Τριάντα (30) δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας, μεταξύ αυτών ο Πρόεδρος του Ποινικού Τμήματος, Michał Laskowski, ο Πρόεδρος του Εργατικού Τμήματος, Piotr Prusinowski και ο πρώην Πρόεδρος του Αστικού Τμήματος Dariusz Zawistowski, αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε σύνθεση Τμήματος στο οποί μετείχαν «νέο-δικαστές», όπως ονομάζονται όσοι έχουν διορισθεί από το πολιτικοποιημένο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας (NCJ). Οι ανώτατοι Δικαστές επέδωσαν σχετική επιστολή στην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας Malgorzata Manowska, στην οποία επικαλούνται πολυάριθμες αποφάσεις του ΔΕΕ, του ΕΔΔΑ αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, που αμφισβητούν τη νομιμότητα τόσο του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου όσο και το διορισμό των νέο-δικαστών. Αναφέρουν πως ένας δικαστής δεν μπορεί να συμμετέχει σε μία δίκη όταν γνωρίζει πως ορισμένα από τα μέλη της σύνθεσης έχουν επιλεγεί κατά παράβαση των αρχών του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται στις διατάξεις των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., 19 παρ.1 εδ. β της Συνθήκης για την Ε.Ε. και 45 παρ.1 του Συντάγματος της Πολωνίας. Σημειώνουν πως η συμμετοχή νέο-δικαστών προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας και εκθέτει το πολωνικό κράτος στην καταβολή υψηλών αποζημιώσεων σε όσους θίγονται από τις αποφάσεις που θα εκδοθούν. «Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το δικαστικό ήθος» τονίζουν.
Με τη στάση τους αυτή οι ανώτατοι δικαστές της Πολωνίας στηρίζουν ουσιαστικά τους δικαστές των κατωτέρων δικαστηρίων που αντιμετωπίζουν πειθαρχικές κατηγορίες και κυρώσεις (όπως αναστολή καθηκόντων, θέση σε διαθεσιμότητα κ.α.), επειδή αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε δικαστικές συνθέσεις μαζί με νέο-δικαστές, επικαλούμενοι σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που επανειλημμένως έχει κρίνει πως το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας, ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις που επήλθαν τον Δεκέμβριο του 2017, ελέγχεται από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και ως εκ τούτου οι δικαστές που διορίζονται από το όργανο αυτό δεν πληρούν τα εχέγγυα της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης των τριάντα (30) Ανωτάτων Δικαστών της Πολωνίας είναι το ακόλουθο:
«Δηλώνουμε ότι υπάρχουν θεμελιώδη νομικά εμπόδια που δεν μας επιτρέπουν να μετέχουμε στην εξέταση υποθέσεων μαζί με άτομα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν πρότασης του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου – των Τμημάτων Αστικού, Ποινικού και Εργατικού δικαίου – της 23ης Ιανουαρίου 2020, BSA I-4110-1/20 (OSNKW 2000 αριθ. 2, σημείο 1 και OSNC 2020 αριθ. 4, σημείο 34), κρίθηκε ότι η συμμετοχή ενός τέτοιου προσώπου σε σχηματισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδηγεί σε πλημμελή σύνθεση του δικαστηρίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 439 § 1 εδ.β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 379 εδ. 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για κάθε δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ένας δικαστής δεν μπορεί να συμμετάσχει σε διαδικασίες και αποφάσεις εάν είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι πλημμελής και θεμελιώνει λόγο έφεσης ή θα οδηγήσει στην ακυρότητα της διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι απαράδεκτο να εκδικάζεται η υπόθεση και να εκδίδεται απόφαση. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να μετέχει εν γνώσει του στην εν λόγω πλημμελή διαδικασία.
Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το ήθος του δικαστικού λειτουργήματος.
Κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (για παράδειγμα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας, αριθ. 43447/19, της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας, αριθ. 49868/19 και 57511/19, της 3ης Φεβρουαρίου 2022, Advance Pharma κατά Πολωνίας, προσφυγή αριθ. 1469/20) έχει κριθεί ότι η εκδίκαση υποθέσεων από πρόσωπα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, που αποτελείται από μέλη που ορίσθηκαν κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017, συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης σε βάρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Δικαστικές αποφάσεις εκδοθείσες με τη συμμετοχή πλημμελώς διορισμένου δικαστή προσβάλλουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στο άρθρο 19 παρ.1 εδ.β της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, αριθμός αίτησης 26374/18, Gudmundur Andri Astradsson κατά Ισλανδίας, απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της ΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2019, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A.K. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και C.P. και D.O. κατά Ανωτάτου Δικαστηρίου, EU:C:2019:982, απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της ΕΕ της 2ας Μαρτίου 2021, στην υπόθεση C-824/18, A.B., C.D., E.F., G.H. και I.J. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (EU:C:2021:153), και, σε εκτέλεση, απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2021, II GOK 2/18, LEX no. 2687377 και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού II GOK 3/18 έως II GOK 20/18 και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2021, III PSKP 13/21, OSNP 2022 αριθ. 2, σημείο 11).
Οι ελλείψεις αυτές δεν διορθώθηκαν με την τροποποίηση του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2022.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δηλώνουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να συμμετέχουμε σε σύνθεση στην οποία μετέχουν νέο-δικαστές. Ένας δικαστής δεν μπορεί να παραβιάζει εν γνώσει του το δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη και να εκθέτει το κράτος της Πολωνίας στην υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων. Αντίθετη συμπεριφορά προσκρούει στην υποχρέωση “πίστης στη Δημοκρατία της Πολωνίας” και “προάσπισης του δικαίου και του κράτους δικαίου”, όπως αναφέρεται στον δικαστικό όρκο .
Δηλώνουμε ότι, έχοντας εξαντλήσει τα συστημικά και δικονομικά μέσα που εγγυώνται στους διαδίκους ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δεν θα συμμετέχουμε σε σχηματισμούς στους οποίους μετέχουν άτομα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου που συντίθεται με μέλη, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017.
Η ανωτέρω δήλωση δεν συνιστά άρνηση απονομής δικαιοσύνης.»
Η δήλωση των τριάντα ανώτατων Δικαστών έρχεται μετά την προσφυγή των τεσσάρων ευρωπαϊκών δικαστικών ενώσεων [Association of European Administrative Judges (AEAJ) , European Association of Judges (EAJ/IAJ), Rechters voor Rechters (Judges for Judges) , Magistrats Européens pour la Démocratie et les Libertés (MEDEL)] ενώπιον του ΔΕΕ κατά της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ για την απεμπλοκή των ευρωπαϊκών κονδυλίων προς την Πολωνία, λόγω μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωση αποκατάστασης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος από την εκτελεστική εξουσία.
Κατερίνα Ντόκα
Εφέτης