H φορολογία που εφαρμόζει η Ελλάδα στο ούζο είναι συμβατή προς την κοινοτική νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αντόνιο Τιτσάνο κατά την εξέταση προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εναντίον της Ελλάδας.
Το θέμα ετέθη όταν μετά από καταγγελίες ευρωπαίων παραγωγών η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο επικρίνοντας την Ελλάδα ότι εφαρμόζει μειωμένο φόρο στο ούζο σε σχέση με άλλα αλκοολούχα ποτά όπως το τζίν, τη βότκα, το ουίσκι και το ρούμι.
Στην προσφυγή της η Επιτροπή, με την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας που στηρίζει τα συμφέροντα των παραγωγών της, θεωρεί ότι όλα τα παραπάνω προϊόντα είναι παρεμφερή καθώς εμφανίζουν την ίδια περιεκτικότητα σε αλκόολ και απαντούν στις ίδιες ανάγκες των καταναλωτών. Η Επιτροπή εκτιμά λοιπόν ότι η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει μειωμένο φόρο στο ούζο.
Σύμφωνα όμως με το γενικό εισαγγελέα, η Επιτροπή δεν κατάφερε να αποδείξει ότι το ούζο είναι παρεμφερές με άλλα αλκοολούχα ποτά και τονίζει ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να διατηρήσει το φορολογικό καθεστώς που επιβάλλεται στο εθνικό μας ποτό. Ο κ. Τιτσάνο ζητά λοιπόν από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής.
Συγκεκριμένα θεωρεί ότι το ούζο παρασκευάζεται σε ιδιαίτερες συνθήκες από γλυκάνισο που το καθιστούν ξεχωριστό προϊόν, ενώ απευθύνεται κυρίως σε άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών που το καταναλώνουν σε ταβέρνες και ουζερί όταν, όπως υποστηρίζει, το ουίσκι καταναλώνεται κατουσίαν από άτομα ηλικίας 18-44 ετών σε μπάρ και ντίσκο.