spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΕλλάδαΕπίκαιρη Νομολογία για την συμμόρφωση στις αποφάσεις του ΣτΕ

Επίκαιρη Νομολογία για την συμμόρφωση στις αποφάσεις του ΣτΕ

spot_img
spot_img
spot_img

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά θεμελιώδη πτυχή και έκφραση της αρχής του κράτους δικαίου και αποτελεί Συνταγματική επιταγή (άρθρο 95, παρ. 5 του Συντάγματος): «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο όπως νόμος ορίζει….». Με βάση διάταξη του Συντάγματος, το Π.Δ. 18/1989, στο άρθρο 50 παρ. 4 προέβλεψε τον έλεγχο της διοίκησης: «Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.»., Ο νόμος προβλέπει και την υποχρέωση της Διοίκησης να εφαρμόζει τις δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ και σε άλλες υποθέσεις με κύριο ζήτημα το κριθέν από το δικαστήριο : «Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο».

Επιπλέον, η δεσμευτικότητα των δικαστικών αποφάσεων για τη Διοίκηση προκύπτει και από τον νόμο 3068/2002 όπου στο άρθρο 1 αναφέρεται: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει».

2.- Στις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ( Ν.2717/1999 , ΦΕΚ Α΄ 97), όπως ισχύουν, μεταξύ άλλων ορίζεται:
Στο άρθρο 196: «Οι αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων».
Στο άρθρο 198: «1. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής. 2.Η παράλειψη διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, έχει ως συνέπεια, για τον παραβάτη, εκτός από την κατ’άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα ποινική του δίωξη, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση».-
3.- Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει (υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδας) ότι: «…η αποτελεσματική προστασία ενός μέρους ειδικά σε διοικητικές δίκες και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις….Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται, αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 στερούνται του σκοπού τους».
4.- Το Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ έχει κρίνει Τρ. Συμβ. ΣΤΕ 8/2005, 9/2004), ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης δεν απορρέει από κάθε απορριπτική απόφαση, «διότι με την αίτηση συμμόρφωσης προς μια τέτοια απόφαση επιδιώκεται πράγματι όχι η συμμόρφωση της Διοίκησης προς την δικαστική απόφαση, αλλά η εκτέλεση των ιδίων αυτής πράξεων» Για το ζήτημα όμως αυτό, το ΕΔΔΑ, έχει κρίνει (υπόθεση Ιερός Μονής Προφήτου Ηλία Θήρας) ότι υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης και προς τις απορριπτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, δεχόμενο, θεωρώντας προφανώς ότι ανταποκρίνεται, τούτο πληρέστερα στην αρχή της νομιμότητας ότι: «…. Το άρθρο 6 παρ.1 δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στις αποφάσεις που δέχονται και σε αυτές που απορρίπτουν προσφυγή που ασκήθηκε σε αστές που απορρίπτουν προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πρόκειται πάντοτε για δικαστική απόφαση η οποία πρέπει να είναι σεβαστή και να εφαρμοσθεί. Οι πράξεις ή παραλήψεις της Διοίκησης, συνέπεια δικαστικής απόφασης δεν μπορούν να έχουν συνέπεια ούτε να εμποδίσουν, ούτε ακόμα λιγότερο να αμφισβητήσουν την ουσία της υπόθεσης αυτής…».
ΣΥΝΕΠΩΣ, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων (άρθρα 50 παρ. 2 του Π.Δ.18/1989, 198 § 1 ΚΔΔ, 1 του Ν.3068/2002), απαιτείται, επιπλέον και θετική ενέργεια ή αποχή από ενέργεια της διοίκησης, η οποία να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο και εκτελεστική της ακυρωτικής απόφασης.
5.-Η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπόμενων στο νόμο αυτόν μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές Συμβούλιο: α) του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτού, β) του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, (των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων), γ) του Αρείου Πάγου, αν πρόκειται για αποφάσεις των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων όλων των βαθμίδων και δ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για
αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, ε) των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτών. Το τριμελές συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικαστηρίου και δύο μέλη του.
Με εξαίρεση τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και της Ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, στο τριμελές συμβούλιο δεν μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση, για την οποία κινείται η διαδικασία συμμόρφωσης της διοίκησης, εκτός αν είναι αδύνατη η συγκρότησή του από άλλους δικαστές. Το τριμελές συμβούλιο βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση  .
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ:
Ι.- ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:
1.- Σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και, ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8 του άρθρου 3 του εκτελεστικού αυτού νόμου, εκδόθηκε το π.δ. 61/2004 με τίτλο «Διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις» (Α΄ 54). Ειδικότερα, με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του προεδρικού αυτού διατάγματος ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής από τους ενδιαφερομένους, μετά την έκδοση από το Συμβούλιο απόφασης επί αρχικής αίτησης προς συμμόρφωση, νέας αίτησης επί της αυτής υπόθεσης. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: «Νέα αίτηση των ίδιων ή άλλων ενδιαφερομένων για επανάληψη της διαδικασίας διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης και επιβολή νέας χρηματικής κύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 εδαφ. τελευταίο του Ν. 3068/2002, δεν υποβάλλεται πριν περάσει τρίμηνο από την κοινοποίηση της απόφασης του συμβουλίου στην υπόχρεη προς συμμόρφωση αρχή». Εξάλλου, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3068/2002 ορίζονται τα εξής: «Εάν μετά την επιβολή της χρηματικής κύρωσης η διοίκηση εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται προς τη δικαστική απόφαση, μπορεί, μετά από επανάληψη της οριζομένης στο άρθρο αυτό διαδικασίας, να επιβληθεί από το τριμελές συμβούλιο και νέα χρηματική κύρωση».
2. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει η δυνατότητα επανεξέτασης της υπόθεσης μη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση εάν, παρά τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης και την επιβολή χρηματικής κύρωσης, η Διοίκηση εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται. Στην περίπτωση δε αυτή το Συμβούλιο δύναται να επιβάλει νέα χρηματική κύρωση, εάν επιλαμβανόμενο εκ νέου και επαναλαμβάνοντας την οριζόμενη στο νόμο 3068/2002 διαδικασία, διαπιστώσει ότι η Διοίκηση εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται προς δικαστική απόφαση, ακόμη και μετά την επιβολή της πρώτης χρηματικής κύρωσης.(Βλ. 15/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας)

