Εθνική νομοθεσία η οποία περιορίζει την πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια και τον έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων του CAS από αυτά είναι αντίθετη στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.
Ο βελγικός ποδοσφαιρικός σύλλογος Royal Football Club Seraing σύναψε με τη μαλτέζικη εταιρία Doyen Sports συμβάσεις για τη μεταβίβαση των οικονομικών δικαιωμάτων ορισμένων ποδοσφαιριστών. Η πειθαρχική επιτροπή της Fédération Internationale de Football Association (FIFA) θεώρησε ότι η πρακτική αυτή παραβιάζει τους κανόνες
της FIFA που απαγορεύουν τη μεταβίβαση των οικονομικών δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών σε τρίτους. Η επιτροπή της FIFA επέβαλε πειθαρχικά μέτρα σε βάρος της Royal Football Club Seraing, τα οποία επικυρώθηκαν από το Court of Arbitration for Sport (CAS) και από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο της Ελβετίας.
Η Doyen Sports προσέφυγε στα βελγικά δικαστήρια, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι κανόνες της FIFA που απαγορεύουν τη μεταβίβαση των οικονομικών δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών σε τρίτους παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης. Τα βελγικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι δεν έχουν αρμοδιότητα διότι το βελγικό δίκαιο προσδίδει ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένες κατηγορίες διαιτητικών αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εκδίδει το CAS. Το Cour de Cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, αν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας σε περίπτωση που η διαιτητική απόφαση έχει εξεταστεί μόνον από δικαστήριο κράτους το οποίο δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τις σημερινές προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta διατυπώνει τη γνώμη ότι οι δραστηριοποιούμενοι στον τομέα του αθλητισμού εντός της ΕΕ οι οποίοι υπόκεινται στο σύστημα επίλυσης διαφορών της FIFA πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν άμεση δικαστική προστασία από εθνικό δικαστήριο το οποίο να έχει την εξουσία να ασκήσει πλήρη έλεγχο βάσει όλων ανεξαιρέτως των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως της τελικής απόφασης που εκδίδει το CAS.
Σύμφωνα με τη γενική εισαγγελέα, η αθλητική διαιτησία διαφέρει από την εμπορική διαιτησία για δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, όπως εξηγεί η γενική εισαγγελέας, ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπορικής διαιτησίας είναι η ελεύθερη αποδοχή της ρήτρας διαιτησίας από αμφότερα τα μέρη. Το χαρακτηριστικό αυτό δικαιολογεί τον περιορισμό του ελέγχου των εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων από τα εθνικά δικαστήρια σε ζητήματα δημοσίας τάξεως. Ωστόσο, η δικαιολόγηση αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση των επίμαχων εν προκειμένω κανόνων αθλητικής διαιτησίας. Οι κανόνες της FIFA περί αθλητικής διαιτησίας έχουν αναγκαστικό
χαρακτήρα. Οι δραστηριοποιούμενοι στον τομέα του αθλητισμού οι οποίοι υπόκεινται στους κανόνες της FIFA δεν έχουν άλλη δυνατότητα πλην της υποβολής των διαφορών τους στην πειθαρχική επιτροπή της FIFA και εν συνεχεία στο CAS. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο του συστήματος αυτού πρέπει να είναι πλήρης και δεν μπορεί να περιορίζεται σε ζητήματα δημοσίας τάξεως.
Δεύτερον, η γενική εισαγγελέας Τ. Ćapeta διευκρινίζει ότι το σύστημα επίλυσης διαφορών της FIFA χαρακτηρίζεται από την αυτοτέλειά του. Σε αντίθεση με τα μέρη σε διαδικασία εμπορικής διαιτησίας, η FIFA μπορεί να επιβάλει οίκοθεν την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, απαγορεύοντας στους παίκτες να αγωνίζονται και στους συλλόγους ή στις εθνικές ομοσπονδίες να μετέχουν στις διοργανώσεις της.
Δηλαδή, η FIFA δεν χρειάζεται να αποταθεί σε δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν τη δυνατότητα παροχής άμεσης δικαστικής προστασίας από δικαστήριο το οποίο έχει την εξουσία να ελέγξει εάν οι κανόνες της FIFA είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και αν η διαιτητική απόφαση του CAS έχει επικυρωθεί από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο της Ελβετίας.