Το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 126/2004 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αστυφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί υπ’ αριθμ. 136/1999 πράξη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθυπαστυνόμων – Αρχιφυλάκων – Αστυφυλάκων της ΕΛΑΣ, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόταξης.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εν λόγω αστυφύλακα ήταν η προσήκουσα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, η ποινή της απόταξης στους
αστυνομικούς μπορεί να επιβληθεί, εφόσον ο υπαίτιος έχει τιμωρηθεί, την τελευταία πενταετία, με ποινή αργίας, με πρόσκαιρη παύση ή αδικαιολόγητη αποχή από μια έως εννέα ημέρες.
Στον αστυφύλακα είχαν επιβληθεί 33 πειθαρχικές ποινές προστίμου κατά τα έτη 1987 – 1995.
Oι πειθαρχικές ποινές αφορούσαν διάφορα παραπτώματα, όπως αναξιοπρεπή εμφάνιση, απομάκρυνση από την υπηρεσία χωρίς άδεια, κ.ά.
Παράλληλα, όμως το 1996 με τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου της ΕΛΑΣ, είχε επιβληθεί στον επίμαχο αστυφύλακα, η πειθαρχική ποινή της προσωρινής απόλυσης τριών μηνών.
Η ποινή αυτή επιβλήθηκε για απρεπείς χειρονομίες και αγενή και ιδιαζόντως προκλητική συμπεριφορά προς αρχιφύλακα, όταν ο αστυφύλακας εκτελούσε υπηρεσία μέτρων τάξης στην περιοχή της Πλάκας των Αθηνών.
Ο αστυφύλακας αποτάχθηκε από το σώμα της ΕΛΑΣ, καθώς όταν υπηρετούσε στο Αστυνομικό Τμήμα Συντάγματος, στις 30.6.1998, ενώ ήταν
διατεταγμένος να εκτελέσει υπηρεσία φύλαξης στόχου, στην οικία του βουλευτή της ΝΔ Μιλτ. Έβερτ, αδικαιολογήτως δεν μετέβη για εκτέλεση υπηρεσίας, όπως είχε υποχρέωση από τον κανονισμό και τις διαταγές της υπηρεσίας του, ούτε εκτέλεσε άλλη υπηρεσία την ημέρα εκείνη.
Στο πειθαρχικό συμβούλιο ο αστυνομικός
επικαλέστηκε για την μη εκτέλεση της υπηρεσίας στην οικία του Έβερτ ότι ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ενώ στο ΣτΕ επικαλέστηκε ότι άλλαξε η υπηρεσία την ημέρα αναπαύσεως χωρίς αυτός να λάβει γνώση.