2.- ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ-  ΣΤΗΝ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΧΑΡΑΞΗ ΑΙΓΙΑΛΟΥ:
1.-  Συνεπεία της ακυρώσεως της αρνητικής γνωμοδότησης του ΓΕΝ όσον αφορά την αποδοχή του αιτήματος του ήδη αιτούντος περί επανακαθορισμού ορίων αιγιαλού, η υπόθεση επανήλθε στον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξης, η νέα δε πράξη που όφειλε να εκδώσει η Διοίκηση ανάγεται στον χρόνο εκείνο και διέπεται από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε, χωρίς όμως να εμποδίζεται η εφαρμογή και των νεότερων, διαδικαστικού χαρακτήρα διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται η Διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 4690/1983, 3144/1991 7μ., 1073/2005, 4689/2015 κ.ά.). Επομένως, μετά τη δημοσίευση της ΣτΕ 1229/2014 ακυρωτικής αποφάσεως και την κατάργηση, στο μεταξύ, της συναρμοδιότητας του ΓΕΝ ως προς τον καθορισμό οριογραμμής αιγιαλού, με το άρθρο 113 παρ. 2 του ν. 3978/2011 (Α΄ 137/16.6.2011), η Διοίκηση, ήτοι οι υπαγόμενες στο Υπουργείο Οικονομικών Κτηματική Υπηρεσία * και η επιτροπή καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας της Περιφερειακής Ενότητας *, όφειλαν, χωρίς καθυστέρηση, να επιληφθούν και να υποβάλουν προς στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, προς κύρωση, την απόφαση της επιτροπής επί του αιτήματος καθορισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παρ. 7 του ν. 4281/2014, Α΄ 160/8.8.2014 (όπως αντικαταστάθηκε από την τελευταία έκτη παράγραφο του άρθρου 27 του ν. 4321/2015, Α΄ 32), 4 παρ. 8 του ν. 2971/2001 (όπως αντικαταστάθηκε από 21.3.2015 με την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 27 του ν. 4321/2015, Α΄ 32), 5 παρ. 5 του ν. 2971/2001 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 113 παρ. 2 του ν. 3978/2011, Α΄ 137/16.6.2011) και 7Α παρ. 1 και 2 του ν. 2971/2001 (το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 4281/2014, Α΄ 160/8.8.2014), λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την ήδη υφιστάμενη από έτους 2007 έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, το περιεχόμενο της οποίας αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο συγκριτικά με την αρνητική και τελικώς ακυρωθείσα γνωμοδότηση του ΓΕΝ. Με τα ανωτέρω δεδομένα, και λαμβανομένου υπόψη ότι: α) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της προαναφερόμενης ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης * να έχει επικυρώσει πράξη της αρμόδιας επιτροπής περί επανακαθορισμού ορίων αιγιαλού, β) δεν αποτελεί δικαιολογία για την ως άνω καθυστέρηση η ανάγκη ανασυγκρότησης της αρμόδιας επιτροπής συμφώνως προς νέους οργανωτικούς κανόνες (πρβλ. ΠΕ 16/2009, 5/2004), το Συμβούλιο διαπιστώνει την αδικαιολόγητη μη συμμόρφωση προς την απόφαση ΣτΕ 1229/2014, του Υπουργείου Οικονομικών (Κτηματική Υπηρεσία *, επιτροπή καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας Περιφερειακής Ενότητας *) και του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης *. Περαιτέρω, το Συμβούλιο καλεί, συμφώνως προς τα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και 3 παρ. 2 του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), τις ως άνω Αρχές να συμμορφωθούν προς την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εντός τριμήνου από την κοινοποίηση του παρόντος πρακτικού και να κρίνουν αιτιολογημένα επί του αιτήματος του αιτούντος περί επανακαθορισμού ορίων αιγιαλού(Βλ. Αριθμός 14/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 του Ν. 3068/2002).

