[1] Παραβατικότητα παιδιών και εφήβων στην Αγγλία και την Ουαλία
Prof. Kevin Browne Ι Κέντρο Δικαστικής και Οικογενειακής Ψυχολογίας, Ιατρικής Σχολής, Πανεπιστήμιο του Nottingham
Οι αναπτυξιακές προσεγγίσεις για την παραβατικότητα παιδιών και εφήβων τονίζουν τον ρόλο των ατομικών και ψυχολογικών παραγόντων στην εξήγηση της έναρξης της εγκληματικής συμπεριφοράς καθώς και τον ρόλο των πρώιμων παραγόντων κινδύνου και προστασίας στην εξήγηση μελλοντικών παραβάσεων. Η παρουσα παρουσίαση θα εξετάσει τη συχνότητα παραβίασης των νέων στην Αγγλία και την Ουαλία σε σχέση με την ηλικία και θα παρέχει μια περιγραφή των παραγόντων κινδύνου και προστασίας. Στη συνέχεια θα εξετάσει ορισμένες βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις και τρόπους παρέμβασης. Στην Αγγλία και την Ουαλία, πραγματοποιήθηκαν 59.045 συλλήψεις για γνωστοποιούμενα αδικήματα σε άτομα ηλικίας 10-17 ετών από την 1η Απριλίου 2022 έως τις 31 Μαρτίου 2023, με 3.800 να αφορούσαν εγκλήματα με μαχαίρι. Από τις παραπάνω συλλήψεις, 16.549 παρευρέθηκαν στο δικαστήριο και 11.911 καταδικάστηκαν σε δικαστήριο, με τις περισσότερες να είναι κοινοτικές ποινές. Μόνο στο 5% επιβλήθηκαν στερητικές της ελευθερίας ποινές σε Ιδρύματα Νέων Παραβατών (YOI), (βλ. Εικόνα 1). Τα Ιδρύματα Νέων Παραβατών (YOI), που περιορίζουν την ελευθερία και τις κοινωνικές εμπειρίες ενός παιδιού σε μια κρίσιμη ηλικία όπως η παιδική ηλικία και η εφηβεία, δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές με τα δύο τρίτα των νεαρών παραβατών που τίθενται υπό κράτηση και σε άλλα ασφαλή περιβάλλοντα να επαναλαμβάνουν την εγκληματική συμπεριφορά εντός 12 μηνών. Τα ασφαλή σχολεία, η ειδική ανάδοχη φροντίδα και η προσέγγιση «το παιδί πρώτα» αναγνωρίζουν τη σημασία της στόχευσης παρεμβάσεων για την προώθηση της υγιούς ανάπτυξης και ευημερίας ενός παιδιού και ήταν πιο επιτυχημένες με περίπου το ένα τρίτο να επαναλαμβάνει το έγκλημα εντός 12 μηνών. Η παροχή ενός περιβάλλοντος στο οποίο τα παιδιά και οι έφηβοι αισθάνονται ασφάλεια, και η προώθηση ενός θετικού μαθησιακού περιβάλλοντος μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση και την εμπιστοσύνη ότι ο νεαρός δράστης μπορεί να σπάσει τον κύκλο της παραβατικότητας και του εγκλήματος. Αυτό είναι σημαντικό για τους ευάλωτους νέους με νευροποικιλομορφία, όπως η Διαταραχή του φάσματος του αυτισμού και η Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας, μπορούν να επιδεινωθούν από τη παραμωνή εντός ιδρύματος, ενώ η ανάδοχη φροντίδα μπορεί να μειώσει τον αντίκτυπο στην εγκληματική συμπεριφορά τους.
[2] Εισήγηση – Ντίνας Τσουκαλά, Δημοσιογράφου,
Ευχαριστώ για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριο σας, η θεματολογία του οποίου δεν αφορά μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά όλη την κοινωνία και αποτελεί πηγή σκέψης και προβληματισμού για νομικούς και απλούς πολίτες.
Το θέμα που από το βήμα του συνεδρίου θα καταθέσω τον προβληματισμό μου , συνδέεται με το γνωστό ως κοινό περί δικαίου αίσθημα το οποίο συναντά συχνά απέναντι της η Δικαιοσύνη, κατά την απονομή της κι έρχεται ως αντίδραση για να διορθώσει τη μη αρεστή δικαστική κρίση. Έννοια αμφιλεγόμενη για πολλούς, απροσδιόριστη, το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Για άλλους όμως είναι η άγραφη άτυπη Δικαιοσύνη που απεικονίζει το λαϊκό συναίσθημα και την κοινή πεποίθηση των πολλών, όπως αυτή τουλάχιστον εκφράζεται στα Μέσα Ενημέρωσης, έντυπα, ηλεκτρονικά και στα κοινωνικά δίκτυα.
Στην εποχή μας, το κοινό περί δικαίου αίσθημα προβάλει όλο και πιο συχνά στις υποθέσεις που συγκεντρώνουν μεγάλο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Η κοινή γνώμη δυσπιστεί στην εφαρμογή του νόμου από τα δικαστήρια. Δεν φαίνεται να εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη, κάτι που αποτυπώνεται και σε έρευνες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και έχουν απασχολήσει το δημόσιο διάλογο. Με την επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, η κοινή γνώμη αναλαμβάνει μόνη της να απαντήσει στο «τι είναι δίκαιο και τι άδικο». Χωρίς καν να γνωρίζει τα δεδομένα μίας υπόθεσης…
Τηλεοπτικές εκπομπές εκτινάσσουν τα νούμερα τηλεθέασης στήνοντας τηλεδικαστήρια τα οποία δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αναπαράγουν το θυμό, την αγανάκτηση και την ηθική κατακραυγή για τον κατηγορούμενο ειδεχθών εγκλημάτων.. Ένα τηλεοπτικό προϊόν, μηδαμινού οικονομικού κόστους που υποθάλπει φαινόμενα αυτοδικίας, εκδίκησης και κανιβαλισμού. ..
Στο όνομα μίας ηθικής που δεν είναι καν απτή αλλά προσεγγίζεται με το συναίσθημα, το κοινό περί δικαίου αίσθημα λειτουργεί κάποιες φορές ως προκρούστεια κλίνη για τον κατηγορούμενο βαρύτατων εγκλημάτων.
Το κοινό περί Δικαίου αίσθημα είναι αδηφάγο και ανυπόμονο, για αυτό και γιγαντώνεται από την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η αργοπορία γεννά πάντα ερωτήματα στην κοινή γνώμη, πόσο μάλλον ότι φτάνει στην παραγραφή η οποία ισοδυναμεί με ατιμωρησία για την κοινή γνώμη
«Να σαπίσει στη φυλακή. Μα τι νόμοι είναι αυτοί να μπορεί μετά από κάποια χρόνια να βγει με άδεια ή να αποφυλακιστεί…», λένε με περίσσια ευκολία αυτόκλητοι σχολιαστές, επικριτές, χωρίς θεσμικό ρόλο. Ζητούν μάλιστα ακόμη και την επαναφορά, παρά την κατάργησή της, της θανατικής ποινής για τον κατηγορούμενο βαρύτατων εγκλημάτων. Ουδείς λόγος βέβαια για το τεκμήριο αθωότητας και τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Υπάρχουν υποθέσεις με πρωταγωνιστές προβεβλημένα πρόσωπα, στις οποίες ακόμη και μία καταγγελία είναι αρκετή για να ταυτιστεί η κοινή γνώμη με το δράστη ή το θύμα, ανάλογα με τις ομοιότητες που βρίσκει ότι έχει σε καθέναν από αυτούς. Στην περίπτωση δε που η υπόθεση αρχειοθετηθεί και δεν φτάσει ποτέ στο ακροατήριο, τότε η λαϊκή ετυμηγορία αποφαίνεται: «Κουκούλωμα!»
Από πού όμως αντλεί τη δυναμική του το κοινό περί δικαίου αίσθημα? Μπορεί άραγε με κάποιο τρόπο να επιβεβαιωθεί ποια πράγματι είναι η άποψη των πολλών? Είναι αυτή που εκφράζεται στο φβ? Αποτελούν κριτήριο τα κοινωνικά δίκτυα?
Είναι βέβαιο πως δεν ζούμε σε μία κλειστή κοινότητα, συμπαγή και εσωτερικά ομοιογενή, όπως αναφέρει κι ο καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Κώστας Σταμάτης. Μία τέτοια προσέγγιση σήμερα θα αγνοούσε επιδεικτικά πως όλοι συνυπάρχουμε, σεβόμενοι τη διαφορετικότητα μας, τη διαφορετική θρησκεία, γλώσσα, παιδεία, ηλικία, καταγωγή και τα διαφορετικά ήθη και έθιμα μας. Ακόμα κι αν δεχθούμε πως όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινές αντιλήψεις περί δικαίου, τότε και πάλι το «κοινό περί δικαίου» αίσθημα, θα ήταν διαφορετικό ανά εποχή.
Είναι άραγε ασφαλής η αξιοπιστία της έκφρασης μίας κοινής πεποίθησης? Με ποια μέθοδο ανιχνεύεται και πόσο κοινό είναι αυτό αίσθημα δικαίου για όλους μας;
Και αυτό βέβαια γιατί εύκολα θα ήταν δυνατόν, όποιος γνωρίζει καλά τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα του ακροατηρίου, με τροφοδότηση συγκεκριμένων δεδομένων, να πυροδοτήσει και την αναμενόμενη αντίδρασή του η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα είναι αυθόρμητη.
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι καταγεγραμμένο στη συλλογική συνείδηση ή διαμορφώνεται και ποιοι είναι αυτοί που το διαμορφώνουν? Ποιοι δίνουν το παράγγελμα για το δίκαιο και το άδικο σε κάθε δικαστική απόφαση? Όλοι οι πολίτες, η πλειονότητά τους, οι σοφότεροι εξ’ αυτών ή όσοι έχουν λογαριασμό στα κοινωνικά δίκτυα?
Όσοι εκφέρουν δημόσιο λόγο μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, σε μικρό και μεγαλύτερο βαθμό. Ανάμεσά τους και οι πολιτικοί οι οποίοι επικαλούνται το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ο καθένας ανάλογα με το δικό του ιδεολογικό χώρο, για να αποδομήσουν τους δικαστικούς χειρισμούς ή να θριαμβολογήσουν για αυτούς. Κι όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις, αλλάζουν τα πολιτικά πρόσωπα που εκφέρουν τον καταγγελτικό λόγο για τον τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης. Στην κοινή γνώμη μένει βέβαια απλά η αίσθηση πως το δίκαιο είναι σχετικό, όπως κι η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, διάκριση των εξουσιών.
Ιδιαίτερα μάλιστα στις υποθέσεις που χαρακτηρίζονται ως σκάνδαλα και σε εκείνες στις οποίες οι εμπλεκόμενοι είναι πολιτικοί, η κοινή γνώμη είναι ακόμη περισσότερο δύσπιστη και συχνά εξοργισμένη από χειρισμούς που πιστεύει πως έχουν στόχο την ατιμωρησία. Είναι κάτι που δυστυχώς συνοδεύει και τις μεγάλες τραγωδίες που ζήσαμε, όπως το Μάτι και τα Τέμπη όπου οι συγγενείς αισθάνονται ότι αν δεν παλέψουν οι ίδιοι να ακουστεί η φωνή τους, οι υπεύθυνοι θα μείνουν ατιμώρητοι.
Καθοριστικός είναι πάντα ο ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης η αξιοπιστία των οποίων έχει σφόδρα επικριθεί από πολλούς. Αποδέκτες και εκφραστές των διαφόρων εκδηλώσεων της κοινής γνώμης, πολλές φορές απεμπολούν το θεμελιώδες δικαίωμα στη Δημοκρατία για την ορθή και σφαιρική πληροφόρηση. Υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη, υπό το μανδύα της κατ’ επίφαση αντικειμενικότητας και διολισθαίνουν συχνά στον ποινικό λαϊκισμό.
Πως γίνεται αυτό? Παρουσιάζοντας τη μισή αλήθεια ή παραγνωρίζοντας όσα προβλέπονται από τους νόμους που σε τελική ανάλυση καλούνται να εφαρμόσουν οι δικαστές. Η μονόπλευρη και η εσφαλμένη πληροφόρηση υπονομεύουν την ελεύθερη κρίση του κοινού που προφανώς δεν έχει πλήρη γνώση των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή του το δικαστήριο. «Μην αφήνεις ποτέ την αλήθεια να χαλάει μία ωραία ιστορία», έλεγε κάποτε διευθυντής γνωστού τηλεοπτικού καναλιού.
Επηρεάζεται όμως η Δικαιοσύνη από το επικαλούμενο κοινό περί του δικαίου αισθήματος? Μπορεί και οφείλει ο δικαστής στην πραγματικότητα να μείνει ανεπηρέαστος από αυτό?
