Εντούτοις, δεδομένου ότι ο κανονισμός ο οποίος προβλέπει το συγκεκριμένο μέτρο εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσης, το Δικαστήριο τον κηρύσσει ανίσχυρο διατηρώντας όμως τα αποτελέσματά του έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026 το αργότερο, προκειμένου ο Ευρωπαίος νομοθέτης να μπορέσει να εκδώσει νέο κανονισμό στηριζόμενο στην ορθή νομική βάση.
Η υποχρεωτική ενσωμάτωση δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων στα δελτία ταυτότητας συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δικαιολογείται από τον σκοπό της καταπολέμησης της πλαστογράφησης των δελτίων ταυτότητας και του εγκλήματος της κλοπής ταυτότητας, καθώς και από τον σκοπό της διασφάλισης της διαλειτουργικότητας των συστημάτων επαλήθευσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο κηρύσσει ανίσχυρο τον κανονισμό που προβλέπει το μέτρο αυτό, διότι εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσης και, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν εσφαλμένης νομοθετικής διαδικασίας. Επειδή θα υπήρχαν σοβαρές επιπτώσεις αν τα αποτελέσματα της κήρυξης του κανονισμού ως ανίσχυρου επέρχονταν αμέσως, το Δικαστήριο διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα του κανονισμού το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, μέχρι να τεθεί σε ισχύ νέος κανονισμός.
Γερμανός πολίτης προσέβαλε ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου την απορριπτική απόφαση του Δήμου Wiesbaden επί της αιτήσεώς του να του χορηγηθεί δελτίο ταυτότητας στο οποίο να μην ενσωματώνονται τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Το γερμανικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ελέγξει το κύρος του ενωσιακού κανονισμού που προβλέπει ότι το μέσο αποθήκευσης των δελτίων ταυτότητας πρέπει υποχρεωτικώς να περιέχει δύο δακτυλικά αποτυπώματα 1.
Κατόπιν επισταμένης εξέτασης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η υποχρέωση ενσωμάτωσης δύο ολόκληρων δακτυλικών αποτυπωμάτων στο μέσο αποθήκευσης των δελτίων ταυτότητας συνιστά περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία, αμφότερα, κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εντούτοις, η αποθήκευση των δακτυλικών αποτυπωμάτων δικαιολογείται από σκοπούς γενικού συμφέροντος, και πιο συγκεκριμένα από τον σκοπό της καταπολέμησης της πλαστογράφησης των δελτίων ταυτότητας και του εγκλήματος της κλοπής ταυτότητας καθώς και από τον σκοπό της διασφάλισης της διαλειτουργικότητας των συστημάτων επαλήθευσης. Πράγματι, το μέτρο είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την υλοποίηση των προαναφερθέντων σκοπών και δεν παρίσταται δυσανάλογο σε σχέση με αυτούς.
Ειδικότερα, συντελώντας στην καταπολέμηση της πλαστογράφησης των δελτίων ταυτότητας και του εγκλήματος της κλοπής ταυτότητας, η ενσωμάτωση δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων μπορεί να συνεισφέρει τόσο στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων όσο και, γενικότερα, στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας. Επιπλέον, παρέχοντας στους πολίτες της Ένωσης τη δυνατότητα να
ταυτοποιούνται με αξιόπιστο τρόπο, διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, οι σκοποί που επιδιώκονται με την εν λόγω ενσωμάτωση έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την Ένωση και τα κράτη μέλη, αλλά και για τους Ευρωπαίους πολίτες. Η ενσωμάτωση αποκλειστικώς και μόνον μιας εικόνας προσώπου θα συνιστούσε λιγότερο αποτελεσματικό μέσο ταυτοποίησης σε σχέση με την αποθήκευση, πέραν της εικόνας προσώπου, και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Και τούτο διότι η γήρανση, ο τρόπος ζωής, κάποια ασθένεια ή μια χειρουργική επέμβαση μπορούν να αλλοιώσουν τα ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου. Παρά ταύτα, ο επίμαχος κανονισμός εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσης 2 και, συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν εσφαλμένης νομοθετικής διαδικασίας, ήτοι της συνήθους διαδικασίας αντί ειδικής νομοθετικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κηρύσσει τον κανονισμό ανίσχυρο.
Πλην όμως, αν επέρχονταν αμέσως τα αποτελέσματα της κήρυξης του κανονισμού ως ανίσχυρου, θα ήταν πιθανό να υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις για μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων πολιτών και για την ασφάλειά τους εντός του Χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι τα αποτελέσματα του κανονισμού πρέπει να διατηρηθούν μέχρι να τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογου χρόνου και το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, νέος κανονισμός στηριζόμενος στην ορθή νομική βάση.