3.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ- ΣΤΗΝ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΧΑΡΑΞΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ:
Μετά τη δημοσίευση της ΣτΕ 720/2015 ακυρωτικής αποφάσεως η Διοίκηση όφειλε, χωρίς καθυστέρηση, να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αγίας * και να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του ένδικου ακινήτου, τούτο δε, ενόψει του ιστορικού μεταβολής των απόψεών της ως προς το χαρακτηρισμό του χώρου που καταλαμβάνεται από το Ο.Τ. *, σε συνδυασμό με την υποχρέωσή της, η οποία απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, να μην επιτρέπει την υπέρμετρη κατά χρόνο δέσμευση της ιδιοκτησίας χωρίς τη συντέλεση απαλλοτριώσεως, σε κάθε δε περίπτωση με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλης από άποψη υγιεινής, ασφάλειας, οικονομίας και αισθητικής, καθώς και την άρτια διαρρύθμισή της με βάση τα πολεοδομικά κριτήρια που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος (πρβλ. Πρ. Τριμ.Συμβ.Συμμ. 48/2006, 61/2009, 52/2018). Με τα ανωτέρω δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των τριών ετών από τη δημοσίευση της προαναφερόμενης ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς να έχει ρυθμισθεί το πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου των αιτουσών, με συνέπεια η Διοίκηση να αρνείται την έγκριση οικοδομικής άδειας υπέρ αυτών, το Συμβούλιο διαπιστώνει την αδικαιολόγητη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή, τόσο του Δήμου *, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα κινήσεως της σχετικής διαδικασίας, όσο και της Περιφέρειας Αττικής, η οποία, βάσει του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 4067/2012 (όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 62 του ν. 4280/2014), διατηρεί την κατά το άρθρο 186 παρ. ΙΙΣΤ.39 του ν. 3852/2010 αρμοδιότητά της για την έγκριση σημειακών – εντοπισμένων τροποποιήσεων εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων, χρήσεων γης και όρων δόμησης αυτών, όπως είναι εν προκειμένω η εντοπισμένη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Αγίας ς στο Ο.Τ. 188. Περαιτέρω, το Συμβούλιο καλεί, συμφώνως προς τα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 και 3 παρ. 2 του π.δ/τος 61/2004, τον Δήμο Αγίας Παρασκευής και την Περιφέρεια Αττικής να συμμορφωθούν προς την ανωτέρω απόφαση εντός τριμήνου από την κοινοποίηση του παρόντος πρακτικού. Κατά τη συμμόρφωση δε αυτή, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει αιτιολογημένα αν είναι πολεοδομικώς αναγκαία η διατήρηση ως κοινοχρήστου χώρου του ακινήτου των αιτούντων και, σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλει και πάλι τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση αυτού, εφόσον, όμως, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των αιτουσών, σε αποφατική δε περίπτωση να χαρακτηρίσει το ακίνητο ως οικοδομήσιμο ώστε ο Δήμος Αγίας να δύναται να προβεί στη συνέχεια στην έκδοση της αιτηθείσας οικοδομικής άδειας.( (Βλ. Αριθμός 13/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 του Ν. 3068/2002).

