Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι ένα κράτος μέλος της ΕΕ δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης σε αμάχους πολέμου με την αιτιολογία και μόνο ότι ο δικαιούχος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος.
Σύμφωνα με το ΔΕΚ η προϋπόθεση περί κατοικίας στο εθνικό έδαφος, όπως η προβλεπόμενη από την πολωνική νομοθεσία, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
H πολωνικής ιθαγένειας, H. Nerkowska, γεννήθηκε το 1946 στο έδαφος της σημερινής Λευκορωσίας. Αφού έχασε τους γονείς της που εξορίστηκαν στη Σιβηρία δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, εξορίστηκε και εκείνη το 1951 στην πρώην ΕΣΣΔ, όπου έζησε υπό δύσκολες συνθήκες. Το 1957, επέστρεψε στην Πολωνία. Το 1985, αναχώρησε από την Πολωνία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γερμανία.
Ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλειας του Koszalin, αν και αναγνώρισε συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην Nerkowska λόγω βλαβών που υπέστη η υγεία της κατά τη διάρκεια της εξορίας της, αρνήθηκε τη χορήγηση της σύνταξης με την αιτιολογία ότι δεν κατοικούσε στο πολωνικό έδαφος.
Η Nerkowska προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του πολωνικού δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι, δεδομένης της ένταξης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην ΕΕ, ο σημερινός τόπος κατοικίας της δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση της παροχής αυτής.
Το Περιφερειακό δικαστήριο του Koszalin που επελήφθη της υποθέσεως ρώτησε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ στους πολίτες της Ένωσης απαγορεύει εθνική νομοθεσία, όπως την πολωνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση παροχής υπέρ αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής από την προϋπόθεση της κατοικίας του δικαιούχου στο εθνικό έδαφος.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του κοινοτικού δικαίου, παροχή αποβλέπουσα στην αποζημίωση αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής για τις ψυχικές και σωματικές βλάβες που υπέστησαν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρουμένων των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως των διατάξεων της Συνθήκης που αναγνωρίζουν την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να κατοικούν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η βούληση εγγύησης του δεσμού μεταξύ της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους και του δικαιούχου της παροχής όσο και η ανάγκη ελέγχου του γεγονότος ότι ο δικαιούχος εξακολουθεί να πληροί τους όρους χορήγησης της παροχής αυτής αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος δυνάμενους να δικαιολογήσουν τον επίμαχο περιορισμό.
Πάντως, το γεγονός ότι, αφενός, ο δικαιούχος παροχής έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους που χορηγεί την οικεία παροχή και, αφετέρου, έχει ζήσει στο κράτος αυτό για περισσότερο από είκοσι χρόνια, αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη δεσμών μεταξύ του κράτους αυτού και του δικαιούχου της παροχής αυτής.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η προϋπόθεση περί κατοικίας καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της παροχής είναι δυσανάλογη καθόσον υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση ενός τέτοιου δεσμού.