Άρθρο του Κοσμά Τριλίβα – Δικηγόρου, LLM Δημοσίου
Στις 10/05/2023 διενεργήθηκε από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου κλήρωση για την
ανάδειξη των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής, οι οποίοι θα εκτελούσαν τα καθήκοντά
τους στις εκλογές της 21/05/2023. Στην κλήρωση αυτή συμμετείχαν περίπου 2.000 δικαστικοί λειτουργοί, το σύνολο των οποίων διορίστηκε σε διάφορα εκλογικά τμήματα της επικράτειας.
Με αφορμή το γεγονός αυτό, λοιπόν, και με δεδομένη την επανάληψη της ανωτέρω
διαδικασίας ενόψει των επικείμενων εκλογών της 25/06/2023, τίθεται το εξής νομικό ερώτημα:
Είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο διορισμός δικαστικών λειτουργών ως αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής;
Ο προβληματισμός εκκινεί από την ρητή απαγόρευση της παραγράφου 3 του άρθρου
89 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε
δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται».
Το πρώτο βήμα για την απάντηση του ερωτήματος δεν μπορεί παρά να είναι η
διερεύνηση της φύσης των αρμοδιοτήτων των εφορευτικών επιτροπών στις οποίες ο
αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής συμμετέχει ως πρόεδρος (άρ. 58§2 Π.Δ. 26/2012), ώστε να διαπιστωθεί, αν αυτές έχουν ή όχι διοικητικό χαρακτήρα.
Από την επισκόπηση της σχετικής νομοθεσίας προκύπτει αβίαστα ότι πρόκειται για
επιτροπές με αμιγώς διοικητικές αρμοδιότητες, αφού σε αυτές συγκαταλέγονται ενδεικτικά: η διεξαγωγή της ψηφοφορίας στο εκάστοτε εκλογικό τμήμα (άρ. 58§1 Π.Δ. 26/2012), η τήρηση των εκλογικών βιβλίων (άρ. 61§1 Π.Δ. 26/2012), η παράδοση του φακέλου στους εκλογείς (άρ. 83§1 Π.Δ. 26/2012), η τήρηση πρωτοκόλλου ψηφοφορίας (άρ. 84Π.Δ. 26/2012) και, βεβαίως, η διαλογή των ψήφων (άρ. 89-94α Π.Δ. 26/2012). Τα έργα αυτά κατατείνουν απλώς στην εξυπηρέτηση της εκλογικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται προφανής η διοικητική τους φύση, γεγονός που αποκλείει την ανάθεσή τους σε δικαστικούς λειτουργούς.
Με βάση αυτήν την αρχική παραδοχή πρέπει ακολούθως να διερευνηθεί, αν ο ανωτέρω
συνταγματικός κανόνας επιδέχεται εξαιρέσεων. Πράγματι, σύμφωνα με την – προηγούμενη
αριθμητικά – παράγραφο 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος «Κατ‘ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς…να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα.». Όμως, πειθαρχικές είναι οι αρμοδιότητες που αφορούν την διερεύνηση τέλεσης πειθαρχικών παραπτωμάτων από διοικούμενους που υπέχουν ιδιαίτερη πειθαρχική ευθύνη (Γώγος 2006: 751). Δικαιοδοτικές είναι οι αρμοδιότητες που τέμνουν διαφορές και απαιτούν την διαμόρφωση και έκφρασης δικανικής κρίσης, ακόμα και αν δεν εντάσσονται στο πλαίσιο δικαστικής προστασίας, ενώ ελεγκτικές είναι οι αρμοδιότητες που συνάπτονται με θέματα οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 3036, 3037/2015, 1597/2017).
Είναι πρόδηλο ότι οι εφορευτικές επιτροπές του Π.Δ. 26/2012 δεν ασκούν αρμοδιότητες τέτοιου είδους, ενώ είναι επίσης ξεκάθαρο ότι μόνο από ορολογική σύγχυση θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι αρμοδιότητές τους «ελεγκτικές».
Με την αφαιρετική αυτή μέθοδο επαληθεύεται η κατ’ αρχήν διαπιστωθείσα διοικητική
φύση των αρμοδιοτήτων των εν λόγω επιτροπών, στις οποίες άλλωστε προβλέπεται, προς
επίρρωση των ήδη εκτεθέντων, ότι δύναται να προεδρεύει ως αντιπρόσωπος της δικαστικής
αρχής και δημόσιος υπάλληλος (άρ. 68 παρ. 3 περ. ιβ’, ιδ’ και ιε’ και παρ.4 Π.Δ. 26/2012).
