Μια εργαζόμενη σε οίκο φροντίδας προσβάλλει την απόλυσή της ενώπιον γερμανικού εργατικού δικαστηρίου. Επικαλείται την απαγόρευση της απόλυσης για έγκυες γυναίκες. Το εργατικό δικαστήριο κρίνει ότι η αγωγή πρέπει κανονικά να απορριφθεί επειδή ασκήθηκε εκπρόθεσμα.
Όταν η εργαζόμενη έλαβε γνώση της εγκυμοσύνης της και άσκησε την αγωγή, η συνήθης προθεσμία των τριών εβδομάδων μετά την έγγραφη κοινοποίηση της απόλυσης, που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο, είχε ήδη παρέλθει. Επιπλέον, η η εργαζόμενη δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας για την άσκηση της αγωγής εκπρόθεσμα, εντός της πρόσθετης προθεσμίας των δύο εβδομάδων που προβλέπει ο νόμος αυτός.
Το εργατικό δικαστήριο ερωτά, ωστόσο, αν η επίμαχη γερμανική νομοθεσία είναι συμβατή με την οδηγία για την έγκυες εργαζόμενες. Ως εκ τούτου, απευθύνει ερώτημα προς το Δικαστήριο επί του θέματος αυτού. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, έγκυος εργαζόμενη η οποία γνωρίζει, κατά τον χρόνο της απόλυσης, την εγκυμοσύνη της, διαθέτει προθεσμία τριών εβδομάδων για να ασκήσει αγωγή.
Αντιθέτως, η εργαζόμενη που δεν γνωρίζει την εγκυμοσύνη της πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, έχει προθεσμία μόνο δύο εβδομάδων για να ζητήσει την άσκηση της εν λόγω αγωγής.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μια τόσο σύντομη προθεσμία, ιδίως σε σύγκριση με τη συνήθη προθεσμία των τριών εβδομάδων, φαίνεται να είναι ασυμβίβαστη με την οδηγία. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως μιας γυναίκας κατά την αρχή της εγκυμοσύνης, φαίνεται ότι ενδέχεται να καταστήσει πολύ δύσκολη για την έγκυο εργαζόμενη την παροχή αποτελεσματικών συμβουλών και, κατά περίπτωση, να προετοιμάσει και να υποβάλει αίτηση αδείας για την άσκηση αγωγής και να ασκήσει την αγωγή.
Εναπόκειται, ωστόσο, στο δικαστήριο εργατικών διαφορών να εξακριβώσει αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο.