1221/25 Πολ. Πρ. Αθηνών I Ακύρωση Καταγγελίας δανείου 10.000.000€ οφειλέτη λόγω Καταχρηστικής/Παράνομης συμπεριφοράς συστημικής Τράπεζας

Share

Ιστορικό

Η δανειολήπτρια εταιρία καθώς και τρία φυσικά πρόσωπα εγγυητές έλαβαν το 2008 ομολογιακό δάνειο 10εκ ευρώ από συστημική τράπεζα. Για την διασφάλιση του εν λόγω δανείου οι δανειολήπτες καλόπιστα φερόμενοι επέτρεψαν την εγγραφή βάρους στο εταιρικό εμπορικό τους ακίνητο σε κεντρικό εμπορικό σημείο αντίστοιχου ύψους του δανείου και επιπλέον εκχώρησαν το μίσθωμα του εν λόγω εμπορικού ακινήτου στην τράπεζα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η Τράπεζα ελάμβανε το μίσθωμα του ακινήτου κάθε μήνα και έτσι εξοφλούνταν οι δόσεις του δανείου των δανειοληπτών με ομαλό τρόπο από το 2008 έως το 2023 δηλαδή για διάστημα 15 ετών. Επιπλέον, όποτε υπήρχε ασυμφωνία για τον οιοδήποτε λόγο μεταξύ μισθώματος και δόσης δανείου , τα μέρη επικοινωνούσαν και οι δανειολήπτες επιμελώς φερόμενοι την κάλυπταν αφού ελάμβαν τις σχετικές διευκρινήσεις και πληροφορίες.

Παρά ταύτα την 14-03-2023 η Τράπεζα επέλεξε να καταγγείλει το δάνειο προς έκπληξη των δανειοληπτών και να το μεταβιβάσει σε fund – εταιρία διαχείρισης. Αυτό συνέβη για οφειλή (ασυμφωνία εκχωρηθέντος μισθώματος και δόσης δανείου) αναλογικά μικρή (130.000) σε σχέση με το ύψος του δανείου (10.000.000), την απόλυτη διασφάλιση αυτού, και τα πολλά έτη (από το 2008) ομαλής εξέλιξής του.  Κατόπιν το fund εξέδωσε διαταγή πληρωμής και εντός 10(!) ημερών επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο (μοναδικό) εταιρικό ακίνητο των δανειοληπτών το οποίο μάλιστα δρομολόγησε προς άμεση εκπλειστηρίαση.

Οι δανειολήπτες υπό την νομική εκπροσώπηση της Δικηγορικής Εταιρίας “Ν. Τ. ΑΓΑΠΗΝΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ”  www.agapinos.com και ειδικότερα του εταίρου Τέλλου Ν. Αγαπηνού – Δικηγόρου Αθηνών,  κατάθεσαν άμεσα ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο ακύρωσε ολικώς την Διαταγή καθώς και την καταγγελία του δανείου ως παράνομη πρακτική της τράπεζας και του fund και καταχρηστική και επέβαλε μάλιστα και δικαστικά έξοδα στην τράπεζα ύψους 33.700€. 

Αυτό έγινε καθώς το Δικαστήριο κατόπιν αναλυτικής ακροαματικής διαδικασίας διέγνωσε ότι : 1) από τον χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού της σύμβασης (06-12-2022) έως τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης του ομολογιακού δανείου (14-03-2023), η δανειολήπτρια είχε καταβάλει δόσεις/μισθώματα σημαντικού ύψους, τα οποία ωστόσο δεν αναλήφθηκαν παρανόμως (*ίσως και δολίως κατά την άποψή μας) από την Τράπεζα με υπαιτιότητά της προς αποπληρωμή του ομολογιακού δανείου και κατά συνέπεια δεν αφαιρέθηκαν από το ληξιπρόθεσμο ποσό στο οποίο στήριξε την καταγγελία της σύμβασης δανείου. Επιπλέον, προέκυψε ότι υπέρ της Τράπεζας είχε εγγραφεί επί του ιδίου ως άνω ακινήτου προσημείωση υποθήκης α’ τάξης εγγραφής προς εξασφάλιση των απαιτήσεων εκ του ομολογιακού δανείου, ποσού 7.500.000,00 ευρώ και άρα το δάνειο ήταν πολλαπλώς διασφαλισμένο λαμβανομένου υπόψιν ότι το υπόλοιπο του κατά το χρόνο της καταγγελίας ήτο μικρότερο της υποθήκης.