4.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ-  ΣΕ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
Με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η * απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία είχαν τοποθετηθεί για τρία έτη ως Προϊστάμενοι της Γενικής Διευθύνσεως Μεταφορών η * και της Γενικής Διευθύνσεως Διοικητικής Υποστήριξης ο *, κατά παράλειψη του αιτούντος, ενόψει πλημμελειών του * πρακτικού του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στο οποίο βασίσθηκε η ως άνω απόφαση.

Η Διοίκηση συμμορφούμενη, κατά το άρθρο 95 παράγραφο 5 του Συντάγματος, προς την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, είχε υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε να αποκατασταθούν πλήρως τα πράγματα στην θέση στην οποία θα ήταν, εάν δεν είχε χωρήσει η παρανομία, εξαιτίας της οποίας ακυρώθηκε η ως άνω τοποθέτηση Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Ειδικότερα, η Διοίκηση όφειλε να προχωρήσει σε νέα κρίση των υποψήφιων για τις ως άνω θέσεις υπαλλήλων και στην αναδρομική τοποθέτηση των επιλεγέντων (βλ. πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμμόρφωσης 20, 21/2017).
Η Διοίκηση δεν προέβη στις ανωτέρω αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της προς την 3514/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ενέργειες. Με τα δεδομένα αυτά, η συμμόρφωση της Διοίκησης προς την απόφαση αυτή είναι πλημμελής, πρέπει δε, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και 3 παρ. 2 του π.δ. 61/2004, να κληθούν οι αρμόδιοι Υπουργοί Εσωτερικών και Υποδομών και Μεταφορών να συμμορφωθούν πλήρως, κατά τα προεκτεθέντα, προς την εν λόγω απόφαση, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση σε αυτούς του παρόντος πρακτικού. (Βλ.7/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 του Ν. 3068/2002)
5.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ- ΣΕ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΕΔ
Η διοίκηση, παρά την παρέλευση χρονικού διαστήματος μείζονος του έτους από τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως (13.5.2016) και εννέα μηνών από την επίδοσή της, με πρωτοβουλία της αιτούσης, στους συναρμόδιους Υπουργούς Οικονομικών και Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών (αρμόδιο για ζητήματα δημόσιας τάξης) στις 23.8.2016, σε ουδεμία ενέργεια προς υλοποίησή της προέβη. Και ναι μεν, λόγω των εγγενών δυσχερειών που συνδέονται με την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής, η οποία έχει σημαντικές δημοσιονομικής φύσεως συνέπειες ,οι οποίες πρέπει, πράγματι, να αποτελέσουν αντικείμενο επισταμένης μελέτης εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από τη Διοίκηση η άμεση λήψη όλων των αναγκαίων για την υλοποίηση της αποφάσεως αυτής μέτρων και, μάλιστα, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Πλην, όμως, η διοίκηση, λόγω και της παρελεύσεως μακρού χρονικού διαστήματος από της γνωστοποιήσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, προς την οποία ζητείται η συμμόρφωση, θα έπρεπε να έχει ήδη εκκινήσει τη διαδικασία αυτή και να έχει, τουλάχιστον, καταλήξει σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις ως προς τον τρόπο αντιμετωπίσεως των δυσμενών δημοσιονομικών επιπτώσεών της με σκοπό την μελλοντική και, ενδεχομένως και τμηματική, καταβολή των αποδοχών τις οποίες τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων στερήθηκαν λόγω της μερικής και όχι πλήρους αποκαταστάσεως του μισθολογίου τους με το άρθρο 86 του ν. 4307/2014. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την κρίση του Συμβουλίου, συντρέχει περίπτωση μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως (του Υπουργείου Οικονομικών) προς την 1125/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τον λόγο δε αυτό, πρέπει να κληθεί η Διοίκηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 και 3 παρ. 2 του π.δ/τος 61/2004, να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός 8μήνου από την κοινοποίηση του οικείου πρακτικού (βλ. 5/2014 πρακτικό Τρ. Συμβ. ΣτΕ), προθεσμία την οποία το παρόν Συμβούλιο κρίνει εύλογη ενόψει των ειδικών δημοσιονομικών συνθηκών της Χώρας.( ΒΛ. Αριθμός  3/2018, 4/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 του Ν. 3068/2002)

