Ακολουθεί η ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, της 14-12-2024. (Αμφιθέατρο Εφετείου Αθηνών)
Χριστόφορου Σεβαστίδη Ι ΔΝ Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Κυρίες και κύριοι,
Σας καλωσορίζουμε στην ετήσια τακτική ΓΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Ευχαριστούμε όλους τους φορείς της Δικαιοσύνης που με την παρουσία τους εδώ τιμούνε την Ένωσή μας και κατ’ επέκταση δηλώνουν τον σεβασμό τους στους δικαστικούς λειτουργούς. Τα θέματα που αποφάσισε το ΔΣ να θέσει φέτος στην ημερήσια διάταξη έχουν τόση έκταση και βάθος που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διεπιστημονικού συνεδρίου. Επιλέξαμε ενότητες που αγγίζουν και αφορούν όχι μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς αλλά όλους τους πολίτες, έχοντας την εμπεδωμένη πεποίθηση, πως οι κάθε είδους παρεμβάσεις (συνταγματικές, οικονομικές, τεχνολογικές) σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού, μπορούν να έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις από την κορυφή μέχρι τη βάση της κοινωνίας και πως δεν χωρούν εφησυχασμοίγια κανέναν όποια θέση κι αν κατέχει στην πυραμίδα.
Ενόψει της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης
Στο πλαίσιο της φετινής ΔΕΘ ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την έναρξη της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης εντός του 2025. Μάλιστα διευκρίνισε ότι επιθυμεί ο ίδιος μια γενναία αναθεώρηση με ορίζοντα το 2028. Εμείς ως Δικαστικό Σώμα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συμβάλουμε αποτελεσματικά και έγκαιρα στην τροποποίηση διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, ακόμα κι αν οι διατάξεις αυτές δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Στη ΓΣ του 2018 η Ένωσή μας τοποθετήθηκε επί των αλλαγών που σχεδιάζονταν τότε για το Σύνταγμα. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, θυμίζω ότι για τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης επικράτησε η άποψη μιας προεπιλογής από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα και τελικής απόφασης από την Βουλή ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ ως προς την ηλικία αποχώρησης από την υπηρεσία η συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ της διατήρησης των υφιστάμενων ορίων. Ψηφίσαμε υπέρ μιας συνταγματικής διάταξης που θα απαγορεύει στους δικαστικούς λειτουργούς την κατάληψη οποιασδήποτε δημόσιας θέσης μετά την αφυπηρέτησή τους και υπέρ της διατήρησης του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Κρίναμε αναγκαία την διατήρηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των αποφάσεων, την κατάργηση του Μισθοδικείου και την ανάθεσης της σχετικής αρμοδιότητας στο ΑΕΔ, την κατάργηση της παρέμβασης του Υπουργού Δικαιοσύνης στις προαγωγές και στα πειθαρχικά των δικαστικών λειτουργών. Τα δύο μεγαλύτερα τότε πολιτικά κόμματα της χώρας έδειξαν στην πράξη ότι δεν επιθυμούσαν καμία αλλαγή στο κεφάλαιο της Δικαιοσύνης και τα πράγματα έμειναν στάσιμα.
Βέβαια στην παρούσα ιστορική συγκυρία με έναν αρνητικό συσχετισμό για τις κοινωνικές δυνάμεις που θα απαιτούσαν ένα πραγματικά προοδευτικό Σύνταγμα, ως θετικότερη προσδοκία προβάλλει σε αρκετές περιπτώσεις η διατήρηση των ιστορικών κατακτήσεων προηγούμενων δεκαετιών. Παρά τις συνθήκες στις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να δρούμε, ορισμένα αιτήματα έχουν ωριμάσει αρκετά και έχουν λάβει μορφή κοινωνικής διεκδίκησης με την συναίνεση όλο και περισσότερων πολιτικών κομμάτων. Σήμερα ανοίγουμε ορισμένα από τα θέματα αυτά ώστε να ακολουθήσει διευρυμένος διάλογος με την συμμετοχή όλων των φορέων και τους επόμενους μήνες ηλεκτρονική ψηφοφορία των μελών μας.
Ξεκινώντας από το διαχρονικό αίτημα αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης αποκλειστικά από την Κυβέρνηση δεν θεωρώ ότι είναι σκόπιμο να επαναλάβω τα επιχειρήματα που έχουμε διατυπώσει πολλές φορές στο παρελθόν ως προς την δικαιολογητική βάση του αιτήματος. Θα σταθώ στην πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 27 του ν. 5123/2024 που προβλέπει πλέον για την επιλογή του Προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων και της Εισαγγελίας του ΑΠ πριν την γνώμη της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής και την έκφραση γνώμης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου με μυστική ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Με υπόμνημα που καταθέσαμε στη Βουλή κατά την ακρόαση των φορέων, αναγνωρίσαμε ότι πρόκειται για ένα μικρό θετικό βήμα που κατακτήθηκε μετά από δεκαετίες επίμονης στάσης των δικαστικών ενώσεων. Ακόμα όμως και αυτή η νομοθετική μεταβολή είναι διστακτική να εκχωρήσει τμήμα εξουσίας που οικειοποιείται η Κυβέρνηση. Η γνώμη της Ολομέλειας αρχικά δεν είναι δεσμευτική για κανένα όργανο από αυτά που εμπλέκονται στη διαδικασία επιλογής. Η συμμετοχή του Δικαστικού Σώματος δεν μπορεί να είναι νομιμοποιητική της διαδικασίας αλλά να επιδρά ουσιαστικά σε αυτήν. Κατά δεύτερον η γνωμοδότηση της Ολομέλειας ακυρώνεται από την θέσπιση γνωμοδότησης της διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Τέλος η γνωμοδότηση δίνεται μόνο με μυστική ψηφοφορία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι του συνόλου του Δικαστικού Σώματος, δημιουργώντας στρεβλώσεις σε μια διαδικασία που θα όφειλε να είναι ανοιχτή – δημοκρατική στους δικαστικούς λειτουργούς. Και αν υπάρχουν τόσες δυσκολίες να προχωρήσει μία μεταρρύθμιση σε νομοθετικό επίπεδο, διαβλέπουμε ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια σε επίπεδο Συντάγματος.
Άμεσα συνδέεται και το αίτημα για συνταγματική απαγόρευση ανάληψης δημόσιας θέσης από αφυπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς τουλάχιστον για διάστημα δύο ή τριών ετών μετά την αφυπηρέτηση. Ένα αίτημα του Δικαστικού Σώματος αρκετά προωθημένο και πρωτόγνωρο για την ελληνική κοινωνία, που ζητάει αυτοπεριορισμό για χάρη της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος. Μία δεκαετία πέρασε από τότε που για πρώτη φορά το υποβάλλαμε ως Ένωση με πολλές εναλλαγές υπουργών και κυβερνήσεων. Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να διορίζουν συνταξιούχους συναδέλφους σε διάφορες Αρχές και Επιτροπές. Εμείς λέμε να πάψει επιτέλους αυτή η πρακτική που εκθέτει την χώρα διεθνώς όπως προκύπτει από τις εκθέσεις της Greco. Ψηφίσατε κ Υπουργέ το ν. 5049/2023 για την σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας, ο οποίος στο άρθρο 3 προβλέπει μεταξύ των προσόντων διορισμού του Προϊσταμένου, να είναι δικαστικός λειτουργός που έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον 2 έτη πριν την έκδοση της δημόσιας πρόσκλησης. Αναμφίβολα θετική διάταξη που δικαιώνει τις θέσεις μας και τον αγώνα που κάναμε! Γιατί όμως έρχεται αποσπασματικά μόνο για την Δικαστική Αστυνομία; Εφόσον η Κυβέρνηση αναγνωρίζει έμμεσα πως ο διορισμός δικαστικών λειτουργών σε θέσεις διοικητικές αμέσως μετά την συνταξιοδότησή τους θέτει σε αμφισβήτηση μία δικαστική σταδιοδρομία δεκαετιών και δημιουργεί υποψίες στην κοινωνία για το κατά πόσο η θεωρία των περιστρεφόμενων θυρών αγγίζει και τον τρίτο πυλώνα εξουσίας, είναι χρέος της Πολιτείας να προστατέψει τη Δικαιοσύνη στο ανώτατο επίπεδο θεσμικής κατοχύρωσης.
Φτάνουν στ΄αυτιά μας όλο και συχνότερα μηνύματα πως τα όρια συνταξιοδότησης θα τεθούν σε νέα βάση σε σχέση με τα 67 έτη που ορίζει σήμερα το Σύνταγμα. Με επιχειρήματα υπέρ της ενεργούς γήρανσης του πληθυσμού, της αδυναμίας των ασφαλιστικών συστημάτων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, καλλιεργείται εδώ και καιρό στην Ευρώπη ο σχεδιασμός για παράταση του εργάσιμου βίου. Παρουσιάζεται μάλιστα ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων η δουλειά μέχρι τα 70 ή και 72 έτη, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Η άρνηση της κυβέρνησης να εκτελέσει την αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε αντισυνταγματικό το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεών μας κάτω από το 60% αναγκάζει όλο και περισσότερους να συνεχίσουν να εργάζονται ενώ οι φυσικές και πνευματικές τους αντοχές τους εγκαταλείπουν. Γνωρίζουμε καλά και κατανοούμε πως η αύξηση του ηλικιακού ορίου αποχώρησης από την υπηρεσία για τους δικαστικούς λειτουργούς δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά το όχημα για να οδηγηθεί ολόκληρος ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας σε μια ανάλογη αύξηση. Οι διαδηλώσεις στην Γαλλία όταν επιχειρήθηκε η αύξηση του εργασιακού βίου από τα 62 στα 64 έτη είναι ακόμα νωπές στη μνήμη μας. Όμοιες αντιδράσεις εκδηλώνονται παντού στον κόσμο. Τα ηλικιακά όρια αποχώρησης των δικαστών από την υπηρεσία τους δεν είναι ζήτημα στενά συντεχνιακό αλλά βαθύτερα κοινωνικό και απαιτεί σύμπλευση και ενιαία στάση όλων των εργαζομένων.
Επιστροφή 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα
Στις 27 Σεπτεμβρίου θέσαμε επίσημα στο Υπουργείο Οικονομικών το ζήτημα της επιστροφής του 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα θεωρώντας ότι ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας έχει εκλείψει μετά την είσοδο της χώρας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή».
Το 2025 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά διεκδικήθηκαν από τους δημοσίους υπαλλήλους. «Τα οικονομικά της χώρας δεν το επιτρέπουν» ήταν και τότε η απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών (σχετ. δημοσίευμα στην εφημερίδα «Αθήναι» της 8.12.1925). Πέρασε η Ευρώπη μέσα από πολέμους, από οικονομική κρίση και μετά από πολύμορφες πιέσεις, τα επιδόματα που δίνονταν τμηματικά, έλαβαν νομοθετική κατοχύρωση στον α.ν. 1777/1951, που κυρώθηκε με το ν. 1901/1951.
Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 αξιοποιήθηκε για μείωση και στη συνέχεια πλήρη κατάργηση των Δώρων στον δημόσιο τομέα και δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας. Μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, το Κράτος εντελώς αυθαίρετα και αδικαιολόγητα αρνείται να τα επιστρέψει στους εργαζόμενους. Ελπίζει ίσως ότι μια ιστορική κατάκτηση ενός αιώνα θα ξεθωριάσει εύκολα στις μνήμες των ανθρώπων.
Το επιχείρημα της έλλειψης δημοσιονομικού χώρου εύκολα αποδομείται από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat που παρουσιάζουν αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 7,7% την τετραετία που μας πέρασε, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν 3,3% και τριπλάσιο της Ευρωζώνης (2,3%). Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς 2,5% δηλαδή τριπλάσιους σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Αυτή τη στιγμή έπειτα από την εξομοίωση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τα ετήσια εισοδήματα των εργαζομένων στο δημόσιο υπολείπονται κατά 14% λόγω των 2 επιπλέον μισθών που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, μια μεταχείριση κατάφωρα άδικη και ανισότιμη.
Μετά την πρωτοβουλία που ανέλαβε η Ένωσή μας, πραγματοποιήσαμε συναντήσεις με την ΑΔΕΔΥ και τους ένστολους ενώ λάβαμε επιστολές από διάφορους φορείς. Σχεδιάζεται ήδη από την ΑΔΕΔΥ ειδική εκδήλωση στην παλαιά Βουλή στις 16 Ιανουαρίου στην οποία θα παρευρεθούμε κι εμείς. Τα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης γνωρίζω ότι στήριξαν το αίτημά μας και στη Βουλή. Θα περιμένουμε και στους σημερινούς χαιρετισμούς των εκπροσώπων των κομμάτων να ακούγαμε συνοπτικά την τοποθέτησή τους στο ζήτημα αυτό το οποίο απασχολεί εκατομμύρια Έλληνες. Ο αγώνας για μας τώρα ξεκίνησε. Αναμένουμε ακόμα τη συνάντηση με τον Υπουργό Οικονομικών που εκκρεμεί εδώ και δύο μήνες. Διαθέτουμε και υπομονή και αντοχές μέχρι να δούμε ένα δίκαιο αίτημα να ικανοποιείται και μια κοινωνική αδικία να αποκαθίσταται.
Τεχνητή νοημοσύνη στη δικαιοσύνη
Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στις 20 Νοεμβρίου σε εκδήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προανήγγειλε την είσοδο της τεχνητής νοημοσύνης στη δικαιοσύνη. Πρόκειται αναμφίβολα για ζήτημα αιχμής. Στη φετινή Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών αποτέλεσε το κυρίαρχο θέμα συζήτησης. Κατατέθηκαν αναφορές από 39 κράτη. Στις περισσότερες από αυτές οι δικαστές τοποθετούνται αρνητικά στην εισαγωγή τεχνητής νοημοσύνης ακόμα και σε κράτη με υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη όπως η Ιαπωνία και στην Ευρώπη η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Δανία εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τον σκεπτικισμό τους στη χρήση των νέων αυτών μέσων τεχνολογίας.
Ένας σκεπτικισμός που δεν έχει καμία σχέση με την παραληρηματική τεχνοφοβία, τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας, τους νεολουδίτες, αλλά συνδέεται με την ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα ποιος και για ποια συμφέροντα καθορίζει τον τεχνολογικό προσανατολισμό. Λίγοι μονοπωλιακοί όμιλοι αποφασίζουν σήμερα ποια δεδομένα συλλέγονται στα ψηφιακά κέντρα, με ποια κριτήρια και ποιες διαδικασίες, ποιες πληροφορίες εξάγονται και πως αξιοποιούνται.
Στον τομέα της δικαιοσύνης αντιλαμβανόμαστε πως η νομολογία των δικαστηρίων όπως και η νομική θεωρία δεν είναι στατικές αλλά εμπλουτίζονται με τον διάλογο, μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνικές εξελίξεις. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα της μεταβλητότητας και προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης σκέψης στις νέες συνθήκες. Θα αναπαράγει θέσεις και αντιλήψεις παρωχημένες σε πλήρη αναντιστοιχία με την εξέλιξη και την πρόοδο ή και υπάρχουσες ανισότητες και στερεότυπα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Αμφισβητούμενη είναι και η αξιοπιστία των αλγορίθμων ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την αδιαφάνεια στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι ιδιωτικές εταιρίες. Ο κίνδυνος της «παράλειψης δεδομένων», της επιλογής μόνο των δεδομένων που ταιριάζουν σε προκαθορισμένα πλαίσια ανάλυσης αποκλείοντας αποφάσεις που δεν ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα πρότυπα ενδέχεται να συμβεί είτε λόγω τεχνικών αδυναμιών είτε σκοπιμοτήτων. Και τέτοια παραδείγματα είχαμε και στην Ελλάδα με τράπεζες νομικών πληροφοριών που τα αναδείξαμε σχετικά πρόσφατα. Θα αναφέρω μία περίπτωση που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα διεθνώς για να καταδείξει τους κινδύνους από τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Την υπόθεση Roberto Mata εναντίον Avianca Airlines στην Κολομβία. Σε μια αγωγή που κατέθεσαν οι δικηγόροι του Mata εναντίον της αεροπορικής εταιρίας για αποζημίωση λόγω σωματικών βλαβών που υπέστη ο πελάτης τους, κατατέθηκαν ως νομολογιακό προηγούμενο άλλες παρεμφερείς υποθέσεις. Υπήρχε ωστόσο ένα πρόβλημα. Όλες αυτές οι υποθέσεις που προσκομίστηκαν δεν υπήρχαν. Ένας δικηγόρος τουMata, είχε χρησιμοποιήσει το ChatGPT για τη διεξαγωγή της έρευνάς του και διαβεβαιώθηκε από την πλατφόρμα ότι οι υποθέσεις ήταν πραγματικές. Ο δικηγόρος στη συνέχεια επικαλέστηκε άγνοια και παραπλάνηση από την πλατφόρμα.Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η χειραγώγηση των δικαστών μέσω της πίεσης που τους ασκείται από το συγκεκριμένο μοτίβο των αλγόριθμων ώστε να μην αποκλίνουν από αυτό εάν δεν επιθυμούν να βρεθούν στην θέση του πειθαρχικά ελεγκτέου.
Τα συμπεράσματα αυτά στα οποία είχαμε καταλήξει ως ομάδα του ΔΣ πριν από 5 χρόνια και τα καταγράψαμε σε δημόσια κείμενά μας, έρχονται τώρα να επικυρωθούν από την απόφαση 26 του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) τον Δεκέμβριο του 2023 με τίτλο «Προχωρώντας μπροστά: η Χρήση ΤΝ στο δικαστικό σύστημα». Στο κείμενο συμπερασμάτων γίνεται αναφορά στη χρήση της τεχνολογίας που πρέπει, πάνω απ’ όλα, να σέβεται τη φύση μιας δικαστικής διαδικασίας. Σύμφωνα με την απόφαση «Πρώτον, πολλές δικαστικές αποφάσεις είναι αποφάσεις διακριτικής ευχέρειας, βασισμένες στα συγκεκριμένα γεγονότα μιας μεμονωμένης υπόθεσης. Δεύτερον, οι δικαστές παίζουν σημαντικό ρόλοστην προώθηση της νομοθεσίας. Δεν ισχύουν σταθεροί και αμετάβλητοι κανόνες. Οι δικαστές πρέπει να είναι σε θέση να προχωρούν σε διορθωτική ερμηνεία των νόμων. Η τεχνολογίαδεν πρέπει να μπει στη σφαίρα της δικαιοσύνης. Η τεχνολογία δεν πρέπει να αποθαρρύνει ή να εμποδίζει την κριτική σκέψη των δικαστών καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα της νομικής επιστήμης και διάβρωση του συστήματος νομικής προστασίας. Τα εργαλεία πρέπει επομένως να σέβονται τη διαδικασία λήψης δικαστικών αποφάσεων και τηναυτονομία των δικαστών». Οι διαπιστώσεις αυτές, ορθότατες στο περιεχόμενό τους, συνθλίβονται από την ορμή των νέων τεχνολογιών που με τη μορφή δόγματος εισάγονται στα δικαστικά συστήματα προωθώντας τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων για έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων.
Ποια είναι λοιπόν η εμπειρία που μας μετέφεραν τον περασμένο μήνα ορισμένες χώρες που χρησιμοποιούν ήδη Τεχνητή Νοημοσύνη: Στη Γαλλία το Ανώτατο Δικαστήριο αναπτύσσει ένα εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης ικανό να ανιχνεύει τη νομική (μείζονα) σκέψη σε μια απόφαση ή την πιθανή ύπαρξη αποκλίσεων στη νομολογία. Το Υπουργείο δικαιοσύνης αναπτύσσει τεχνητή νοημοσύνη για να μπορεί να προβλέπει το πλαίσιο αποζημίωσης σε υποθέσεις που αφορούν σωματικές βλάβες. Σε πειραματική βάσηδημιουργήθηκε μια αυτοματοποιημένη συσκευή επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που ονομάζεται «DateJust» η οποία ανέπτυξε έναν αλγόριθμο υπεύθυνο για την αυτόματη εξαγωγή δεδομένων ώστε με τη χρήση τους να καθορίζονται τα ποσά που αιτούνται και προσφέρονται από τα διάδικα μέρη. Η προσπάθεια αυτή ωστόσο εγκαταλείφθηκε τον Ιανουάριο του 2022 λόγω της εκτεταμένης κριτικής ότι η βάση δεδομένων ήταν προκατειλημμένη και απέδιδε απανθρωποιημένη δικαιοσύνη. Στην Ιταλία σε διάφορα δικαστήρια όπως στο Μπάρι,Μπρέσια, Βενετία, Γένοβα και Πίζα, δοκιμάζουν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που στοχεύουν στη βελτίωση της προβλεψιμότητας των αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις. Μία από αυτές τις προσπάθειες είναι το Πρόγραμμα «PredictiveJurisprudence», το οποίο στοχεύει στη δημιουργία μιας πλατφόρμας προγνωστικής νομολογίας για την ανάλυση συγκεκριμένων νομικών υποθέσεων. Στην Σουηδία έφτασαν ορισμένοι δικαστές στην αξιοποίηση του ChatGPTγια την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Στις ΗΠΑ που είναι ο προπομπός των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, πολλοί δικαστές χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια μορφές τεχνολογίας AI στην εργασία τουςκαι μηχανές αναζήτησης. Το ομοσπονδιακό δικαστικό σώμα έχει πρόσβαση στο WestlawPrecision, το οποίο ενσωματώνει νέα χαρακτηριστικά με τεχνητή νοημοσύνη στις ήδη υφιστάμενες νομικές ερευνητικές δυνατότητες. Ορισμένα ομοσπονδιακά δικαστήρια αξιολογούν τη χρησιμότητα καιαξιοπιστία νομικών ερευνητικών εργαλείων που ενσωματώνουν τεχνολογία AI, όπως π.χWestlawPrecision’sAI-AssistedResearch ή Lexis+. Σε αντίθεση με άλλα chatbots AI (όπως το ChatGPT), το AIAssisted Research της WestlawPrecision και το Lexis+ βασίζονται αποκλειστικά στη νομολογία για την προβλεπτική δικαιοσύνη, ενισχύοντας,όπως υποστηρίζουν, την ακρίβεια και την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων τους, αλλά κι εδώ η επανεξέταση του υλικού από τον δικαστή εξακολουθεί να θεωρείται αναγκαία. Στις αρχές του 2023 έγινε στις ΗΠΑ μία πρώτη προσπάθεια να παρευρεθεί επίσημα σε δικαστήριο ένα ρομπότ που θα εκτελούσε χρέη δικηγόρου υποστηριζόμενο από ΤΝ αλλά η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε λόγω αντιδράσεων των δικηγορικών συλλόγων. Παρ όλα αυτά το περιοδικό Wiredεπιμένει ότι τα ρομπότ- δικηγόροι σύντομα θα έχουν σημαντικό ρόλο στα δικαστήρια και στην απονομή δικαιοσύνης.
Μπαίνουμε σε μία νέα φάση απονομής δικαίου εντελώς πρωτόγνωρη, στην οποία οι δικαστικοί λειτουργοί θα βρεθούν με βίαιο τρόπο να ακολουθούν τις εξελίξεις που θα επιβάλουν οι μεγάλες εταιρίες διαχείρισης αλγορίθμων. Γίνεται έτσι φανερό πως η πορεία της εξέλιξης του δικαίου και των όρων απονομής της δικαιοσύνης προκύπτει από τη μετατροπή των οικονομικών σχέσεων σε νομικές αρχές. Εμείς θεωρούμε ότι λειτουργούμε με aprioriδοσμένες αρχές ενώ στην πραγματικότητα αυτές αποτελούν οικονομικές αντανακλάσειςτης εποχής.
Ζητήματα της καθημερινότητας
Πέρα από ζητήματα μιας ευρύτερης θεώρησης των αλλαγών που επιχειρούνται και επηρεάζουν άμεσα τους δικαστικούς λειτουργούς και έμμεσα κάθε πολίτη, υπάρχουν και θέματα της καθημερινότητάς μας που αρκετές φορές θέσαμε στον κ Υπουργό και συνδέονται πρωτίστως με τη διαδικασία της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωρίς μέχρι σήμερα να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση. Θα αναφερθώ σε ορισμένα από αυτά, λόγω του περιορισμένου χρόνου, χωρίς να παραγνωρίζω πως υπάρχουν και άλλα εξίσου σημαντικά τα οποία αναδεικνύουμε με την καθημερινή μας δράση.
Οι πρωτοδίκες υποχρεώνονται πλέον να μεταβαίνουν σε παράλληλες και περιφερειακές έδρες δικαστηρίων, μετά την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, σε καθημερινή βάση, μια πρακτική που δεν είναι ούτε εφικτή ούτε αναγκαία, όπως αναφέραμε και σε Δελτίο Τύπου που εκδώσαμε. Το Υπουργείο ζητάει από δικαστικούς λειτουργούς να μεταβαίνουν και να διαμένουν σε περιφερειακό δικαστήριο μακριά από τον τόπο που υπηρετούν χωρίς να έχει φροντίσει να καταβάλλει τα έξοδα διαμονής και μετακίνησής τους. Μας είχατε υποσχεθεί κ Υπουργέ ότι θα λύνονταν άμεσα με την λειτουργία ειδικής πλατφόρμας . Έχουν περάσει ήδη 3 μήνες από την έναρξη του δικαστικού έτους και το ζήτημα αυτό δεν έχει λυθεί. Η θέση της Ένωσης είναι πως μια τέτοια πρακτική που εγκαινιάζετε παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα διότι σε πολλές περιπτώσεις αποδυναμώνεται και δεν θα μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα το κεντρικόΠρωτοδικείο. Επίσης δεν είναι αναγκαία, διότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις πουπαρουσιάζεται έκτακτη ανάγκη σε μια περιφερειακή έδρα, το ζήτημα μπορεί να λύνεταιόπως συνέβαινε επί δεκαετίες σε αντίστοιχες περιπτώσεις με συνεννόηση της διοίκησης του πρωτοδικείου με τον αιτούντα διάδικο ή τον δικηγόρο. Ηκατασπατάληση ανθρώπινου δυναμικού και ωρών εργασίας κινείται αντίστροφα μετη λογική που ακολούθησε ο νομοθέτηςκατά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και αναιρείτις προσπάθειες επιτάχυνσης του δικαιοδοτικού έργου. Αντίθετα θεωρούμε ότιεφόσον υφίστανται περιφερειακές έδρες ο διευθύνων το πρωτοδικείο θα πρέπει ναεξασφαλίζει την παρουσία προέδρου υπηρεσίας σε αυτές για την εκδίκασηπροσωρινών διαταγών, διαταγών πληρωμής, η συχνότητα της οποίας θα εξαρτάται από τις ανάγκες της συγκεκριμένηςπεριφερειακής έδραςαλλά και τις υπηρεσιακές δυνατότητες.
Για τον ασφαλέστερο προσδιορισμό της αναμενόμενης αύξησης της ύλης του Εφετείου, προβήκαμε σε συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων και σε συμπεράσματα για τις ανάγκες που θα προκύψουν σε ανθρώπινο δυναμικό και σας τα υποβάλαμε κ Υπουργέ. Ειδικότερα μετά τον διπλασιασμό σχεδόν του αριθμού των Πρωτοδικών, ο αριθμός των παραγόμενων αποφάσεων στα Πρωτοδικεία θα αυξηθεί σημαντικά. Αν όμως παραμείνει ίδιος ο αριθμός των δευτεροβάθμιων δικαστών, οι υποθέσεις θα παρουσιάσουν σοβαρή καθυστέρηση στην εκδίκασή τους σε δεύτερο βαθμό. Θα παρατηρηθεί σύντομα το φαινόμενο να εκδίδονται ταχύτερα οι υποθέσεις σε πρώτο βαθμό και να έχουμε σύντμηση του χρόνου έκδοσης της οριστικής απόφασης, αλλά θα καθυστερεί η έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. Για τον λόγο αυτό ζητήσαμε μια ανάλογη αύξηση του αριθμού των Εφετών και Προέδρων Εφετών και αναμένουμε την τοποθέτησή σας.
Στον σχεδιασμό του Υπουργείου προβλέπονταν η δυνατότητα εθελουσίας εξόδου σε δικαστικούς λειτουργούς που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν δικαστές και εισαγγελείς που ανυπαίτια δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους, χωρίς ωστόσο να έχουν συμπληρώσει τα αναγκαία συντάξιμα χρόνια. Η ανυπαίτια αυτή αδυναμία επιβαρύνει τους υπόλοιπους συναδέλφους τους και δημιουργεί καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων. Σε μια συνολική στόχευση της επιτάχυνσης του ρυθμού του παραγόμενου έργου και πλάι στα μέτρα που έχετε ήδη λάβει, επιβάλλεται πλέον όχι μόνο για λόγους κοινωνικής προστασίας των ευάλωτων συνανθρώπων μας, αλλά και για λόγους πρακτικούς, να δώσετε την δυνατότητα εθελουσίας εξόδου με τις προϋποθέσεις και τους όρους που είχαν δοθεί και πριν από μία δεκαετία. Πρόκειται για ένα μέτρο κοινωνικά δίκαιο, που συνεπάγεται μικρή επιβάρυνση στον προϋπολογισμό του Υπουργείου αλλά θα επιφέρει σημαντική βελτίωση στους χρόνους απονομής της δικαιοσύνης.
Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τις θέσεις του Υπουργείου και των πολιτικών κομμάτων στα θέματα επικαιρότητας που αναδεικνύουμε. Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος σήμερα δεν επαρκεί για κάτι τέτοιο και για τον λόγο αυτό βρισκόμαστε σε μια διαρκή διαδικασία επισκέψεων και ενημέρωσης.
Σας ευχαριστώ για την αποψινή σας παρουσία και εύχομαι καλή επιτυχία στην Γενική μας Συνέλευση.