλείδι κατά την άποψή μας στις διατάξεις του υπό συζήτηση νομοσχεδίου υπάγονται αναμφίβολα και ορθά  οι πράξεις πολιτικού προσώπου που αναφέρονται στην παράγραφο iiβ του παρόντος. Ο πράξεις της παρ iiα  δηλαδή πράξεις που τελούνται από υπουργό κατά τη διάρκεια της θητείας του ,χωρίς όμως να επωφεληθεί αυτός της ιδιότητάς του ,  υπάγονται στις κοινές διατάξεις του ΚΠΔ και με εφαρμογή  του άρθρου 30 παρ 3.  Η πράξη της δωροληψίας που τελέστηκε από υπουργό κατά της διάρκεια της θητείας του και ανάγεται στα καθήκοντά του , έστω κι αν το έγκλημα αυτό δεν τελέστηκε κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι λίαν αμφίβολο αν υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος ή αν εφαρμόζονται το άρθρο 86 του Συντάγματος και ο Νόμος  περί ευθύνης υπουργών.
    II. ¨Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται είναι αυτό της συμμετοχής.
Συγκεκριμένα έστω  ότι ένας υπουργός δωροδοκείται για να πείσει άλλον υπουργό να τελέσει αξιόποινη πράξη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τι θα γίνει εν προκειμένω ; Η δικογραφία θα χωριστεί; Κι αν ναι πως θα εκδικασθεί η ηθική αυτουργία με τις διατάξεις του παρόντος ,  ενώ η κυρία πράξη( πχ απιστία ) με αυτές του ν περί ευθύνης υπουργών;
    III. Ορθά τα κακουργήματα των λοιπών προσώπων που δεν είναι υπουργοί πρέπει να τύχουν ταχείας εκδίκασης και  γίνεται η σχετική πρόβλεψη στην παρ 2 του άρθρου 1.  Ως προς τα κακουργήματα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος φρονούμε, ότι η ήδη υπάρχουσα ρύθμιση του άρθρου 30 παρ 3 Κ.Π.Δ. είναι επαρκής και δεν χρειάζεται νέα επάλληλη ρύθμιση,
    IV. Στο άρθρο 2 προβλέπεται, ότι η ποινική δίωξη για τα κακουργήματα του άρθρου 1 ασκείται με την παραγγελία κυρίας ανάκρισης και δυνητικά μόνο μπορεί να παραγγελθεί προκαταρκτική εξέταση. Η ρύθμιση αυτή επιφέρει ρωγμές στο δικονομικό μας σύστημα και ειδικότερα στο θεσμό της προκαταρκτικής εξέτασης, όπως αυτός αναμορφώθηκε με το ν 3160/2003. Η αντικατάσταση του άρθρου 43 ΚΠΔ με το άρθρο 5 του Ν 3160/2003 , όπου η διενέργεια προκαταρκτικής  για κακουργήματα ή για πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών ( οράτε και τροπ ν 3904/2010) είχε ως στόχο , κατά την εκπεφρασμένη νομοθετική βούληση( εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας) να προστατεύσει την  προσωπικότητα του πολίτη από βιαστικές διώξεις. Εν προκειμένω η βασική αυτή αρχή που περιέλαβε και νομικό έμβλημα τίθεται εκποδών και το κυριότερο εξαιρεί μία κατηγορία πολιτών από την προστασία αυτή. Είναι διαφορετικό ζήτημα η επιτάχυνση από την προστασία της προσωπικότητας  του πολίτη είτε είναι ανώνυμος είτε επώνυμος.
    V. Η αποκλειστική απασχόληση  των δικαστικών λειτουργών  που ασχολούνται με υποθέσεις πολιτικών προσώπων  είναι σαφέστατα ορθή ,  αρκεί να γίνει κατανοητό, ότι οι αναλογίες διορισμού που ισχύουν στον δημόσιο τομέα (1/5) είναι αδύνατο να εφαρμοσθούν στο δικαστικό σώμα.
     VI. Οι προθεσμίες  που τάσσονται  στα άρθρα 2 και 3 για την τυπική και ουσιαστική περαίωση της ανάκρισης  είναι ασφυκτικές  και δίνουν την εντύπωση, ότι υποθέσεις τέτοιας υφής και σπουδαιότητας είναι δυνατόν να περαιωθούν εντός τριάντα ημερών. Αναμφίβολα η προδικασία πρέπει να είναι ταχεία , ωστόσο οι προθεσμίες που  πρέπει να τίθενται για την περαίωσή τους απαιτείται να είναι εύλογες και να δίνεται η δυνατότητα παράτασης αυτών με πράξη ανώτερου δικαστικού οργάνου. Φρονούμε  ότι οι ρυθμίσεις για την περαίωση της προδικασίας και η  παράταση αυτών του ΚΠΔ, όπως ισχύουν μετά την ισχύ του ν 3904/2010 είναι ορθές και δεν χρειάζεται νέα νομοθετική ρύθμιση. Η πρόβλεψη  υποστήριξης του έργου των δικαστικών λειτουργών με επιστημονικό και υπαλληλικό προσωπικό με πράξη του εισαγγελέα εφετών είναι ορθή. Η οριστική  λύση όμως του προβλήματος θα δοθεί οριστικά , αν όπως επανειλημμένα έχουμε προτείνει λειτουργήσουν οργανωμένα προανακριτικά τμήματα στα μεγάλα δικαστήρια της Χώρας
     VII.  Η περάτωση της κυρίας ανάκρισης με βούλευμα του συμβουλίου εφετών είναι ορθή καθόσον αφορά τα  πολιτικά πρόσωπα με τη στενή έννοια του όρου( Υπουργοί) , αφού ο έλεγχος των προσώπων αυτών πρέπει να γίνεται από δικαστικό όργανο ανώτερου βαθμού. Ως προς τα λοιπά πρόσωπα ( γενικούς γραμματείας κλπ) φρονούμε ότι δεν πρέπει να γίνει εξαίρεση από τον κανόνα που πλέον θέσπισε ο ν 3904/2010 ( άρθρο 15 που αντικατέστησε το άρθρο 308 ΚΠΔ).
    VIII.  Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 του σχεδίου 5 θεσπίζει απαγόρευση της αναβολής και κατά συνέπεια  εισάγει δικονομική υποχρέωση για τα αδύνατα. Η αναβολή της δίκης  σαφώς πρέπει να δίνεται με φειδώ και αυτό είναι ευθύνη όλων των φορέων της ποινικής διαδικασίας( δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι), αλλά οι λόγοι που πολλές φορές την επιβάλλουν σχετίζεται με  κατάδηλες αντικειμενικές δυσχέρειές. Συνεπώς νομοθετική απαγόρευση εκτός του ότι καθίσταται γράμμα κενό εκθέτει την όλη διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης  σε άδικες κριτικές. Πιστεύουμε ότι η βελτίωση και η καλύτερη νομοτεχνική διατύπωση του άρθρου 349 ΚΠΔ είναι ικανή συνθήκη για να συντείνει στην επιτάχυνση της διαδικασίας. ΄Αλλωστε πρέπει να καταστήσουμε γνωστό, ότι ήδη  στα περισσότερα δικαστήρια της Χώρας η συνέχιση των υποθέσεων προσκρούει στο εμπόδιο της έλλειψης δικαστικών αιθουσών.

spot_img

Lawjobs