Στο μικροσκόπιο του αμερικανικού Κογκρέσου φαίνεται πως τίθενται οι τακτικές των εταιρειών που συλλέγουν, διαχειρίζονται και ανταλλάσσουν δεδομένα καταναλωτών (“data brokers”), για λόγους μάρκετινγκ και διαφήμισης. Η διακομματική Επιτροπή του Κογκρέσου για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων έστειλε επιστολές προς εννέα μεγάλες τέτοιες εταιρείες, ζητώντας αναλυτικές πληροφορίες για τον τρόπο συλλογής, επεξεργασίας, αποθήκευσης και πώλησης των δεδομένων των καταναλωτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εταιρείες δεν έχουν υποχρέωση να συμμορφωθούν με το αίτημα παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής του Κογκρέσου, αν και λόγω της θεσμικής της βαρύτητας αυτό είναι το συνήθως συμβαίνον σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Η πρωτοβουλία της Επιτροπής της Γερουσίας αξιολογείται θετικά, δεδομένου ότι η ακριβής λειτουργία των εταιρειών “data brokers” δεν είναι και τόσο σαφής, ενώ σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν ειδικές ρυθμίσεις για αυτές. Ο πυρήνας της σκέψης πίσω από την λειτουργία των εταιρειών αυτών είναι να συγκεντρώνουν δεδομένα καταναλωτών, τα οποία στη συνέχεια παραχωρούν σε τρίτες εταιρείες (π.χ. τράπεζες, αυτοκινητοβιομηχανίες κλπ.), οι οποίες χρησιμοποιούν τα δεδομένα προκειμένου να εξάγουν σχετικά profiles των «καλών» πελατών.
Το 2010 η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ είχε διενεργήσει παρόμοια έρευνα για τις πρακτικές δώδεκα εταιρειών διαχείρισης δεδομένων καταναλωτών. Εναντίον μίας εξ αυτών, τελικά κινήθηκε δικαστικά διότι η εταιρεία πουλούσε τα δεδομένα που συνέλεγε σε εργοδότες, για την αξιολόγηση των υποψηφίων εργαζομένων. Η εταιρεία πέτυχε πρόσφατα συμφωνία συμβιβασμού με την Επιτροπή Εμπορίου.