6.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ- ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ-ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ:
Όπως έχει κριθεί, η υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ν. 4178/2013 (Α΄ 174) κτισμάτων των οποίων οι άδειες ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 6 του ίδιου νόμου είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και συγκεκριμένα στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και στην υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1858/2015, Αποφάσεις Συμβουλίου Συμμόρφωσης 13/2016, 26/2017), το οποίο ισχύει και σε κάθε περίπτωση κτίσματος που έχει κριθεί αυθαίρετο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (βλ. άρθρο 84 ν. 4307/2015, Α΄ 246), (Πρακτικό Συμβουλίου Συμμόρφωσης ΣτΕ 19/2017). Συνεπώς, οι ως άνω δηλώσεις υπαγωγής, αρχική και τροποποιητική, δεν ασκούν επιρροή στο περιεχόμενο της συμμόρφωσης της Διοίκησης στις 4071/2015 και 4072/2015 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Περιεχόμενο δε της συμμόρφωσης της Διοίκησης στις ως άνω αποφάσεις του Δικαστηρίου ήταν η επανεξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων υπαγωγής των επίμαχων κατασκευών στις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 9 του ν. 1512/1985 βάσει των κρίσεων της 4071/2015 απόφασης ως προς τη νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της 2737/2010 απόφασης του Νομάρχη * περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση. Συνεπώς, η Διοίκηση υποχρεούται να επανέλθει με ειδική αιτιολόγηση επί του ζητήματος της εξαιρέσεως από την κατεδάφιση και στη συνέχεια να προβεί αναλόγως είτε στην κατεδάφιση των κατασκευών είτε στην εξαίρεση αυτών από την κατεδάφιση, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της παρ. 8 του άρθρου 9 του ν. 1512/1985. Με αυτά τα δεδομένα, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι, μετά την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευση των 4071 και 4072/2015 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Διοίκηση (Αποκεντρωμένη Διοίκηση *και Δήμος *) δεν προέβη στις ενέργειες που απαιτούνται προκειμένου να εκτελεσθούν οι ανωτέρω αποφάσεις, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την αίτηση. Οφείλει, επομένως, η Διοίκηση να προβεί στις ενέργειες αυτές εντός τριμήνου από την κοινοποίηση του παρόντος πρακτικού. Οι λοιποί, όμως, ισχυρισμοί που προβάλλονται με την αίτηση αυτή δεν συναρτώνται ευθέως με ζητήματα συμμορφώσεως προς τις εν λόγω αποφάσεις, αλλ’ αποτελούν απόψεις της αιτούσας, που δεν ασκούν επιρροή στην υπόθεση, είναι δε, ως εκ τούτου, απορριπτέοι.(βλ. Αριθμός 2/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 του Ν. 3068/2002)

