Σε πολωνικό δικαστήριο ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά τριών ανηλίκων. Κατηγορήθηκαν ότι είχαν ότι διέρρηξαν τα κτίρια ενός εγκαταλελειμμένου πρώην κέντρου διακοπών.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, διαπιστώθηκε ότι οι ύποπτοι είχαν ανακριθεί από την αστυνομία χωρίς να υπάρχει δικηγόρου. Πριν από την πρώτη τους ανάκριση, ούτε οι ίδιοι ούτε οι γονείς τους είχαν ενημερωθεί για τα δικαιώματά τους ή το τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι που διορίστηκαν από το δικαστήριο ζήτησαν να ζητηθεί η προηγούμενη κατάθεση των των υπόπτων να αφαιρεθούν από το φάκελο ως αποδεικτικά στοιχεία.
Το εθνικό δικαστήριο, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα των διαδικαστικών εγγυήσεων που ισχύουν για τους ανηλίκους κατά την προ στάδιο της δίκης, παρέπεμψε στο Δικαστήριο. Το εθνικό δικαστήριο είναι αβέβαιο κατά πόσον, ειδικότερα, η εθνικές διατάξεις συνάδουν με το δίκαιο της ΕΕ 1 και ποια συμπεράσματα πρέπει να εξαχθούν από τυχόν ασυμβατότητα.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν την πρακτική και αποτελεσματική ευκαιρία να επικουρούνται από δικηγόρο -δικηγόρο διορισμένο από το δικαστήριο, εφόσον είναι αναγκαίο. Η υποχρέωση αυτή πρέπει να εκπληρωθεί πριν από την πρώτη ανάκρισή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή και, σε το αργότερο, από τη στιγμή της ανάκρισης αυτής. Κατ’ αρχήν, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να διεξάγουν ανάκριση ενός παιδιού που δεν λαμβάνει πράγματι την εν λόγω συνδρομή.
Τα πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας δεν πρέπει να χάνουν αυτομάτως τα δικαιώματα που παρέχει το δίκαιο της ΕΕ στους ανηλίκους, ιδίως το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Το όφελος από τα δικαιώματα αυτά πρέπει να να συνεχίζεται εφόσον είναι σκόπιμο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της ωριμότητας και της την ευαλωτότητα των ενδιαφερομένων.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι ανήλικοι πρέπει να ενημερώνονται για τα δικονομικά τους δικαιώματα το συντομότερο δυνατόν, το αργότερο πριν από την πρώτη ανάκρισή τους. Οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται με απλό και προσιτό τρόπο, προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Ένα τυποποιημένο έγγραφο, που προορίζεται για ενήλικες, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.
Όσον αφορά τα ενοχοποιητικά στοιχεία που περιέχονται σε δηλώσεις ανηλίκου κατά τη διάρκεια ανάκρισης που διεξάγεται σε κατά παράβαση των δικαιωμάτων του, το δίκαιο της ΕΕ δεν απαιτεί από το κράτος μέλος να προβλέψει τη δυνατότητα για την εθνικό δικαστήριο να κηρύξει τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία απαράδεκτα. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύσει ότι οι εν λόγω δικαιώματα έχουν τηρηθεί και να εξάγει όλα τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παραβίασή τους, ιδίως όσον αφορά την αποδεικτική αξία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.
Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η επίμαχη εθνική νομοθεσία της Πολωνίας είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ. Eπίσης υποχρεούται να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του.
Εάν η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις εθνικές διατάξεις ή πρακτικές που φαίνονται ασυμβίβαστες με το εν λόγω δίκαιο.