spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΔΕΕ: Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές

ΔΕΕ: Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές

Η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει αποτελεσματικό έλεγχο του εν δυνάμει καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών

spot_img

Με τις σημερινές αποφάσεις του, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλαν ορισμένα ισπανικά και ιταλικά
δικαστήρια καθώς και ένα ρουμανικό δικαστήριο και οι οποίες αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.

Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του ερωτήματος αν εθνικές δικονομικές αρχές, όπως η αρχή του δεδικασμένου, μπορούν να περιορίσουν τις εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων, ειδικότερα των αρμόδιων για την αναγκαστική εκτέλεση, να εκτιμούν τον εν δυνάμει καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών. Είναι συμβατές με την οδηγία 93/13 οι αρχές του εσωτερικού δικονομικού δικαίου οι οποίες δεν επιτρέπουν την εκτίμηση αυτή κατά το στάδιο της εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της αυτεπάγγελτης εξέτασης από τον δικαστή της εκτέλεσης, λόγω της ύπαρξης προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων;

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς τη σημασία που έχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ένδικων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ως άνω ένδικων μέσων. Τούτου λεχθέντος, καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως 3. Ακριβώς λόγω της ασθενέστερης αυτής θέσης στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, η οδηγία 93/13 προβλέπει ότι αυτοί δεν δεσμεύονται από τις καταχρηστικές ρήτρες.

Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση με μια ουσιαστική ισορροπία.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 5 και ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών 6.
Το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τιςδιαδικασίες εξετάσεως του τυχόν
καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και,κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές
εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών.Οι εθνικές δικονομικές διατάξεις
πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, ήτοι να πληρούν την απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας7.Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι,όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/138.

Βάσει αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων εκδίδει το Δικαστήριο τις τέσσερις σημερινές του αποφάσεις.

Υπόθεση C869/19, Unicaja Banco

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της L και της Banco de Caja España de Inversiones, Salamanca y Soria SAU, την οποία διαδέχθηκε η Unicaja Banco SA, με αντικείμενο τη μη αυτεπάγγελτη εξέταση από το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο ενός λόγου εφέσεως που αφορά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Το τραπεζικό ίδρυμα χορήγησε στην L ενυπόθηκο δάνειο. Η σύμβαση αυτή προέβλεπε «ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου» βάσει της οποίας το κυμαινόμενο επιτόκιο δεν μπορούσε να είναι χαμηλότερο του 3 %.

Η L άσκησε αγωγή κατά του τραπεζικού ιδρύματος με αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η εν λόγω ρήτρα και να της επιστραφούν τα ποσά που είχαν αχρεωστήτως εισπραχθεί, υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα έπρεπε να κηρυχθεί καταχρηστική ως στερούμενη διαφάνειας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή, ενώ παράλληλα περιόρισε χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομολογίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε το τραπεζικό ίδρυμα, δεν διέταξε την πλήρη επιστροφή των ποσών που είχαν εισπραχθεί βάσει της ρήτρας «κατωτάτου επιτοκίου», δεδομένου ότι η L δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Κατά το ισπανικό δίκαιο, εάν ουδείς εκ των διαδίκων προσβάλει συγκεκριμένο κεφάλαιο του διατακτικού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δύναται να το καταστήσει άνευ αποτελέσματος ή να το τροποποιήσει. Ο κανόνας αυτός παρουσιάζει ορισμένο βαθμό ομοιότητας με την αρχή του δεδικασμένου.

Ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο ως προς τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένου ειδικότερα υπόψη του γεγονότος ότι το εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση της οδηγίας 93/13 και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών.

Υπενθυμίζοντας τη νομολογία του, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το δίκαιο της Ένωσης
αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής
αποτελέσματα μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν
καταχρηστικής ρήτρας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα.

Το Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών δικονομικών αρχών είναι ικανή να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό την αρχή της αποτελεσματικότητας. Πράγματι, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικών δικονομικών αρχών δυνάμει των οποίων εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο
εφέσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών, εφόσον η μη προσβολή του χρονικού περιορισμού από τον οικείο καταναλωτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε πλήρη αδράνειά του.

Υπόθεση C600/19, Ibercaja banco.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του MA και της Ibercaja Banco SA σχετικά με αγωγή καταβολής των οφειλόμενων στο τραπεζικό
ίδρυμα τόκων λόγω της μη εκτέλεσης από τους MA και PO της σύμβασης ενυπόθηκου
δανείου που συνήφθη μεταξύ των εν λόγω διαδίκων. Το αρμόδιο δικαστήριο εξέδωσε διάταξη περί εκτελέσεως του ενυπόθηκου τίτλου που κατείχε η Ibercaja Banco και επέτρεψε την κατάσχεση εις βάρος των καταναλωτών. Ο MA επικαλέστηκε την καταχρηστικότητα της ρήτρας περί τόκων υπερημερίας και της ρήτρας περί ελάχιστου επιτοκίου μόνον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης, ακριβώς μετά τη διενέργεια πλειστηριασμού για το ενυπόθηκο ακίνητο, όταν δηλαδή η ισχύς του δεδικασμένου και η παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής δεν επιτρέπουν ούτε στον δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών ούτε στον καταναλωτή να επικαλεστεί την καταχρηστικότητα των εν λόγω ρητρών. Η
σύμβαση αποτέλεσε μεν αντικείμενο αυτεπάγγελτης εξέτασης κατά την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως χωρίς ωστόσο να γίνει ρητή μνεία της εξέτασης των επίμαχων ρητρών ή να παρατεθεί σχετική αιτιολογία.


Κατά το Δικαστήριο
, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, λόγω
των αποτελεσμάτων του δεδικασμένου και της παρέλευσης της προθεσμίας ασκήσεως
ανακοπής, δεν επιτρέπει ούτε στον δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη
καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης για την
ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως ούτε στον καταναλωτή, μετά τη λήξη της
προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής, να επικαλεστεί την καταχρηστικότητα των εν λόγω
ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης ή στο πλαίσιο επακόλουθης διαγνωστικής
δίκης, στην περίπτωση που οι επίμαχες ρήτρες έχουν αποτελέσει αντικείμενο
αυτεπάγγελτης εξέτασης της ενδεχόμενης καταχρηστικότητάς τους από τον δικαστή, αλλά η δικαστική απόφαση η οποία επέτρεψε την εκτέλεση για την ικανοποίηση της ενυπόθηκης απαιτήσεως δεν περιέχει καμία αιτιολογία, έστω και συνοπτική, από την οποία να προκύπτει ότι διενεργήθηκε πράγματι η εξέταση αυτή ούτε αναφέρει ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη ο δικαστής κατόπιν της εν λόγω εξέτασης δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί λόγω του ότι δεν ασκήθηκε ανακοπή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

Ωστόσο, όταν η διαδικασία εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως έχει
περατωθεί και τα δικαιώματα κυριότητας έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτο, ο δικαστής δεν
μπορεί πλέον να προβεί σε εξέταση της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας συμβατικών
ρητρών η οποία θα συνεπαγόταν την ακύρωση των πράξεων μεταβίβασης της κυριότητας και να διακυβεύσει την ασφάλεια δικαίου ως προς την ήδη πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση της κυριότητας προς τρίτο.

Εντούτοις, σε μια τέτοια περίπτωση, ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να επικαλεστεί, στο πλαίσιο μεταγενέστερης αυτοτελούς διαδικασίας, την καταχρηστικότητα των ρητρών της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά και πλήρως τα δικαιώματα τα οποία αντλεί από την οδηγία, ούτως ώστε να επιτύχει την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την εφαρμογή των εν λόγω ρητρών.

Επομένως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε τέτοια εθνική νομοθεσία.

spot_img

Lawjobs