Τελικώς δηλαδή κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι παράνομα η Τράπεζα και το fund αποφάσισε την καταγγελία του Ομολογιακού Δανείου, κήρυξε όλο του ποσό του δανείου ποσού ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ενέκρινε το κλείσιμο των δανειακών λογαριασμών και τη μεταφορά της συνολικής οφειλής της δανειολήπτριας σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης από την καταγγελία αυτή και εντεύθεν. Επιπλέον παράνομα η Τράπεζα κατέθεσε αίτηση σε Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και πέτυχε παρανόμως την έκδοση Διαταγής Πληρωμής 4.500.000,00 ευρώ, εντόκως από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι θα ανατοκίζονταν ανά εξάμηνο κατά τα συνομολογηθέντα και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, καθώς και το ποσό των 81.000,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα!

Πλην όμως η καταγγελία της ένδικης σύμβασης ομολογιακού δανείου ασκήθηκε καταχρηστικά  διότι, η δανειολήπτρια  ήταν συνεπής στην πληρωμή του δανείου της από το έτος 2008 και, όποτε κατά το παρελθόν είχε προκόψει ληξιπρόθεσμη οφειλή, έσπευδε σε εξόφληση αυτής, κατόπιν ενημέρωσης εκ μέρους της Τράπεζας.

Το Πολυμελές Πρωτοδικείο εδέχθη ότι το γεγονός ότι η Τράπεζα ανέχτηκε μέχρι την καταγγελία και άλλες (ανάλογες) καθυστερήσεις στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτών  δημιούργησε βασίμως στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της περί καταγγελίας στην επίδικη περίπτωση, χωρίς πρώτα να τους ενημερώσει για την ύπαρξη της οφειλής τους.  Περαιτέρω, οι απαιτήσεις της Τράπεζας ήταν εξασφαλισμένες και με την κατά τα ως άνω προσωπική και εμπράγματη ασφάλεια αλλά κυρίως με την εκχώρηση των μισθωμάτων του ακινήτου ενώ δεν προέκυψε οικονομική δυσχέρεια των ανακοπτόντων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους από την επίδικη σύμβαση, αφού δεν προέκυψε όπ είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς άλλους δανειστές ή το Ελληνικό Δημόσιο.

Όλα τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν κατέστησαν την άσκηση του δικαιώματος της Τράπεζας να καταγγείλει το δανειο καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στη γενική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η Τράπεζα με την ως άνω συμπεριφορά της δεν επέδειξε την καλόπιστη συμπεριφορά που όφειλε και μπορούσε κατ’ άρθρο 288 ΑΚ να επιδείξει, και ειδικότερα αφενός να ενημερώσει περί της ληξιπρόθεσμης οφειλής και αφετέρου να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής των δανειοληπτώναφού μάλιστα η ίδια δεν αποκόμισε ωφέλειααντίθετα όμως επήλθαν υπέρμετρα επαχθείς για τους ανακόπτοντες συνέπειες, οι οποίες συνίστανται στο ότι έπρεπε πλέον οι ανακόπτοντες να πληρώσουν όλο το ανεξόφλητο ποσό του δανείουεπιβαρυνόμενο εφεξής και με τόκους υπερημερίας.

Υπό τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η ενέργεια της Τράπεζας να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση ήταν καταχρηστική (281 ΑΚ) και ως τέτοια απαγορευμένη, άκυρη (174 ΑΚ) και θεωρούμενη ως μη γενόμενη (180 ΑΚ).

Επομένως, λόγω της άκυρης καταγγελίας η επίδικη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή έναντι των δανειοληπτών και εγγυητών, η ευθύνη των οποίων είναι παρεπόμενη και προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης οφειλής σε βάρος του πρωτοφειλέτη (βλ. σχετ. ΕφΔυτΜακ 3/2019 Τ ΝΠ ΝΟΜΟΣ), ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση διαταγή πληρωμής.

Τέλος τα δικαστικά έξοδα των δανειολητπών, πρέπει επιβληθούν σε βάρος της Τράπεζας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και αυτά ορίστηκαν στο ποσό των 33.700€.

Loader Loading...
EAD Logo Taking too long?

Reload Reload document
| Open Open in new tab

Αποθήκευση αρχείου [951.04 KB]

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή