Υποβοήθηση της παράνομης εισόδου για ανθρωπιστικούς λόγους: ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour εκτιμά ότι η οδηγία 2002/90 είναι έγκυρη και διευκρινίζει τις προϋποθέσεις της ποινικοποίησης στο δίκαιο της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο.
Η οδηγία 2002/90 είναι σύμφωνη με τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των αξιοποίνων πράξεων και των ποινών. Στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να μεριμνούν ώστε οι κυρώσεις που επιβάλλονται στα πρόσωπα τα οποία ενήργησαν ανιδιοτελώς να είναι αναλογικές, αν τα πρόσωπα αυτά δεν απαλλάσσονται από την ποινική ευθύνη.
Η οδηγία 2002/90 2 απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ενδεδειγμένες κυρώσεις κατά όποιου εκ προθέσεως βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας να εισέλθει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους 3. Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να μην επιβάλλουν κυρώσεις εφόσον η βοήθεια αυτή παρέχεται για ανθρωπιστικούς λόγους 4.
Κατ’ εφαρμογή της ως άνω οδηγίας, το ιταλικό δίκαιο ποινικοποιεί την υποβοήθηση της παράνομης εισόδου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης κερδοσκοπικού λόγου. Προβλέπει ποινή στερητική της ελευθερίας δύο έως έξι ετών, πάγια χρηματική ποινή 15 000 ευρώ ανά υποβοηθούμενο πρόσωπο και φαίνεται να επιτρέπει τη σώρευση των κυρώσεων αυτών.
Το πρωτοδικείο της Μπολόνια καλείται να αποφανθεί επί της ποινικής ευθύνης μίας υπηκόου τρίτης χώρας η οποία βοήθησε την κόρη και την ανιψιά της να εισέλθουν παρανόμως στο ιταλικό έδαφος, κάνοντας χρήση πλαστών εγγράφων ταυτότητας. Το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος της οδηγίας 2002/90 για τον λόγο ότι θίγει δυσανάλογα τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερόμενων προσώπων. Ειδικότερα, εκτιμά ότι η οδηγία αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που ο νομοθέτης της Ένωσης ποινικοποιεί την υποβοήθηση της παράνομης εισόδου ανεξαρτήτως της ύπαρξης κερδοσκοπικού λόγου, χωρίς να απαιτεί από τα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την ποινική ευθύνη όσους ενεργούν για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων.
Με τις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour διευκρινίζει, πρώτον, ότι η ποινικοποίηση της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου καλύπτει το σύνολο των πράξεων με τις οποίες ένα πρόσωπο παρέχει, ενσυνειδήτως και εσκεμμένως, τη βοήθειά του για την παράνομη διέλευση των συνόρων κράτους μέλους, ανεξαρτήτως των κινήτρων του εν λόγω προσώπου.
Δεύτερον, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της οδηγίας αυτής υπό το πρίσμα της αρχής της νομιμότητας των αξιοποίνων πράξεων και των ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ποινικοποίηση της επίμαχης πράξης αποτελεί συντρέχουσα ποινική αρμοδιότητα της Ένωσης και των
κρατών μελών και εντάσσεται στο πλαίσιο της προσέγγισης των υφιστάμενων εθνικών νομοθεσιών. Στο μέτρο που η ως άνω οδηγία δεν μπορεί να θεμελιώσει, αφ’ εαυτής, ποινική ευθύνη εις βάρος προσώπων, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ενσωματώσουν την ποινικοποίηση αυτή με εθνική ρύθμιση η οποία είναι σύμφωνη με την αρχή της
αναλογικότητας και έχει την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση περί ασφάλειας δικαίου. Στα κράτη μέλη εναπόκειται επίσης να καθορίσουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζουν για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής ευθύνης, κατά πόσον ένα πρόσωπο μπορεί, υπό το πρίσμα των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, να τύχει απαλλαγής από την ποινική ευθύνη ή ορισμένου λόγου
απαλλαγής από την ποινή ή μείωσής της.
Τρίτον, ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour θεωρεί ότι η ποινικοποίηση της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αφενός, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον η απειλή που συνιστά το φαινόμενο αυτό για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και για τον έλεγχο των συνόρων, αλλά και οι κίνδυνοι στους οποίους ενδέχεται να εκτεθούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα λόγω των σχετικών παράνομων δραστηριοτήτων και της κατάστασης έντονης ανασφάλειας και εξάρτησης στην οποία ενδέχεται να βρεθούν. Αφετέρου, μολονότι η παρεχόμενη υποβοήθηση δεν συνιστά κατ’ ανάγκη κερδοσκοπική ή εγκληματική δραστηριότητα και δεν ενέχει κατά κανόνα σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή των προσώπων αυτών, εντούτοις είναι σημαντικό το σύνολο των πράξεων που συμβάλλουν στην παράνομη είσοδο υπηκόων τρίτων
χωρών να υπάγεται στο πεδίο δράσεως των ποινικών αρχών, ώστε να εξασφαλίζεται ευρύτερη εποπτεία των πράξεων οι οποίες, υπό το πρόσχημα ότι διαπράττονται από αλληλεγγύη ή λόγω οικογενειακών δεσμών, ενδέχεται να επιδιώκουν στην πραγματικότητα αλλότριους σκοπούς. Στο πλαίσιο αυτό, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους ο δράστης προέβη στην πράξη καθώς και να εκτιμήσει τον βαθμό στον οποίο η πράξη αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας ενός υπέρτερου συμφέροντος και δικαιολογεί, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του εθνικού δικαίου, την απαλλαγή του ενδιαφερομένου από την ποινική ευθύνη ή την απαλλαγή του από την ποινή ή τη μείωσή της.
Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία όσον αφορά το περιεχόμενο των λόγων απαλλαγής από την ποινική ευθύνη ή των λόγων απαλλαγής από την ποινή ή μείωσής της σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο. Εντούτοις, επισημαίνει ότι η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθεται σε εθνικό σύστημα το οποίο δεν παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να προβεί σε στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων και σε εξατομίκευση της ποινής. Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διακρίνει το αξιόποινο της συμπεριφοράς προσώπου το οποίο ενήργησε για ανθρωπιστικούς λόγους ή εξ ανάγκης από το αξιόποινο της συμπεριφοράς προσώπου υποκινούμενου απλώς και μόνον από την εγκληματική πρόθεση να τελέσει ακριβώς την απαγορευόμενη από τον νόμο πράξη με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους.