Η Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής υπερψήφισε το νομοσχέδιο, το οποίο επικυρώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST), η συγκρότηση της οποίας είχε αποφασιστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2002.
Το νομοσχέδιο υπερψήφισε επί της αρχής το ΠΑΣΟΚ, αν και εξέφρασε δια του εισηγητή του, Γιώργου Πεταλωτή, ενστάσεις για την «ανεπαρκή» προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, από έναν συνδυασμό του κειμένου του νομοσχεδίου με προσφάτως κατατεθειμένη τροπολογία.
Επίσης, ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε την κυβέρνηση για καθυστέρηση πέντε ετών εισαγωγής του νομοσχεδίου προς ψήφιση στη Βουλή, παρά τις σχετικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Ελλάδα από το 2003.
Ο βουλευτής Επικρατείας του κόμματος, Γιώργος Παπαδημητρίου, σημείωσε επίσης ότι «η αρχή της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αρχίζει να λησμονείται» και τόνισε πως «δεν είναι δυνατόν να θεσπίζεται πράξη εναρμόνισης που να θίγει ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να περιλαμβάνεται ρητή διάταξη για την προστασία τους».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σωτήρης Χατζηγάκης διευκρίνισε πως η σύμβαση δεν περιλαμβάνει ειδική ρήτρα γιατί προφανώς θεωρούνται οίκοθεν δεδομένα, ενώ τα προσωπικά δεδομένα κατοχυρώνονται από την εθνική νομοθεσία.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Χατζηγάκης τόνισε πως η EUROJUST ουσιαστικά επιστεγάζει τις δραστηριότητες των διακρατικών συμφωνιών που ήδη λειτουργούσαν, βάζοντας και τις ασφαλιστικές δικλείδες: Να υπάρχουν κοινές ευρωπαϊκές ομάδες έρευνας και εποπτείας στο ελληνικό έδαφος, αλλά υπό Έλληνα εισαγγελέα και με άξονα το εθνικό δίκαιο.
Η καθυστέρηση εισαγωγής του σχετικού νομοσχεδίου προς ψήφιση στη Βουλή, σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης, ήταν επιβεβλημένη «μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες», ενώ η συμμετοχή εθνικού εκπροσώπου στην EUROJUST μέχρι τώρα, δεν ήταν παράτυπη, δήλωσε ο κ. Χατζηγάκης.
Από πλευράς των κομμάτων της Αριστεράς, και των εισηγητών τους Κ. Αλυσσανδράκη (ΚΚΕ) και Ν. Τσούκαλη (ΣΥΡΙΖΑ), εκφράστηκε η δυσφορία για την «παράκαμψη της Βουλής», καθώς, όπως σημείωσαν, η Ελλάδα συμμετέχει στην EUROJUST από το 2005 με εθνικό της εκπρόσωπο, χωρίς η συμμετοχή αυτή να έχει αποφασιστεί από το Κοινοβούλιο.