Καθώς το συνταγματικό κείμενο δεν φαίνεται να επιτρέπει κάποια σχετική εξαίρεση,
πρέπει τώρα να ερευνηθεί η πιθανότητα ύπαρξης εξαίρεσης που θα στηριζόταν στην
συνταγματική θεωρία. Μια αξιόλογη θέση θα ήταν, ότι ο εκλογικός νόμος που προβλέπει τα
ανωτέρω είναι συνταγματικά ανεκτός ως εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος. Το επιχείρημα αυτό είναι εκ πρώτης όψεως ισχυρότερο από άλλα, εντούτοις ο χαρακτήρας ενός νόμου ως εκτελεστικού του Συντάγματος δεν μπορεί να άγει σε ανατροπή της παραδεδεγμένης ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, στην οποία εξακολουθούν να υπερτερούν οι – μεταξύ τους ισοδύναμες – συνταγματικές διατάξεις, ώστε και αυτή η κατηγορία των νόμων πρέπει να είναι σε συμφωνία με το Συνταγματικό κείμενο, παρά το γεγονός ότι το συμπληρώνει λειτουργικά. Συνεπώς, ούτε και αυτή η πορεία σκέψης οδηγεί σε λύση που να επιτρέπει την συνέχιση της ισχύουσας πρακτικής.
Στην πραγματικότητα είναι σαφές, ότι η επιλογή των δικαστικών λειτουργών ως
προέδρων των εφορευτικών επιτροπών αντανακλά το κύρος που αδιαμφισβήτητα αυτοί
απολαμβάνουν εντός της ελληνικής κοινωνίας και κατατείνει στην θεσμική θωράκιση της όλης διαδικασίας με την εμπλοκή προσώπων εξοπλισμένων με ισχυρά εχέγγυα αμεροληψίας και κορυφαία νομική κατάρτιση.
Πλην όμως, οσοδήποτε σκόπιμη, η επιλογή αυτή της εκλογικής νομοθεσίας δεν συνάδει
με το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο απαγορεύει απολύτως την ανάθεση διοικητικών έργων σε
δικαστικούς λειτουργούς, όπως άλλωστε έχει ήδη αναγνωρίσει η Ολομέλεια του Συμβουλίου
της Επικρατείας, μεταξύ άλλων, με την υπ’ αριθμόν 3503/2009 απόφασή της, η οποία
αφορούσε την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε επιτροπές κρίσης ενδικοφανών
προσφυγών.
Αντιθέτως, η εξακολούθηση της πρακτικής αυτής αποτελεί, κατά την εκτίμηση του
γράφοντος, κατάλοιπο της προ του 2001 ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας. Τούτο, δε, διότι
πράγματι, προ του 2001 και της συνταγματικής αναθεώρησης που έλαβε χώρα με την έκδοση του Ψηφίσματος της Αναθεωρητικής Βουλής στις 06/04/2001, το άρθρο 89 του Συντάγματος όριζε ότι: «2. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται η εκλογή δικαστικών λειτουργών ως μελών της Ακαδημίας ή […] ως και η συμμετοχή αυτών εις ειδικά διοικητικά δικαστήρια και εις συμβούλια ή επιτροπάς, πλην των διοικητικών συμβουλίων επιχειρήσεων και εμπορικών εταιρειών. 3.Επίσης επιτρέπεται η ανάθεσις εις δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων, είτε παραλλήλως προς την άσκησιν των κυρίων αυτών καθηκόντων είτε αποκλειστικώς, επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, ως νόμος ορίζει.». Υπό την διατύπωση αυτή, η ανάθεση των έργων που προαναφέρθηκαν ήταν αβίαστα αποδεκτή συνταγματικά και δεν δημιουργούσε τα προβλήματα συνταγματικότητας που εδώ συνοπτικά εκτίθενται.
Επιπλέον, κάποιον ρόλο στην μη αμφισβήτηση της ρύθμισης φαίνεται να διαδραματίζει και η, μάλλον άστοχη, ορολογική επιλογή για τον τρόπο που τα προεδρεύοντα των εφορευτικών επιτροπών όργανα ονομάζονται, δηλαδή η ονομασία «αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής» (άρθρα 66 επ. Π.Δ. 26/2012), η οποία δημιουργεί την όλως παραπειστική εντύπωση υπαγωγής των οργάνων αυτών στην δικαστική λειτουργία, όπως αυτή οριοθετείται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι κατά συντριπτική πλειοψηφία δεν υπάγονται σε αυτήν.
Αναμφίβολα η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες πολιτειακές
διαδικασίες δεν προκαλεί ζημία, εντούτοις είναι προφανές το θεσμικό ζήτημα που εγείρεται
στην συγκεκριμένη περίπτωση και που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ενόψει και των
επικείμενων εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023, για τις οποίες και θα πρέπει να επαναληφθεί η
διαδικασία συγκρότησης εφορευτικών επιτροπών.
Κατά συνέπεια, και με δεδομένο ότι η κριτική αυτή ισχύει mutatis mutandis και για τις
άλλες διοικητικές λειτουργίες που δικαστικοί λειτουργοί επιτελούν στο πλαίσιο της εκλογικής
νομοθεσίας (έφοροι αντιπροσώπων δικαστικής αρχής, Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή κλπ.),
ίσως θα ήταν σκόπιμη η εθελοντική αποχή των δικαστικών λειτουργών από την νέα κλήρωση για την ανάδειξη αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής, με ταυτόχρονη επεξεργασία του τρόπου που θα μπορούσε να κατοχυρωθεί συνταγματικά ο ρόλος τους στην εκλογική
διαδικασία μέσω της επικείμενης – καθώς φαίνεται – συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία
δύναται να εκκινήσει με την συμπλήρωση πενταετίας από την δημοσίευση του ψηφίσματος της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής στις 28/11/2024.-