Η ΕΕ αναλαμβάνει δράση για τον καλύτερο εξοπλισμό των κρατών μελών όσον αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και των παράνομων κερδών από αυτό. Σήμερα, οι υπουργοί Δικαιοσύνης συμφώνησαν επί της θέσης του Συμβουλίου σχετικά με σχέδιο οδηγίας για την ανάκτηση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων. Το σχέδιο προβλέπει ελάχιστους κανόνες για την ανίχνευση, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, τη δήμευση και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης.
Οι προτεινόμενοι κανόνες θα εφαρμοστούν σε ευρύ φάσμα εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης κυρώσεων, μόλις εκδοθεί η οδηγία σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση περιοριστικών μέτρων της Ένωσης. Τα κέρδη ατόμων που επωφελούνται από συναλλαγές με πρόσωπα ή εταιρείες που έχουν καταχωριστεί στους καταλόγους κυρώσεων της ΕΕ θα κατάσχονται, όπως συμβαίνει και με τα κέρδη των διακινητών ανθρώπων ή των καρτέλ ναρκωτικών.
Το νέο νομοθέτημα θα υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι διοικήσεις που ασχολούνται με τον εντοπισμό, τη δέσμευση και τη διαχείριση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες διαθέτουν ειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλους οικονομικούς, τεχνικούς και τεχνολογικούς πόρους.
Ισχυρότερες υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων
Με την έγκριση του νέου αυτού νομοθετήματος θα ανατεθούν περισσότερες αρμοδιότητες στις υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εθνικές διοικήσεις διαθέτουν τα εργαλεία για τον εντοπισμό εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι νέοι κανόνες θα διευκολύνουν τη διασυνοριακή συνεργασία των εν λόγω υπηρεσιών. Θα ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα διάφορα κράτη μέλη.
Για να είναι σε θέση οι εν λόγω υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων να εκτελούν τα καθήκοντά τους, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν την πρόσβασή τους στις σχετικές εθνικές βάσεις δεδομένων και τα σχετικά εθνικά μητρώα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πρόσβαση θα πρέπει να είναι άμεση και απευθείας.
Δήμευση αδικαιολόγητης περιουσίας
Καθώς ο χαρακτήρας της εγκληματικής δράσης είναι εκ των πραγμάτων σκοτεινός, δεν είναι πάντα δυνατή η σύνδεση περιουσιακών στοιχείων που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια ποινικής έρευνας με συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα. Με έναν νέο κανόνα για τη δήμευση αδικαιολόγητης περιουσίας, πολλά κράτη μέλη που δεν διαθέτουν ήδη ανάλογο κανόνα θα μπορούν πλέον, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δημεύουν περιουσιακά στοιχεία με βάση τη συμμετοχή σε δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος. Αυτή η μορφή δήμευσης δεν απαιτεί ποινική καταδίκη. Ωστόσο, μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εάν το δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.
Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν αρχές (υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων) για τη διαχείριση των δεσμευόμενων ή δημευόμενων περιουσιακών στοιχείων, είτε μέσω άμεσης διαχείρισης είτε μέσω της παροχής στήριξης και εμπειρογνωσίας σε άλλους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση δεσμευμένων και δημευμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται επίσης να επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μεταβίβαση ή την πώληση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων ακόμη και πριν από την τελεσίδικη δήμευση, για παράδειγμα όταν τα περιουσιακά στοιχεία είναι αναλώσιμα.
Ιστορικό και επόμενα βήματα
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπόλ, τα έσοδα των εγκληματικών οργανώσεων ανέρχονται σε τουλάχιστον 139 δισ. ευρώ ετησίως. Η στέρηση αυτών των παράνομων κερδών από τους εγκληματίες είναι απαραίτητη για την αναχαίτιση των δραστηριοτήτων των εγκληματικών ομάδων και την πρόληψη της διείσδυσης τους στη νόμιμη οικονομία.
Παρά την ύπαρξη μιας σειράς νομοθετημάτων της ΕΕ για τον εντοπισμό και τη δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων, το Συμβούλιο κάλεσε το 2020 την Επιτροπή να ενισχύσει το νομικό πλαίσιο. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε αυστηρότερους κανόνες για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων. Το παρόν νομοσχέδιο προτάθηκε στις 25 Μαΐου 2022.
Με βάση τη γενική προσέγγιση που συνήφθη σήμερα, το Συμβούλιο θα είναι σε θέση να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να καταλήξουν σε τελικό νομικό κείμενο.