spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΕλλάδαΟι τοποθετήσεις των διοικητικών δικαστών επί του σχεδίου νόμου για την Διοικητική...

Οι τοποθετήσεις των διοικητικών δικαστών επί του σχεδίου νόμου για την Διοικητική Δίκη

spot_img
spot_img
spot_img

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών αναφορικά με την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Μέτρα επιτάχυνσης και εξορθολογισμού της διοικητικής δίκης» οι θέσεις της Ένωσης είναι οι ακόλουθες:  

——————–

 Η Ένωσή μας τοποθετήθηκε αιτιολογημένα σε όλες τις προτάσεις που έγιναν στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Επίσης προτείναμε και εμείς σειρά τροποποιήσεων της διοικητικής δικονομίας προς την κατεύθυνση βελτίωσης, κατά την άποψή μας, της απονομής της διοικητής δικαιοσύνης, τροποποιήσεις τις οποίες υποστηρίξαμε με επιχειρήματα. Ωστόσο ο ανωτέρω συσχετισμός δύναμης δεν επέτρεψε την αποδοχή όλων των προτάσεών μας ενώ αντιθέτως υιοθετήθηκαν προτάσεις με τις οποίες διαφωνούμε. Ενόψει αυτών οφείλουμε να ενημερώσουμε τους διοικητικούς δικαστές για τη στάση μας στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή και ιδίως ως προς τις προτεινόμενες στα πλαίσια της ανωτέρω νομοθετικής πρωτοβουλίας ρυθμίσεις. 

AΡΘΡA 1, 2 ,3 

         Με τα άρθρα 1, 2 και 3 της επίμαχης νομοθετικής πρωτοβουλίας προτείνονται ορισμένες δικονομικές αλλαγές στην ακυρωτική δίκη, ενώ περιλαμβάνεται και μία ρύθμιση που αφορά τη διαδικασία εισαγωγής υπόθεσης σε πρότυπη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 2 παρ.4 – υποχρέωση υπογραφής του σχετικού αιτήματος από δικηγόρο).  

         H Πρόεδρος της Ένωσης και ο Γενικός Γραμματέας επιφυλάχθηκαν ως προς την αναγκαιότητα της επέκτασης της υποχρέωσης υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο και στην υπαλληλική προσφυγή (άρθρο 1 παρ. 1, σχετ. και η παρ. 2 η οποία σε αρμονία με την παρ. 1 καταργεί το εδ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 17 του π.δ. 18/1989), καθόσον ναι μεν υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου για τη μείζονα προστασία των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, ενόψει ειδικών θεμάτων που τυχόν θα τίθενται, θα απαιτούνται ειδικές νομικές γνώσεις, πλην όμως, και δεδομένου ότι δεν εμποδίζονται πάντως οι διάδικοι υπάλληλοι να διορίζουν δικηγόρους, προέχει η ανάγκη προστασίας των υπαλλήλων και στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτοί θα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος του διορισμού δικηγόρου ώστε να μην κινδυνεύσει κανείς εξαιτίας οικονομικής δυσχέρειας να βρεθεί σε αδυναμία δικαστικής προσβολής της πειθαρχικής του δίωξης.

           Η Ένωση διαφώνησε με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 1 σχετικά με την παροχή στο δικαστήριο της δυνατότητας επιβολής αυξημένης δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση κατά την οποία αυτό θα κρίνει ότι το δικόγραφο του διαδίκου που ηττήθηκε υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο μέτρο ενόψει των ζητημάτων που τίθενται. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για δυσανάλογο μέτρο σε βάρος των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων.

       Η Ένωση αποδέχθηκε τη ρύθμιση περί ελαστικοποίησης των προϋποθέσεων άσκησης αίτησης αναίρεσης και έφεσης αναφορικά με την υποχρέωση του διαδίκου, όπως τέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 και 2 αντίστοιχα του ν. 3900/2010, να προβάλλει ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (άρθρο 2 παρ. 2). Έτσι πλέον θα καλύπτεται το απαράδεκτο που θεσπίστηκε με τις προαναφερόμενες παρ. του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 εφόσον μέχρι την πρώτη συζήτηση περιέλθει σε γνώση του δικαστηρίου η σχετική απόφαση, έστω και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο. Σημειώνουμε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί μερική αποδοχή πρότασης εκπροσώπων των δικηγόρων (με την οποία η Ένωσή μας συμφώνησε) περί κατάργησης της ανωτέρω προϋπόθεσης που εισήγαγε η αυστηρή διάταξη του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. 

           H Ένωση, εξάλλου, συμφώνησε με τη θέσπιση του έκτακτου ένδικου μέσου της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας για το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα ακυρωτικά διοικητικά εφετεία (άρθρο 3) για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση.

AΡΘΡO 4: ΣΧΕΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ 

         Η Ένωση επιφυλάχθηκε αναφορικά με ορισμένες πλευρές της προτεινόμενης ρύθμισης η οποία σκοπεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή πράξη, ενόψει της αρχής ne bis in idem. Κατά την άποψή μας, θα ήταν προτιμότερη μια καθαρή λύση (ευθείας) αποποινικοποίησης συγκεκριμένων πράξεων (οι οποίες θα συνιστούσαν εφεξής μόνο διοικητικές κυρώσεις). Ο Βασίλης Φαϊτάς ειδικότερα υποστήριξε ότι σε καμία περίπτωση πάντως δεν νοείται αποποινικοποίηση ορισμένων βαρύτατων συμπεριφορών (π.χ. νοθεία τροφίμων, ρύπανση θάλασσας κα) στο βαθμό που αυτές σήμερα στον ποινικό νόμο τυποποιούνται ως κακουργήματα. 

            Κατά την άποψή της Ένωσης, με την προτεινόμενη ρύθμιση «αποποινικοποιούνται εμμέσως» οι πράξεις για τις οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία παράλληλα τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις. Πράγματι, ακόμη και όταν θα αποδειχθεί στη διοικητική δίκη ότι τελέστηκε ορισμένη παράβαση (και προφανώς και το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα), η ποινική καταδίκη του δράση, μετά την άρση της αναβολής ή αναστολής της ποινικής διαδικασίας, δεν πιθανολογείται αφού θα έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ne bis in idem.   

AΡΘΡΟ 5: ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ – ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

         Οι τρεις πρώτες παράγραφοι του προτεινόμενου άρθρου 5 αποτυπώνουν μερική αποδοχή της πρότασης της Ένωσης για διεύρυνση των πολυμελών συνθέσεων. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, όπως είναι γνωστό, είχε επεξεργαστεί και ζητήσει, μεταξύ άλλων προτάσεων, τη διεύρυνση των πολυμελών συνθέσεων στις χρηματικές διαφορές, την κατάργηση του μονομελούς εφετείου και την ορθολογικοποίηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας για περιπτώσεις διαφορών ήσσονος σημασίας (βλ. αναλυτικά την 1η Πρόταση στο Υπόμνημα της Ένωσης προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αριθ. πρωτ. 55/21.4.2015 αναρτημένο στην ιστοσελίδα Ένωσης, στη στήλη ‘‘Ανακοινώσεις’’ με ημερομηνία 22.4.2015). Έτσι κατόπιν της ανάπτυξης της σχετικής μας πρότασης στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή αυτή έγινε δεκτή μόνο ως προς τη διεύρυνση της αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου η οποία πλέον θα αφορά φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές με αντικείμενο που θα υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ όχι όμως αυτό των 150.000 ευρώ. Συνεπώς, εφεξής, εφόσον η διάταξη ψηφισθεί από τη Βουλή, το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο θα εκδικάζει τις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές με αντικείμενο έως 60.000 ευρώ, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο θα εκδικάζει τις αντίστοιχες διαφορές με αντικείμενο από 60.0001 ευρώ ως 150.000 ευρώ και το τριμελές διοικητικό εφετείο θα εκδικάζει τις αντίστοιχες διαφορές με αντικείμενο από 150.001 ευρώ. 

 H παρ. 4 (υπαγωγή στην προεδρική διαδικασία των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013) προτάθηκε από την Ένωσή μας ενόψει και της διχογνωμίας που επήλθε στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων από το γεγονός ότι μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) δεν τροποποιήθηκε η περ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ώστε να περιληφθούν και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 μεταξύ αυτών που ανήκουν στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου. Το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 εξάλλου αναλογεί σε αυτό του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, ενώ άλλωστε αντίστοιχες είναι και οι ρυθμίσεις του άρθρου 153 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα. Συνεπώς δεν παρίσταται δικαιολογημένη η διαφοροποίηση της διαδικασίας στις δύο αυτές περιπτώσεις.

      Η παρ. 5 αποτυπώνει μερική (και συγκεκριμένα κατ’ ελάχιστο μέρος) αποδοχή της πρότασης της Ένωσης για κατάργηση των άρθρων 63 και 65 του ν. 4174/2013 καθώς και των κανονιστικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 9 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, δηλαδή για κατάργηση της ενδικοφανούς διαδικασία στις φορολογικές υποθέσεις (βλ. την 2η Πρόταση περ. .ια΄ στο ίδιο ως άνω Υπόμνημα). Η πρόταση της Ένωσης είχε ως βάση τη λογική ότι η εν λόγω ενδικοφανής διαδικασία αποτελεί ένα γραφειοκρατικό ανάχωμα στην άμεση πρόσβαση  στη δικαιοσύνη, ενώ άλλωστε η πράξη δεν δείχνει ότι επιτυγχάνεται ο διακηρυγμένος στόχος του Υπουργείου Οικονομικών να διευθετούνται οι υποθέσεις σε επίπεδο Φορολογικής Διοίκησης προς το σκοπό της αποσυμφόρησης των διοικητικών δικαστηρίων. Υποστηρίξαμε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή την παραπάνω πρότασή μας η οποία όμως έγινε δεκτή μόνο για όσες υποθέσεις φορολογικής φύσης υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών, με το σκεπτικό ότι η φύση των υποθέσεων αυτών απαιτεί οπωσδήποτε άμεση και ταχεία εκδίκαση.  

