Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει το ποσό του προστίμου σε περίπου 238,7 εκατ. ευρώ έναντι 242 εκατ. ευρώ που επέβαλε η Επιτροπή.
Η Qualcomm είναι αμερικανική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1985 και δραστηριοποιείται στον τομέα των κυψελοειδών και ασύρματων τεχνολογιών. Τα chipsets της Qualcomm πωλούνται (και το λογισμικό του συστήματός της παραχωρείται με άδεια) σε εταιρείες που τα χρησιμοποιούν σε κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες, φορητούς υπολογιστές, μονάδες δεδομένων και άλλα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης.
Στις 30 Ιουνίου 2009, η βρετανική εταιρεία Icera υπέβαλε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Qualcomm, αναθεωρημένη και επικαιροποιημένη έκδοση στις 8 Απριλίου 2010, βάσει της οποίας η Επιτροπή κίνησε την έρευνά της. Στην ιστοσελίδα 2012, η παρεμβαίνουσα, η αμερικανική εταιρεία Nvidia, η οποία είχε εξαγοράσει την Icera τον Μάιο του 2011, παρείχε περαιτέρω πληροφορίες, συμπληρώνοντας την καταγγελία και προβάλλοντας ισχυρισμούς για ληστρική τιμολόγηση κατά της Qualcomm. Μεταξύ Ιουνίου 2010 και Ιουλίου 2015, η Επιτροπή απέστειλε σειρά αιτημάτων παροχής πληροφοριών στην Qualcomm, την Icera, Nvidia και σε άλλους φορείς στον τομέα των chipset βασικής ζώνης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Επιτροπή οριστικοποίησε την έρευνα, υποβάλλοντας πρόσθετα αιτήματα παροχής πληροφοριών 1, αποστέλλοντας κοινοποιήσεις αιτιάσεων και οργανώνοντας ακροάσεις.
Στις 18 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλοντας πρόστιμο ύψους 242.042,000 ευρώ, στην Qualcomm.
Η Επιτροπή όρισε τη σχετική αγορά ως τα λεπτά και ολοκληρωμένα τσιπς βασικής ζώνης που συμμορφώνονται με την οδηγία Universal κινητών τηλεπικοινωνιών (UMTS). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Qualcomm κατείχε δεσπόζουσα θέση θέση στην εν λόγω αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Qualcomm έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της παρέχοντας, κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, ορισμένες ποσότητες ορισμένων chipsets UMTS σε δύο από τους βασικούς πελάτες της, και συγκεκριμένα στη Huawei και στη ZTE, κάτω των τιμών κόστους, με σκοπό να εξαλείψει την Icera, τον κύριο ανταγωνιστή της εκείνη την περίοδο.
Η Qualcomm ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει ή, επικουρικά, να μειώσει σημαντικά το ποσό της επιβληθέντος προστίμου και προς τούτο προέβαλε δεκαπέντε λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται ιδίως σε διαδικαστικές παρατυπίες, μεταξύ των οποίων η υπερβολική διάρκεια της έρευνας, ο υποτιθέμενος υπερβολικά σύντομος χαρακτήρας ορισμένων σημειώσεων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια συνεντεύξεις που δεν κατέγραψε η Επιτροπή με τρίτους, πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, πραγματικών περιστατικών και νομικών στοιχείων, καθώς και καθώς και έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά ορισμένες πτυχές της εν λόγω αποφάσεως.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο εξετάζει λεπτομερώς όλους τους λόγους που προβάλλει η Qualcomm, απορρίπτοντας τους στο σύνολό τους, με εξαίρεση έναν λόγο ακυρώσεως σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, τον οποίο κρίνει εν μέρει βάσιμο.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο απορρίπτει, μεταξύ άλλων, την καταγγελία της Qualcomm ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο της «μικρής αλλά σημαντικής και μη μεταβατικής αύξησης της τιμής» προκειμένου να ορίσει τη σχετική αγορά για την για την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθόσον το κριτήριο αυτό δεν είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή, για να ορίσει τη σχετική αγορά.
Το Δικαστήριο απορρίπτει επίσης τις επικρίσεις της Qualcomm σχετικά με τα κριτήρια αναφοράς κόστους που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο των τιμών της
κόστους, στο μέτρο που τα κριτήρια κόστους που επιλέχθηκαν ήταν ευνοϊκότερα για την Qualcomm και επειδή η Επιτροπή επέλεξε να εξακριβώσει αν η Qualcomm σκόπευε να εξαλείψει έναν ανταγωνιστή.
Όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με την απομάκρυνση της Icera από την αγορά, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Qualcomm, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν εξετάζει αν μια επιχείρηση σε μια δεσπόζουσα θέση, να εξετάζει κατά πόσον το μερίδιο της αγοράς που καλύπτει η επίμαχη είναι επαρκούς μεγέθους ώστε η πρακτική αυτή να έχει αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα.
Όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι το κριτήριο του «αποτελεσματικού ανταγωνιστή» δεν εφαρμόστηκε στη σχετική αγορά, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο μιας έρευνας σχετικά με πιθανές ληστρικές τιμές, η ανάλυση με την οποία το Επιτροπή συγκρίνει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τις τιμές που επιβάλλει μια επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση με ορισμένα από τα έξοδά της, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η επιχείρηση αυτή τιμολόγησε κάτω από το μέσο συνολικό κόστος (ΜΣΚ), αλλά πάνω από το μέσο μεταβλητό κόστος (AVC), περιλαμβάνει ήδη μια ανάλυση του «εξίσου αποτελεσματικού» ανταγωνιστή.
Όσον αφορά τη διαπίστωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με την πρόθεση της Qualcomm να εξαλείψει την Icera από την αγορά το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τη διαπίστωση αυτή παρέχοντας τόσο άμεσες όσο και έμμεσες αποδεικτικά στοιχεία.
Τέλος, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέκκλινε, χωρίς αιτιολόγηση, από τη μεθοδολογία που όριζε στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.
Ως εκ τούτου, κατά την άσκηση της απεριόριστης δικαιοδοσίας του, το Δικαστήριο καθορίζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις Qualcomm σε 238.732,659 ευρώ.