Η επίμαχη σύμβαση είχε συναφθεί το 1998 και προέβλεπε παροχή λογισμικού και υπολογιστικών συστημάτων προς διάφορα Υπουργεία της αμερικανικής κυβέρνησης, για παράδειγμα τα Υπουργεία Ενέργειας, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών κλπ. Το 2007 το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέφυγε στα δικαστήρια, ενάγοντας την Oracle για εκμετάλλευση και εξαπάτηση των αντισυμβαλλόμενων υπουργείων, επειδή το τίμημα της σύμβασης ήταν σημαντικό υψηλότερο από το τίμημα που όριζε η εταιρεία για τους ιδιώτες εμπορικούς της πελάτες σε παρόμοιες συμφωνίες.
Η κυβέρνηση στην αγωγή της είχε ισχυριστεί ότι η εταιρεία όχι μόνο δεν αναπροσάρμοσε την τιμή για να είναι πιο συμφέρουσα –όπως έκανε με τους υπόλοιπους εμπορικούς της πελάτες- αλλά επιπλέον δεν δεχόταν να μεταβιβάσει σε κυβερνητικούς αξιωματούχους πληροφορίες και οικονομικά στοιχεία για συμφωνίες που είχε συνάψει στο παρελθόν.
Κατ’ αποτέλεσμα, το Υπουργείο δεν είχε μέτρο σύγκρισης των τιμών και παραπλανήθηκε από την εταιρεία συνάπτοντας σύμβαση προμήθειας πολλών εκατομμυρίων, κόστος που μετακύλησε αναγκαστικά στους φορολογούμενους.
«Ειδικά στις τωρινές οικονομικές συνθήκες είναι κρίσιμο να διασφαλίζουμε όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους στις συμβάσεις που συνάπτουν τα Υπουργεία με ιδιωτικές εταιρείες, είτε αυτές οι συμβάσεις είναι δημόσιες είτε όχι. Το κρίσιμο είναι να προστατεύεται σε κάθε περίπτωση ο φορολογούμενος από αντισυμβαλλομένους που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το κράτος ανεβάζοντας τις τιμές», τόνισε εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης μετά το κλείσιμο της συμφωνίας.