ΑΡΘΡΟ 6: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ 

              Με την παρ. 1 του άρθρου 6 του υπό διαβούλευση σχεδίου προτείνονται διάφορες ρυθμίσεις οι οποίες εναρμονίζουν το άρθρο 17 του Κ.Δ.Δ. περί εξαίρεσης δικαστών με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Κ.Πολ. Δ., ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κ.Δ.Δ. προκειμένου να προβλεφθεί ότι αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, επιβάλλει σε εκείνον που υπέβαλε την αίτηση τις κυρώσεις της παρ. 2 του άρθρου 42 του ίδιου Κώδικα (χρηματική ποινή έως 1.500 ευρώ). 

      Η Πρόεδρος της Ένωσης Ειρήνη Γιανναδάκη συμφώνησε με τις ρυθμίσεις που εναρμονίζουν το πλαίσιο της εξάιρεσης δικαστή με το αντίστοιχο του Κ.Πολ. Δ, πλην όμως διαφώνησε με την παρ. 2 (επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 42 του ΚΔΔ σε περίπτωση που οι λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι) επιχειρηματολογώντας σχετικά με το ότι δεν νοείται να επιβάλλονται ποινές για αίτηση εξαίρεσης δικαστή. Ο Γενικός Γραμματέας Βασίλης Φαϊτάς επιφυλάχθηκε σχετικά με τον περιορισμό της αίτησης εξαίρεσης αναφορικά με τα μικρά δικαστήρια με το σκεπτικό ότι η υιοθέτηση της επίμαχης ρύθμισης σε ένα δικαστήριο με περιορισμένο αριθμό υπηρετούντων δικαστών θα μπορούσε να στερήσει το δικαίωμα του διαδίκου σε υποβολή αίτησης εξαίρεσης. Ο Β. Φαϊτάς, εξάλλου, διαφώνησε αναφορικά με την ρύθμιση της παρ. 2 (επιβολή κυρώσεων του άρθρου 42 παρ. 2 του ΚΔΔ σε περίπτωση κατά την οποία οι λόγοι εξαίρεσης κριθούν απαράδεκτοι).

          Σημειώνεται ότι η Ένωσή μας διαφώνησε με τεθείσα πρόταση για θέσπιση χωριστού παραβόλου για την αίτηση εξαίρεσης, πρόταση η οποία τελικώς δεν έγινε δεκτή από την πλειοψηφία των μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής.

ΑΡΘΡΟ 7: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡΟΥ 27 ΚΔΔ 

              Με το άρθρο 7 προτείνεται να αντικατασταθεί η περ. α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ώστε να μπορούν οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο κατά την εκδίκαση των χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ (αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό). 

     Η διάταξη αυτή αποτελεί μερική αποδοχή σχετικής πρότασης της Ένωσης  (βλ. 2η Πρόταση περ. α και ι. 2 στο ίδιο ως άνω Υπόμνημα) η οποία αποσκοπούσε στην άμβλυνση του φαινομένου της απεμπόλησης του δικαιώματος προσβολής πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης στις υποθέσεις με ιδιαίτερα μικρό αντικείμενο, που κατά τεκμήριο αφορούν τους οικονομικά ασθενέστερους. Σύμφωνα με την πρότασή μας θα έπρεπε στις φορολογικές εν γένει υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο (με βάση τον κύριο φόρο) μέχρι του ποσού  των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, να νομοθετηθεί η δυνατότητα  των φορολογουμένων που θα προσβάλλουν τις σχετικές πράξεις ή παραλείψεις, να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται στη συζήτηση της υπόθεσης χωρίς δικαστικούς πληρεξουσίους, περαιτέρω δε  να οριστεί για τις περιπτώσεις αυτές τόσο αναφορικά με το κύριο ένδικο βοήθημα, όσο και με αυτό της προσωρινής δικαστικής προστασίας, πάγιο παράβολο τριάντα (30) ευρώ.  

ΑΡΘΡΟ 8: KATAΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΚΗ

             Η προτεινόμενη ρύθμιση με την οποία καταργείται το δικονομικό βάρος της επίδοσης της φορολογικής προσφυγής με ευθύνη του προσφεύγοντος (σχετ. τα άρθρα 27 του ν. 3900/2010 και 26 του ν. 4274/2014) αποτελεί αποδοχή πρότασης της Ένωσής μας (βλ. ειδικότερα την 2η Πρόταση περ. δ.΄ στο ίδιο ως άνω Υπόμνημα). Η Ένωση ζήτησε και έγινε αποδεκτό η ρύθμιση να καταλάβει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. 

