Τον Μάρτιο του 2020, η Γαλλία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης υπό τη μορφή αναστολής καταβολής του φόρου πολιτικής αεροπορίας και του φόρου αλληλεγγύης επί των αεροπορικών εισιτηρίων. Το μέτρο αυτό, που ίσχυσε υπέρ των αεροπορικών εταιριών που κατείχαν άδεια των γαλλικών αρχών, συνίστατο στην
αναστολή καταβολής των ανωτέρω φόρων μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2021, εν συνεχεία δε στη σταδιακή καταβολή τους σε περίοδο 24 μηνών, ήτοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2022.
Τον Απρίλιο του 2020, η Σουηδία κοινοποίησε στην Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης υπό τη μορφή καθεστώτος εγγυήσεως δανείων, μέγιστου ποσού πέντε δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (SEK), για τη στήριξη, στο πλαίσιο της πανδημίας του Covid-19, των αεροπορικών εταιριών που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών. Η Επιτροπή ενέκρινε τα μέτρα ενίσχυσης1. Η Ryanair προσέβαλε τις αποφάσεις έγκρισης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσης ήταν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και απέρριψε τις προσφυγές2. Θεώρησε ότι τεκμαίρεται πως το σουηδικό καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε προς το συμφέρον της Ένωσης.
Εξάλλου, η αναστολή καταβολής φόρου την οποία εφάρμοσε η Γαλλία ήταν πρόσφορη για την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που είχε προκαλέσει η πανδημία του Covid-19 και δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση.
Η Ryanair άσκησε αναιρέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο απορρίπτει με τη σημερινή του απόφαση όλα τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Ryanair και, ως εκ τούτου, επικυρώνει τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, ότι μια ενίσχυση δεν μπορεί να κριθεί ασύμβατη με την εσωτερική αγορά για λόγους που άπτονται αποκλειστικώς του επιλεκτικού χαρακτήρα της ενίσχυσης ή του ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.