Περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την Οδηγία 2008/52/ΕΚ, το ερώτημα δεν είναι αν η διαμεσολάβηση υπάρχει ως εργαλείο στην Ευρωπαϊκή Ένωση· υπάρχει, και μάλιστα με θεσμική ωριμότητα. Το πλαίσιο έχει ενσωματωθεί στις εθνικές έννομες τάξεις, έχουν δημιουργηθεί μητρώα διαμεσολαβητών, έχουν αναπτυχθεί εκπαιδευτικά προγράμματα και οι ρυθμίσεις εκτελεστότητας των συμφωνιών είναι πλέον προσβάσιμες. Ωστόσο, η πραγματική χρήση του θεσμού απέχει από το να θεωρηθεί ομοιόμορφη. Τα συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι, παρά την εναρμόνιση του πλαισίου, η πρακτική κουλτούρα προσφυγής στη διαμεσολάβηση παραμένει άνιση και, σε αρκετές έννομες τάξεις, υπο-αξιοποιημένη.
Το παράδοξο αυτό γίνεται ευκρινές όταν αντιπαραθέσουμε χώρες με στοχευμένη υποχρεωτικότητα και ενεργή δικαστική παραπομπή σε χώρες με καθαρά εθελοντική υιοθέτηση. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η υποχρεωτική προσφυγή ως προϋπόθεση παραδεκτού σε συγκεκριμένες ύλες (ιδίως τραπεζικές και ασφαλιστικές) δημιούργησε ένα σταθερό ρεύμα υποθέσεων προς τη διαμεσολάβηση. Η μεταρρύθμιση Cartabia (2022/23) δεν περιορίστηκε σε ρητορικές διακηρύξεις· άγγιξε κρίσιμους μηχανισμούς: ενίσχυσε την παραπομπή από τα δικαστήρια, αναμόρφωσε κίνητρα και κόστος, και εξορθολόγισε την οργανωτική υποδομή των φορέων. Το μήνυμα είναι σαφές: η αύξηση της χρήσης δεν επέρχεται από την «καλή φήμη» του εργαλείου, αλλά από στοχευμένο policy design.
Στον αντίποδα, έννομες τάξεις που διατηρούν καθαρά εθελοντικό καθεστώς, ακόμη και με υψηλή επαγγελματική επάρκεια διαμεσολαβητών και ώριμες αγορές υπηρεσιών, δεν καταγράφουν αντίστοιχη διείσδυση. Η Γερμανία είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα: διαθέτει πλούσια παράδοση συμφιλιωτικών διαδικασιών και έκταση υπηρεσιών, αλλά η διαμεσολάβηση παραμένει – αναλογικά με τον όγκο των πολιτικών υποθέσεων – περιφερειακή επιλογή. Η εμπειρία αυτή δεν αναιρεί τη χρησιμότητα του θεσμού· υπενθυμίζει ότι η ύπαρξη ενός ποιοτικού επαγγελματικού σώματος δεν αρκεί χωρίς θεσμικούς «μοχλούς» ενεργοποίησης.
Ανάμεσα στα δύο άκρα κινείται μια τρίτη κατηγορία χωρών που υιοθετούν υβριδικά μοντέλα, με «ήπιους» καταναγκασμούς και δικαστική διασύνδεση. Η Σλοβενία έχει ενσωματώσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 προγράμματα δικαστικώς συνδεδεμένης διαμεσολάβησης (court-annexed), καλλιεργώντας οργανικά μια κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων και διαμεσολαβητών. Δεν πρόκειται για θεαματικές νομοθετικές τομές· είναι μια μακρά επένδυση στην καθημερινή πρακτική, που παράγει σταθερά – έστω και όχι εκρηκτικά – αποτελέσματα.
Σ’ αυτό το ευρωπαϊκό μωσαϊκό, η Ελλάδα κινείται με ένα μετριοπαθές, αλλά ενδιαφέρον σχέδιο: η υποχρεωτική αρχική συνεδρία (MIS) σε επιλεγμένες κατηγορίες διαφορών λειτουργεί ως «θεσμικό checkpoint» πριν την αντιδικία. Η αρχιτεκτονική διαφέρει από το ιταλικό μοντέλο – δεν πρόκειται για πλήρη υποχρεωτικότητα ως όρο παραδεκτού – αλλά δημιουργεί οργανωμένη επαφή των μερών με το εργαλείο σε ένα χρονικά κρίσιμο σημείο. Μέχρι στιγμής, η εμπειρία δείχνει ότι αυτή η επαφή γεννά δυναμική· το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να κλιμακωθεί σε σταθερή αλλαγή συμπεριφοράς των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων.