ΑΡΘΡΟ 9: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 126 Α ΤΟΥ ΚΔΔ

            Η Ένωση συμφώνησε με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις των παρ. 1,3 και 4 που αφορούν ευέλικτες λύσεις προς το σκοπό παράκαμψης ορισμένων χρονοβόρων και γραφειοκρατικών διαδικασιών σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 126 Α. Έτσι κρίναμε κι εμείς ότι δεν είναι απαραίτητη πάντοτε η αναμονή από το συμβούλιο του διοικητικού φακέλου προκειμένου να απορριφθεί ένδικο βοήθημα ή μέσο ως προδήλως απαράδεκτο (παρ. 1). Και πάντως το Δικαστήριο θα μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να ζητήσει την αποστολή του φακέλου. Αντίστοιχα, εφόσον εισάγεται ο θεσμός του εισηγητή δικαστή (βλ. κατωτέρω άρθρο 11), δεν διαφωνήσαμε με τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας και του εισηγητή να προτείνει την παραπομπή της υπόθεσης σε συμβούλιο (παρ. 4). Τέλος, προς το σκοπό της επιτάχυνσης συμφωνήσαμε να μπορεί και ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο να παραπέμπει σε άλλα δικαστήρια υποθέσεις που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως στο δικαστήριο που ο ίδιος προΐσταται (παρ. 3). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την γνώμη μας, σε περίπτωση παραπομπής υπόθεσης από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή το δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο για την εφαρμογή της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 12  του ΚΔΔ (υποχρεωτικότητα της απόφασης παραπομπής για το ισόβαθμο ή το κατώτερο δικαστήριο) το τριμελές δικαστήριο πρέπει να θεωρείται σε κάθε περίπτωση ανώτερο.

        Ο Βασίλης Φαϊτάς διαφώνησε με την προτεινόμενη ρύθμιση πρόβλεψης αυξημένου παραβόλου για την περίπτωση υποθέσεων που εισάγονται με το ένδικο βοήθημα της αγωγής και των οποίων ζητείται η εισαγωγή στο ακροατήριο παρά την έκδοση απόφασης σε συμβούλιο κατά το άρθρο 126 Α (παρ.2).  

AΡΘΡΟ 10: EIΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΒΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙ ΑΓΩΓΩΝ ΓΙΑ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ          

       Η εισαγωγή του θεσμού της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών (σε συμβούλιο) από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας διοικητικών εφετείων δεν προτάθηκαν από την Ένωση η οποία διαφώνησε τόσο με την αναγκαιότητα και τη βασική λογική τους νεοεισαγόμενου θεσμού, όσο και με τις επιμέρους ρυθμίσεις. Κατά τους εμπνευστές του ο παραπάνω θεσμός αποσκοπεί στην επιτάχυνση της διαδικασίας ώστε να επιτευχθεί η επίλυση των σχετικών διαφορών σε σύντομο χρόνο. 

       Ο Βασίλης Φαϊτάς υποστήριξε ότι δεν συνάδει με τη φύση των δικαστικών καθηκόντων η συμμετοχή των δικαστών σε ‘‘διαδικασίες διαπραγματεύσεων’’ μεταξύ των διαδίκων ώστε να επέλθει κάποιο συμβιβαστικό αποτέλεσμα, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων.  

        Εξάλλου, η ενασχόληση των εφετών με την εν λόγω πρόσθετη ευθύνη θα επιφέρει τελικά καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και πάντως θα λειτουργήσει σε βάρος άλλων κατηγοριών υποθέσεων.

       Κατόπιν της επικράτησης της άποψης περί της αναγκαιότητας εισαγωγής του θεσμού, ο Βασίλης Φαϊτάς ζήτησε, τουλάχιστον προς το σκοπό του να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία στους τρίτους σχετικά με τη διαφάνεια, η συνάντηση των διαδίκων να μην γίνεται μόνο με τον εισηγητή αλλά με όλα τα μέλη της σύνθεσης παρουσία μάλιστα και γραμματέα ο οποίος θα μπορεί να τηρεί συνοπτικά πρακτικά. Η πρόταση αυτή αναφορικά με το πρώτο της σκέλος απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν μεγάλη επιβάρυνση για το δικαστήριο και πάντως η υπόθεση εισάγεται τελικώς στο συμβούλιο με απόφαση του οποίου επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη ενδοδικαστικής επίλυσης της. Αναφορικά με το δεύτερό της σκέλος με το σκεπτικό ότι η τήρηση πρακτικών δεν συμβάλει θετικά σε συμβιβαστικές διαδικασίες.     

AΡΘΡΟ 11: EIΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΔΙΚΑΣΤΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ

            Mε το άρθρο 11 προτείνεται η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας (πλην όσων εισάγονται με αγωγή). Σε περίπτωση σώρευσης αγωγής με άλλο ένδικο βοήθημα θα ορίζεται εισηγητής εφόσον τούτο απαιτείται για ένα από αυτά. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος, αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με πράξη του επ’ αυτού, θα ορίζει τον  εισηγητή δικαστή  τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης και θα δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία σε αυτόν, έχοντας την ευχέρεια να τον αντικαταστήσει με άλλον σε περίπτωση κωλύματος. Ο εισηγητής, σε συνεργασία, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, με τον πρόεδρο του συμβουλίου διεύθυνσης ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, θα φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και για τη διενέργεια των επιδόσεων εκ μέρους της γραμματείας και θα συντάσσει συνοπτική εισήγηση όταν θα ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως. Η εισήγηση αυτή θα επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο 3 ημέρες πριν από τη συζήτηση, ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης ο διάδικος θα δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης.  Κατά τη συζήτηση , εφόσον θα έχει συνταχθεί εισήγηση, αυτή θα αναγιγνώσκεται από τον εισηγητή.        

        Oι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν προτάθηκαν από την Ένωση, η οποία διαφώνησε.