7.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ- ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΥ:
Ο αιτών παραπονείται για τη μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την 878/2004 απόφαση του Δικαστηρίου και την 22/2008 απόφαση του Συμβουλίου, καθ’ όσον αφενός δεν έχει προβεί σε κατεδάφιση των πέμπτου και έκτου ορόφων του επίδικου κτίσματος, αφετέρου δεν του έχει καταβάλει το ποσό των 5000 ευρώ που επιδικάσθηκε ως χρηματική κύρωση, κατά τα προαναφερθέντα. Καθ’ ο μέρος η κρινόμενη αίτηση αφορά στη μη καταβολή του εν λόγω ποσού, το παρόν Συμβούλιο στερείται αρμοδιότητας να αποφανθεί για τη μη συμμόρφωση της Διοίκησης και συνεπώς η αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί, καθ’ όσον η προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου αποτελεί τίτλο εκτελεστό για την είσπραξη του επιδικασθέντος στον αιτούντα χρηματικού ποσού, εφαρμοζομένων πλέον, στο στάδιο αυτό της εκτελέσεως, των διατάξεων περί εντάλματος πληρωμής, ως και αυτών περί αναγκαστικής εκτελέσεως δια κατασχέσεως της ιδιωτικής περιουσίας του υπόχρεου Ο.Τ.Α., ήδη της Περιφέρειας *, η οποία υπεισήλθε στις υποχρεώσεις της καταργηθείσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης *, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιηθείσα ισχύει, και εξακολουθεί να παραμένει μόνη υπόχρεη προς καταβολή του εν λόγω ποσού. Καθ’ ο μέρος όμως η αίτηση αφορά τη μη κατεδάφιση από τη Διοίκηση των πέμπτου και έκτου ορόφων του επίδικου κτίσματος, σε συμμόρφωση προς την 878/2004 απόφαση του Δικαστηρίου και την προαναφερθείσα απόφαση του παρόντος Συμβουλίου, είναι βάσιμη, διότι, όπως έχει κριθεί, η υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ν. 4178/2013 (Α΄ 174) κτισμάτων των οποίων οι άδειες ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 6 του ίδιου νόμου είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και συγκεκριμένα στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και στην υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (βλ. ΟλομΣτΕ 1858/2015, Απόφαση Συμβουλίου Συμμόρφωσης 13/2016), το οποίο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύει και σε κάθε περίπτωση κτίσματος που έχει κριθεί αυθαίρετο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (βλ. και άρθρο 84 ν. 4307/2014, Α΄ 246), όπως οι επίδικες κατασκευές. Με αυτά τα δεδομένα, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι μετά την πάροδο δεκατριών ετών από τη δημοσίευση της 878/2004 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Δήμος * δεν προέβη στην έκδοση απόφασης κατεδάφισης των πέμπτου και έκτου ορόφων του επίμαχου κτίσματος και στην προώθηση των ενεργειών που απαιτούνται προκειμένου να εκτελεσθεί από την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση η κατεδάφιση αυτού. Εν όψει, όμως, της εκκρεμότητας της υποθέσεως ενώπιον του ΣΥΠΟΘΑ, κατά τα προαναφερθέντα, το οποίο, λόγω της πλοκής της υποθέσεως, έχει την υποχρέωση να επανεξετάσει την υπόθεση στο σύνολό της, και πέραν των ορίων της ενστάσεως, το Συμβούλιο κρίνει ότι πρέπει να αναμείνει την εντός ευλόγου χρόνου εξέταση της υποθέσεως από το όργανο αυτό και την έκδοση της σχετικής αποφάσεώς του. Μετά δε την σύντομη έκδοση της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο θα επανεξετάσει την συμμόρφωση του Δήμου * και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης *
8.-ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ- ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΠΟΔΟΧΕΣ:
Kατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο σε Συμβούλιο , σε περίπτωση αναδρομικού διορισμού ιατρού του ΕΣΥ, που δικαιώθηκε με δικαστική απόφαση στην υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τη συγκεκριμένη απόφαση, δεν περιλαμβάνεται η υποχρέωση καταβολής αναδρομικών αποδοχών σ’ αυτόν.Το ζήτημα της καταβολής αναδρομικών αποδοχών δεν αποτελεί αντικείμενο κρίσης του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, δύναται, όμως, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης από το αρμόδιο δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως απ’ αυτόν του κατάλληλου ενδίκου βοηθήματος- της αγωγής. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη του Προέδρου, εφόσον σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ο αιτών διορίσθηκε αναδρομικά, αναγκαίο περιεχόμενο της εν λόγω συμμόρφωσης – και, συνακόλουθα, συνταγματική υποχρέωση της Διοίκησης – αποτελεί, περαιτέρω, η καταβολή αποζημίωσης λόγω μη καταβολής αναδρομικών αποδοχών. (Δ.Εφ. Αθηνών Αριθ. αποφ. 619/2018).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο νόμος (αρθρ.95 παρ.5 Σ. 1 Ν.3068/2002,198 KΔΔ) κάνει λόγο για συμμόρφωση και όχι για εκτέλεση. Η έννοια της συμμόρφωσης είναι ευρύτερη από αυτήν της εκτέλεση, καθώς «συμμόρφωση» νοείται και δύναται να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, ιδίως τις αιτιολογίες της, ενώ η εκτέλεση αφορά το συγκεκριμένο διατακτικό της απόφασης Επομένως, από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 95 παρ. 5 του Σ. και του εκτελεστικού τούτου Ν.3068/2002 (άρθρο 1), συνάγεται ότι υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης, ως έκφραση του κράτους δικαίου και της νομιμότητας (υπό την έννοια της υπαγωγής των υποκείμενων του δικαίου στους κανόνες του δικαίου, καθώς και στον δικαστικό έλεγχο και στη συμμόρφωσής τους σε αυτό)  σε όλες τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 του Π.Δ.18/1989 η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει, την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη. Περαιτέρω, η ακυρωτική απόφαση επιφέρει ουσιαστική διάπλαση, καθώς επιδρά άμεσα στην εμπειρική πραγματικότητα, δηλαδή αποτελεί τον λόγο της ουσιαστικής ενέργειας της διαπλαστικής απόφασης. Η ουσιαστική ενέργεια της ακυρωτικής απόφασης (το ακυρωτικό της αποτέλεσμα), είτε ενεργεί μεταξύ των προσώπων που αφορά, ήτοι του ενδιαφερόμενου και της διοίκησης (ατομική διοικητική πράξη) είτε ενεργεί μεταξύ της διοίκησης και ευρύτερου κύκλου προσώπων (κανονιστική διοικητική πράξη) , Η ουσιαστική ακυρωτική ενέργεια της ακυρωτικής απόφασης της διοικητικής δίκης έχει και μία επιπλέον συνέπεια, την υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με θετική ενέργεια.. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.2 του Π.Δ.18/1989, οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο95 παρ.5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου, ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ανάλογη δε είναι κα, η διάταξη του άρθρου 198 του ΚΔΔ. Η καθιερούμενη, ως ανωτέρω, υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως, συνδέεται, στενά με την ουσιαστική ενέργεια του ακυρωτικού αποτελέσματος κα, τη συνακόλουθη δέσμευση εξ αυτού της διοίκησης, η οποία συμμορφούμενη στη συνταγματική επιταγή, υποχρεώνεται περαιτέρω να προβεί στις απαραίτητες πράξεις ή παραλείψεις, που θα αποκαταστήσουν στην εμπειρική πραγματικότητα τη διαπλασθείσα νομική κατάσταση, σύμφωνα προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων (άρθρα 50 παρ. 2 του Π.Δ.18/1989, του Ν.3068/2002), απαιτείται, επιπλέον και θετική ενέργεια ή αποχή από ενέργεια της διοίκησης, η οποία να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο και εκτελεστική της ακυρωτικής απόφασης.
Ερμηνεύοντας τις ανωτέρω διατάξεις, το ΝΣΚ, σε μεγάλο αριθμό γνωμοδοτήσεών του δέχεται ότι αυτές (οι διατάξεις) επιβάλλουν την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται απροφασίστως και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση στις αποφάσεις των δικαστηρίων (ΓΝΜ ΝΣΚ 233/2013,130/2012, 137/2012, 154/2012).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται παγίως ότι «η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος» (βλ. ΣτΕ 1995, 1518/2014, 2559/2011, 677/2010, 2557/2006, 3191/2005 και 21/2008, 43/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002).

Σε κάθε περίπτωση η παράνομη παράλειψη της Διοικήσεως  αποτελεί κατάλυση του ακυρωτικού αποτελέσματος κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος και του νόμου, αφού η πλήρης ανάκληση είναι σύμφωνη προς τις αρχές του Κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσεως της Διοικήσεως και της χρηστής διοικήσεως, οι οποίες, δεν ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου.( Ολ ΣτΕ 1175/2008).

spot_img

Lawjobs