Από την οπτική της πολιτικής δικαιοσύνης, το συμπέρασμα είναι μάλλον νηφάλιο: η εναρμόνιση της γραμματικής του θεσμού δεν επαρκεί χωρίς εναρμόνιση της «συμπεριφοράς» του συστήματος. Οι κρίσιμοι παράγοντες είναι λειτουργικοί: η ύπαρξη σαφών σημείων παραπομπής από τα δικαστήρια, η προσεκτική κλιμάκωση κινήτρων και συνεπειών, το διαχειρίσιμο κόστος, η διαθεσιμότητα αξιόπιστων δομών και – όχι λιγότερο σημαντικό – η αποτύπωση δεδομένων που επιτρέπουν αξιολόγηση πολιτικών.
Η διαμεσολάβηση δεν είναι φιλοσοφική έννοια, είναι ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός. Και, ως μηχανισμός, αποδίδει όταν οι κρίσιμες παράμετροί του έχουν ρυθμιστεί με ακρίβεια.
Η Ελλάδα (2020–2025)
Η Ελλάδα συνιστά μια ενδιάμεση διαδρομή μεταξύ εθελοντικότητας και υποχρεωτικότητας. Με τον Ν. 4640/2019, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία σε ορισμένες κατηγορίες διαφορών στοχεύει να φέρει τα μέρη σε ουσιαστική επαφή με τη διαμεσολάβηση πριν παγιωθεί η στρατηγική της αντιδικίας. Το μοντέλο είναι «ήπιο» σε σχέση με την ιταλική προϋπόθεση παραδεκτού, αλλά συνειδητά τοποθετημένο στο κρίσιμο προδικαστικό στάδιο, όπου οι επιλογές παραμένουν ανοιχτές και το πεδίο συμβιβασμού ευρύτερο.
Σε επίπεδο πολιτικής υλοποίησης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κινείται τα τελευταία χρόνια σε τρεις διακριτές κατευθύνσεις ενίσχυσης του θεσμού. Πρώτον, στην ενίσχυση της πληροφόρησης πολιτών και δικηγόρων με οργανωμένη επικοινωνία και διαθέσιμο ενημερωτικό υλικό, ώστε η MIS να μην αντιμετωπίζεται ως «τυπικό εμπόδιο», αλλά ως ευκαιρία ουσιαστικής διερεύνησης λύσης. Δεύτερον, στην αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και πιστοποίησης, με στόχο μια αγορά διαμεσολαβητών που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις σύνθετων εμπορικών και οικογενειακών διαφορών. Και τρίτον, στην υποστήριξη της θεσμικής και ψηφιακής υποδομής: καλύτερη διασύνδεση μητρώων, πιο λειτουργικά συστήματα καταγραφής και – κρίσιμα – προοπτική παραγωγής αξιόπιστων στατιστικών ροών που θα επιτρέψουν αξιολόγηση της πολιτικής, σε πραγματικό χρόνο. Η εμπειρία δείχνει ότι η θεσμική επαφή μέσω MIS δημιουργεί θετική δυναμική· για να μετατραπεί σε σταθερή κουλτούρα, απαιτούνται συστηματικά δεδομένα και συνεκτική συνέχεια στα κίνητρα.
Παράλληλα, αν και υπάρχουν επίσημα μητρώα διαμεσολαβητών και παρόχων υπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί ενιαία, διαχρονική στατιστική σειρά που να αποτυπώνει, σε ετήσια βάση, τον αριθμό ενεργών παρόχων και τη ροή υποθέσεων ανά κατηγορία. Αυτό δημιουργεί ένα πρόσκαιρο «κενό μέτρησης»: η θεσμική υποδομή υπάρχει και ενισχύεται, αλλά η ποσοτική απεικόνιση της πραγματικής χρήσης παραμένει σε στάδιο επεξεργασίας. Επιστημονικά, αυτό δεν είναι μεμπτό· απλώς αναδεικνύει ότι η επόμενη φάση της δημόσιας πολιτικής πρέπει να είναι η πλήρης στατιστικοποίηση της εμπειρίας, ώστε ο δημόσιος διάλογος να στηρίζεται σε συνεχή, αντικειμενικά δεδομένα και όχι σε εντυπώσεις.
Το «πού» θα κριθεί η ευρωπαϊκή πολιτική
Αν κάτι προκύπτει από τη σύγκριση, είναι ότι η ευρωπαϊκή πολιτική αποσυμφόρησης της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω ADR δεν θα κριθεί στο επίπεδο αρχών – εκεί έχει ήδη κερδηθεί έδαφος. Θα κριθεί στο επίπεδο του εργαλειακού σχεδιασμού: στη λεπτομέρεια του referral από τον δικαστή, στην ισορροπία κινήτρων/συνεπειών, στην ποιότητα των παρόχων και, πάνω απ’ όλα, στη διαθεσιμότητα μετρήσιμων δεικτών. Όσο η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται από το «αν» στο «πώς», τόσο η διαμεσολάβηση θα αποδεικνύει ότι δεν είναι απλώς μια εναλλακτική, αλλά ένας παράλληλος και λειτουργικός δίαυλος επίλυσης διαφορών.
Πηγές: CEPEJ Evaluation Report 2024 (δεδομένα 2022) I EU Justice Scoreboard 2024.