Η Πρόεδρος της Ένωσης Ειρήνη Γιανναδάκη και ο Γενικός Γραμματέας Βασίλης Φαϊτάς επικαλεστήκαμε καταρχάς τον τρόπο προσδιορισμού εκδίκασης και χρέωσης των δικαστών στις υποθέσεις ουσίας, καθώς και την επιβάρυνση των δικαστών  σε σχέση και με τον όγκο των εκκρεμών υποθέσεων 

         Ο Βασίλης Φαϊτάς περαιτέρω κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε στην επιτροπή τις εξής ειδικότερες θέσεις: «Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή έχασε τη σημασία του μετά την θέση σε ισχύ της ρύθμισης της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3900/2010, η οποία κατάργησε την αιτιολογημένη γνώμη του εισηγητή (μάλιστα πριν την ισχύ του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 1968/1991 η έκθεση του εισηγητή δεν προβλεπόταν ως ‘‘συνοπτική’’ αλλά ως ‘‘εμπεριστατωμένη’’). Κατόπιν αυτού, πλέον υπερτερούν τα μειονεκτήματα που έχει ο θεσμός αντικειμενικά, ήτοι ότι: 1. Ακυρώνεται μέρος της εργασίας του δικαστή (προετοιμασία του φακέλου, σύνταξη της εισήγησης) όταν τελικώς ο διάδικος εγκαταλείπει την υπόθεση (δεν νομιμοποιεί πληρεξούσιο δικηγόρο κλπ.), αλλά και όταν η υπόθεση για οποιοδήποτε λόγο αναβάλλεται. Τονίσαμε μάλιστα ότι αυτό επιδρά αρνητικά και στην επιτάχυνση αφού οι απολεσθείσες ώρες εργασίας ως σύνολο αφαιρούνται από τη συνολική διαθέσιμη ποσότητα χρόνου εργασίας (όλων των διοικητικών δικαστών). 2. Περιορίζεται η δυνατότητα ισόρροπης χρέωσης των δικαστών διότι δεν είναι βέβαιο εκ των προτέρων ποιες υποθέσεις δεν θα ενδιαφέρουν τους διαδίκους κατά το χρόνο της συζήτησής τους. Δηλαδή δεν υπάρχει εγγύηση ότι οι δικαστές θα μοιράζονται κατ’ έτος ίσο περίπου αριθμό απαράδεκτων ενδίκων βοηθημάτων. 3. Ο πρωτοδίκης ιδίως, αλλά και ο εφέτης στη σημερινή συγκυρία που προκρίνει «υπηρεσιακές προσφορές» υπέρ της επιτάχυνσης θα επιβαρυνθούν υπέρμετρα γιατί είναι επιφορτισμένοι με τις υποθέσεις που χρεώνονται σε κάθε δικάσιμο». 

       Η Πρόεδρος της Ένωσης εξάλλου υπενθύμισε την αποτυχία παλαιότερης απόπειρας εισαγωγής του θεσμού στις κοινωνικοασφαλιστικές υποθέσεις. 

       Θέσαμε, τέλος, σχετικά με τα πλεονεκτήματα των οποίων έγινε επίκληση αναφορικά με τη μέριμνα έγκαιρης προσκόμισης του διοικητικού φακέλου, ότι θα μπορούσε να ανατεθεί στο δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή στον πρόεδρο του τμήματος η εξουσία να επικοινωνεί με τους διαδίκους προκειμένου να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν ότι η υπόθεση θα είναι ώριμη για συζήτηση την ημερομηνία της (αρχικής) δικασίμου. Η εξουσία αυτή θα προσομοιάζει με την εξουσία του εισηγητή, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για μεταφορά αυτούσιων των σχετικών ρυθμίσεων. Κυρίως θα αποφεύγεται η επιβαρυντική για τους δικαστές (και τους προέδρους) διαδικασία ορισμού εισηγητή πριν από τη συζήτηση και η συνακόλουθη ανισόμετρη χρέωση. Επί του τελευταίου τούτο καταθέσαμε σχετική προτεινόμενη διάταξη την οποία αιτιολογήσαμε ειδικά και η οποία απορρίφθηκε. 

       – Εξάλλου, με την παρ. 3 του άρθρου 11 κατά τροποποίηση του άρθρου 129 παρ. 2 του ΚΔΔ καθίσταται ομοιόμορφη η ρύθμιση σχετικά με την προθεσμία διαβίβασης του διοικητικού φακέλου στη δίκη ουσίας με την αντίστοιχη ρύθμιση που ισχύει για την ακυρωτική δίκη, ενώ με την παρ. 4  του άρθρου 11 προβλέπεται ότι η δήλωση παράστασης από το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. δεν επιφέρει καμία συνέπεια αν δεν έχει διαβιβαστεί εκπρόθεσμα ο διοικητικός φάκελος. Η τελευταία αυτή διάταξη προτάθηκε από την Ένωσή μας προς το σκοπό της πίεσης προς τη Διοίκηση να διαβιβάζει εγκαίρως το διοικητικό φάκελο.    

AΡΘΡΟ 12: ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 142 ΤΟΥ ΚΔΔ

            Η Ένωση συμφώνησε καθόσον η κατάργηση δίκης και πριν να ορισθεί δικάσιμος εφόσον έχει εκλείψει το αντικείμενό της, βοηθά στην μείωση της εκκρεμότητας των δικαστηρίων, ενώ αποφεύγεται η άσκοπη ενασχόληση όλων των παραγόντων της δίκης (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών) με υποθέσεις άνευ αντικειμένου.    

AΡΘΡΟ 13: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 194 ΤΟΥ ΚΔΔ –ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΔΔ ΝΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 

            Η Πρόεδρος της Ένωσης Ειρήνης Γιανναδάκη συμφώνησε να μεταφερθεί στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (αντί του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης) η αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται και να ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή όχι η υπέρβαση εξαμήνου για την έκδοση απόφασης με το σκεπτικό της αιτιολογικής έκθεσης, ήτοι διότι ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων μπορεί να εκτιμά άμεσα το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης στα πλαίσια της επεξεργασίας των στοιχείων που διαθέτει αυτοτελώς σχετικά με την κίνηση των εργασιών των δικαστικών λειτουργών, ενώ άλλωστε η θεσμική του θέση διασφαλίζει την ορθολογική χρήση των εν λόγω στοιχείων για το σκοπό αυτό. 

          Ο Βασίλης Φαϊτάς διαφώνησε και υποστήριξε ότι η σχετική αρμοδιότητα θα πρέπει να παραμείνει στον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης, λόγω της φύσης των καθηκόντων που απορρέουν από τη συγκεκριμένη ευθύνη που του έχει ανατεθεί.   

AΡΘΡΟ 14: ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΚΑΘΕΑΥΤΗΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ – ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΑΡΘΡΟΥ 209 Α ΚΔΔ – ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

     Οι ρυθμίσεις των παρ. 1 και 3  του άρθρου 14 αποτελούν μερική αποδοχή των προτάσεων της Ένωσης σχετικά με την ενδυνάμωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. την 2η Πρόταση περ. στ΄ και θ.΄ στο ίδιο ως άνω Υπόμνημα). Η Ένωσή μας υπέβαλε πρόταση επαναφοράς της δυνατότητας χορήγησης «αναστολής καθ’ εαυτής» στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές ως και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο διότι είχε την άποψη ότι η κατάργησή της με το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 ελαχιστοποίησε  στην πράξη τη σημασία της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις εν λόγω διαφορές. Τούτο διότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η στάθμιση των αγαθών επιτάσσει την «απενεργοποίηση» της προσβαλλόμενης πράξης της οικείας Αρχής. Μετά τη συζήτηση που έγινε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή προτείναμε, προς το σκοπό της άμβλυνσης των συνεπειών που επιφέρει η αποδοχή της αίτησης αναστολής σε σχέση με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, να παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα (με αίτημα της Διοίκησης αλλά και αυτεπαγγέλτως) να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος. Αναφορικά με την παρ. 3, η Ένωσή μας υποστήριξε την ανάγκη άρσης του περιορισμού της δυνατότητας προβολής λόγων αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές που επήλθε με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010. Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή αποδέχθηκε την ανάγκη διεύρυνσης της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις εν λόγω περιπτώσεις. Έτσι αν υιοθετηθούν απο τη Βουλή οι προτεινόμενες ρυθμίσεις επανέρχεται η “αναστολή καθευατήν” στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, καθώς και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, πλην όμως το δικαστήριο θα έχει την ευχέρεια να εξαιρέσει του ανασταλτικού αυτού αποτελέσματος ορισμένα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.

         Η πρόταση της παρ. 2 (να εισαχθεί στο άρθρο 202 του Κ.Δ.Δ. ρύθμιση σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση χορήγησης αναστολής η υπόθεση θα προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα εντός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης αναστολής ή έξι μηνών σε περίπτωση φορολογικής ή τελωνειακής υπόθεσης ή υπόθεσης με χρηματικό αντικείμενο) δεν τέθηκε από την Ένωση. Η Ένωση κατανοεί ότι πράγματι μετά την αποδοχή της πρότασής της για διεύρυνση της προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά τα ανωτέρω υφίσταται αντικειμενικά περίπτωση παράτασης για μεγάλο χρονικό διάστημα της αβεβαιότητας ως προς την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης. Ωστόσο, επισημάναμε στην επιτροπή αφενός το μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της σχετικής πρότασης και αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, τον κίνδυνο να καθυστερεί ακόμη περισσότερο ο προσδιορισμός άλλων κατηγοριών υποθέσεων (ιδίως των κοινωνικοασφαλιστικών).  

AΡΘΡΟ 15: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 276 ΤΟΥ ΚΔΔ

            Η Ένωση συμφώνησε με τη διεύρυνση του κύκλου των δικαστικών λειτουργών που θα μπορούν να επιλαμβάνονται αιτημάτων παροχής ευεργετήματος πενίας, καθόσον η αλματώδης αύξηση των αιτημάτων πενίας συνεπεία της οικονομικής κρίσης αλλά και της αύξησης του κόστους της δικαιοσύνης, συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για τους προϊσταμένους των δικαστηρίων, ενώ άλλωστε με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ορθολογική χρήση της συγκεκριμένης δυνατότητας των διαδίκων.  

