Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι σε περίπτωση ματαιώσεως ενδοκοινοτικής πτήσεως οι επιβάτες μπορούν να ασκήσουν αγωγή κατ αποκοπή αποζημιώσεως ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου αναχώρησης ή άφιξης.
Για την επιλογή του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία δεν είναι καθοριστικοί ούτε ο τόπος έδρας της αεροπορικής εταιρίας ούτε ο τόπος συνάψεως της συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς.
Μια αγωγή αποζημιώσεως μετά την ματαίωση μιας πτήσεως παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει τους κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών.
Ο κανονισµός περί αποζηµιώσεως και αρωγής των επιβατών αεροπορικών µεταφορών 1 ορίζει ότι σε περίπτωση µαταιώσεως µιας πτήσεως, οι επιβάτες δύνανται να λάβουν κατ’ αποκοπήν αποζηµίωση µεταξύ 250 και 600 ευρώ.
Όταν µια αεροπορική εταιρία αρνείται να καταβάλει την κατ’ αποκοπήν αποζηµίωση τίθεται το ζήτηµα αν, σε περίπτωση ενδοκοινοτικής πτήσεως, ο σχετικός επιβάτης έχει, βάσει του κοινοτικού κανονισµού περί διεθνούς δικαιοδοσίας 2 , τη δυνατότητα να προσφύγει, εκτός από το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της εταιρίας αυτής, και σε δικαστήριο άλλου κράτους µέλους.
Ο Πέτερ Ρέχντερ, κάτοικος Μονάχου, είχε κρατήσει στην Air Baltic, η οποία εδρεύει στη Ρίγα (Λετονία), θέση για µια πτήση από το Μόναχο προς το Βίλνιους. Γύρω στα 30 λεπτά πριν από την προβλεπόµενη ώρα αναχωρήσεως από το Μόναχο, οι επιβάτες πληροφορήθηκαν ότι µαταιώθηκε η πτήση τους. Κατόπιν τροποποιήσεως, από την Air Baltic, της κρατήσεως θέσεως, ο Π. Ρέχντερ επιβιβάστηκε σε αεροσκάφος µε προορισµό το Βίλνιους µέσω Κοπεγχάγης.
Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου του Μονάχου ο Ρέχντερ ζήτησε να υποχρεωθεί η Air Baltic να του καταβάλει αποζηµίωση ποσού 250 ευρώ, σύµφωνα µε τον κανονισµό περί αποζηµιώσεως και αρωγής των επιβατών αεροπορικών µεταφορών.