AΡΘΡΟ 16: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 277 ΤΟΥ ΚΔΔ

            Η Ένωση συμφώνησε με την προτεινόμενη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το αντικείμενο της διαφοράς στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και  τελωνειακές εν γένει διαφορές θα πρέπει να θεωρείται, επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων με κοινή προσφυγή, το άθροισμα της διαφοράς του κυρίου φόρου, δασμού κλπ. Με τη ρύθμιση αυτή διατηρείται το ανώτατο όριο παραβόλου και επί προσβολής περισσότερων συναφών πράξεων με μία προσφυγή  και έτσι προστατεύεται ο πυρήνας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.  

ΑΡΘΡΟ 17: KΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΔΙΚΩΝ ΕΠΙ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΛΛOΔΑΠΩΝ

              Mε το άρθρο 17 προτείνονται τα εξής:  «Με πράξη του προέδρου του αρμόδιου δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος κηρύσσονται καταργημένες εκκρεμείς δίκες για αιτήσεις ακύρωσης και απορρίπτονται αιτήσεις αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2014 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου ή του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρο 15 του Ν.3068/2002, ΦΕΚ Α΄ 274), εφόσον έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της επόμενης παραγράφου. 2. Οι πληρεξούσιοι που υπογράφουν τις αιτήσεις ακύρωσης της παραγράφου 1 οφείλουν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να καταθέσουν στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής του, στην οποία να δηλώνεται ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω δήλωση μπορεί να γίνει και με αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη γραμματεία του δικαστηρίου.  3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε υποθέσεις των οποίων η αρχική ή μετά από αναβολή δικάσιμος έχει ορισθεί εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 2 εξάμηνης προθεσμίας».  

          Η διάταξη αυτή δεν προτάθηκε από την Ένωση. 

          Η Πρόεδρος της Ένωσης Ειρήνη Γιανναδάκη συμφώνησε με την πρόταση με το επιχείρημα ότι το όφελος από την κατάργηση δικών με τον ανωτέρω τρόπο θα είναι μεγάλο για τα διοικητικά πρωτοδικεία αφού αναμένεται να καταργηθούν 20.000 περίπου εκκρεμείς υποθέσεις. Οι υποθέσεις αυτές συνήθως εγκαταλείπονται από τους διαδίκους λόγω της φύσης τους (έχουν υλοποιηθεί απελάσεις, ο αλλοδαπός έχει καταστεί παράνομος και δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο κλπ.), ενώ άλλωστε κανείς αλλοδαπός δεν θα αποστερηθεί τη δυνατότητα να κριθεί δικαστικά η υπόθεσή του αφού θα δοθεί η δυνατότητα να ζητήσει εντός προθεσμίας τη συζήτηση αυτής. Τέλος, κατά την άποψη αυτή, ήδη έχει εφαρμοστεί μία φορά (επιτυχώς) τέτοια ρύθμιση (άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 4198/2013).   

           O Γενικός Γραμματέας Βασίλης Φαϊτάς διαφώνησε, προβάλλοντας ότι ρύθμιση η οποία θα κηρύσσει καταργημένες εκκρεμείς δίκες  αναφορικά με τις προαναφερόμενες διαφορές αποστερεί το δικαίωμα των αλλοδαπών να τύχουν δικαστικής προστασίας, ενώ η χορήγηση προθεσμίας για να δηλωθεί η επιθυμία συζήτησης της υπόθεσης, πέραν του ότι συνιστά ένα επιπρόσθετο βάρος, δεν εξασφαλίζει πάντως στο σύνολο των ενδιαφερόμενων ότι τελικά θα λάβουν πράγματι γνώση και θα έχουν την ευχέρεια να ασκήσουν τέτοιο δικαίωμα, δεδομένων μάλιστα των ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες τελούν γενικά οι αλλοδαποί. Κατά την άποψή του, άλλωστε, το γεγονός ότι έχει εφαρμοστεί στο πρόσφατο παρελθόν όμοια ρύθμιση (άρθρο 8 παρ. 6 α του ν. 4198/2013) επιτείνει τα παραπάνω διότι για δεύτερη φορά καταργούνται εκκρεμείς δίκες για την ίδια κατηγορία υποθέσεων.

ΑΡΘΡΟ 18: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ (ΚΑΙ ΕΦΕΤΩΝ) ΓΙΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟ ΤΟΥ 2013 

              Με το άρθρο 18 προτείνεται να εκδικάζονται από τον πρόεδρο πρωτοδικών (εξαιρουμένων των προέδρων τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης διοικητικών πρωτοδικείων) εκκρεμή ένδικα βοηθήματα επί υποθέσεων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, , και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου.

        Η διάταξη αυτή δεν προτάθηκε από την Ένωσή μας. 

        Η Ένωση διαφώνησε. Υποστηρίξαμε την άποψη ότι η σώρευση πολλών παλαιών υποθέσεων (χρονίζουσες υποθέσεις), φαινόμενο διαχρονικό, δεν δικαιολογεί την, κατά τρόπο έκτακτο, μεταβολή της κατανομής της καθ’ ύλην αρμοδιότητας ή έστω της κατανομής της (αναφορικά με την αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου: ανάμεσα σε πρωτοδίκη και πρόεδρο). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα πρέπει να βασίζεται σε σταθερά κριτήρια και να μην μεταβάλλεται συχνά. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συνιστά κριτήριο μεταβολής της το μέγεθος της εκκρεμότητας των διοικητικών δικαστηρίων κάθε φορά.

 O Βασίλης Φαϊτάς επισήμανε ειδικότερα εγγράφως ότι οι υποθέσεις που τυχόν θα υπαχθούν σε μια τέτοια ρύθμιση δεν κατέστησαν χρονίζουσες κατ’ εξαίρεση και λόγω παραγόντων εκτάκτων, αλλά στα πλαίσια των γενικών αιτιών της βραδύτητας της διοικητικής δικαιοσύνης, φαινόμενο για το οποίο η Ένωση έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα δημοσίως. Συνεπώς, ακόμη και αν με θέσπιση μιας τέτοιας ρύθμισης εκδικαστούν (ακόμη και σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα – πράγμα που δεν το θεωρούμε πιθανό) οι «σημερινές χρονίζουσες υποθέσεις», εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν συναρτάται με τα αίτια της βραδύτητας (και εξ’ ορισμού δεν τα αντιμετωπίζει), το πιο πιθανό είναι ότι μετά τη λήξη του χρόνου για τον οποίο προτείνεται να ισχύσει, θα έχει καταστεί εκ νέου ανάγκη για μια ανάλογη ρύθμιση λόγω εμφάνισης νέων χρονιζουσών υποθέσεων.  Επισήμανε επίσης ότι με μια τέτοια ρύθμιση, ο πρόεδρος πρωτοδικών, έστω και για περιορισμένο χρόνο, θα ασκεί κατά κύριο λόγο καθήκοντα ανάλογα με αυτά του πρωτοδίκη, με αποτέλεσμα να αναιρείται εν πολλοίς ο ρόλος που του προορίζει η διοικητική δικονομία (ιδίως συντονιστικός κλπ.).

           Η Ένωση αντιπρότεινε ότι η άμβλυνση του προβλήματος που φέρεται να αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο μιας τέτοιας ρύθμισης θα μπορούσε να επέλθει α) με τη μεταφορά, παγίως και κατ’ αρχήν, στον πρόεδρο πρωτοδικών των υποθέσεων προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς και ορισμένων υποθέσεων αρμοδιότητας τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, ήσσονος όμως σημασίας, β) με την γενίκευση των πολυμελών συνθέσεων με το όριο, αναφορικά με τις χρηματικές διαφορές (πλην του ΚΕΔΕ), στις 20.000 ευρώ και γ) με την ενδυνάμωση του επιτελικού ρόλου του προέδρου πρωτοδικών. Για τις τελευταίες αυτές προτάσεις επιχειρηματολογήσαμε ειδικότερα. Η επιτροπή ενέμεινε στην κρατούσα σε αυτή άποψη να μεταφερθεί η ανωτέρω κατηγορία υποθέσεων στον πρόεδρο πρωτοδικών.    

               Περαιτέρω, σας ενημερώνουμε ότι στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή τέθηκαν από την Ένωσή μας και οι υπόλοιπες προτάσεις που περιλαμβάνονται στο προαναφερόμενο Υπόμνημα της Ένωσης προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αριθ. πρωτ. 55/21.4.2015 (όπως π.χ. η διεύρυνση της εξουσίας του δικαστηρίου στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, η κατάργηση του μονομελούς εφετείου κα) οι οποίες απορρίφθηκαν.

            Περαιτέρω, οφείλουμε να σας γνωρίσουμε ότι η Ένωσή μας καταψήφισε πρόταση (η οποία τελικώς απορρίφθηκε από την νομοπαρασκευαστική επιτροπή) σύμφωνα με την οποία για ορισμένα πρόστιμα θα εκδίδεται απόφαση επί της έδρας (και ακολούθως θα συντάσσεται συνοπτική απόφαση), καθόσον, κατά την άποψή μας, μια τέτοια διαδικασία δεν συνάδει με τις αρχές της διοικητικής δίκης, ενώ άλλωστε υπάρχουν πολλές περιπτώσεις προσβολής διοικητικών προστίμων όπου το δυσχερές των σχετικών υποθέσεων, το δυσερμήνευτο των οικείων διατάξεων και η πολυπλοκότητα του ιστορικού δεν θα επέτρεπε αντικειμενικά την έκδοση με ασφάλεια απόφασης επί της έδρας.

         Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή εισήχθη ζήτημα ανορθολογικής κατανομής ανά την επικράτεια των διοικητικών δικαστηρίων. Στη σχετική συζήτηση επιχειρηματολογήσαμε κατά της συγχώνευσης – κατάργησης διοικητικών δικαστηρίων. Τελικώς στη φάση αυτή η επιτροπή δεν κατέληξε σε συγκεκριμένες προτάσεις για τη νέα χωροταξική δομή των διοικητικών δικαστηρίων.  

ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΔΑΚΗ                              ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΦΑΪΤΑΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                  ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ

spot_img

Lawjobs