Στην πράξη φαίνεται πως διαφορετικά λειτουργεί το δικαστήριο, τακτικοί δικαστές και ένορκοι, εάν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι επικεντρωμένο σε μία υπόθεση, με τις τηλεοπτικές κάμερες να είναι συγκεντρωμένες απ’ έξω ή τον κόσμο να περιμένει με αγωνία την απόφαση, ζητώντας να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Σαν να είναι ζητούμενη η δίκαιη κρίση και να μην είναι δεδομένη. Λες και θα μπορούσε να συμβεί το αντίθετο..
Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Στις κοινωνίες όπου φθίνει η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη και υποχωρεί η αίσθηση πως υπάρχει πράγματι κράτος Δικαίου, τότε επιστρατεύεται περισσότερο και ενισχύεται το κοινό περί Δικαίου αίσθημα ως αίτημα, διεκδίκηση ή έστω ως επαναβεβαίωση ότι όντως υπάρχει. Μόνο όταν οι πολίτες είναι σίγουροι πως οι θεσμοί λειτουργούν και η Δικαιοσύνη στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, εξοβελίζεται η ανάγκη επίκλησης του κοινού περί Δικαίου αισθήματος.
Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια, η γενική αίσθηση επισφάλειας που διακατέχει μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αγγίζει και τη Δικαιοσύνη. Έτσι, ηθελημένα ή μη, η κοινή γνώμη ασκεί πίεση, κάποιες φορές και ασφυκτική, από το φόβο και την αγωνία πως δεν θα αποδοθεί το δίκαιο. Ακόμη και η παρουσία των ενόρκων στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια δεν είναι αρκετή να καθησυχάσει τους πολίτες πως το κοινό περί δικαίου αίσθημα θα βρει τρόπο να εκφραστεί στην απόφαση, διά των λαϊκών δικαστών.
Η δικαιότητα της διαδικασίας στο δικαστήριο αποδεικνύεται ως η μόνη που μπορεί να προσφέρει τα εχέγγυα της ορθής απονομής του Δικαίου. Η διαδικασία πρέπει να πείθει ότι τα δικαιώματα των παραγόντων της δίκης, και πρωτίστως αυτά του κατηγορουμένου, έγιναν σεβαστά και ότι η δικαστική κρίση η οποία μπορεί άλλους να ικανοποιεί και άλλους όχι, υπήρξε το αποτέλεσμα μιας δίκαιης διαδικασίας.
Είναι αναγκαίο να γίνει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στην κακόβουλη επίκληση ενός ψευδεπίγραφου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» και στο καλώς εννοούμενο ενδιαφέρον της κοινωνίας για την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, που μπορούμε να πούμε ότι εν τέλει αποτελεί και κοινωνικό δικαίωμα. Το ενδιαφέρον αυτό της κοινωνίας εξάλλου αποτελεί έκφραση της δημοκρατικής αρχής, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες, πηγάζουν από το λαό, στο όνομα του οποίου εκδίδονται και εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις. Η πραγμάτωση αυτού του κοινωνικού δικαιώματος περιλαμβάνει την ανάγκη για πλήρη και διάφανη ενημέρωση η οποία σέβεται τους δικονομικούς κανόνες και τα δικαιώματα διαδίκων και παραγόντων της δίκης. Κατ’ εφαρμογή πάντα των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Άρα απαιτείται αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ δικαστικών λειτουργών και δημοσιογράφων κατά την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου λειτουργήματός τους.
Για αυτό είναι επιβεβλημένο όλοι όσοι ασκούν εξουσία, μεταξύ των οποίων και οι λειτουργοί της Θέμιδος , να δέχονται τη θεμελιωμένη και με στοιχεία κριτική για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους. Η κριτική αυτή, εφόσον στηρίζεται σε επιχειρήματα δεν οδηγεί σε έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι της Δικαιοσύνης, αλλά σε ενδυνάμωσή της. Μπορεί δε να γίνει η αφορμή για τη θεραπεία χρόνιων παθογενειών. Να διευκρινίσουμε πάντως ότι το τυχόν ατομικό λάθος ενός δικαστικού λειτουργού, που είναι ανθρώπινο να συμβεί , διορθώνεται συνήθως μέσα από την ίδια τη Δικαιοσύνη, η οποία είναι δομημένη σε μία τέτοια λογική και για το λόγο αυτό καθιερώνονται τα ένδικα μέσα.
Αυτό που δεν είναι εύκολο να διορθωθεί και που συνήθως αποτελεί το αντικείμενο δυσμενούς κριτικής είναι τα δομικά προβλήματα και οι παθογένειες που εμποδίζουν «τη γυναίκα του Καίσαρα να φαίνεται ενάρετη».
Η Πολιτεία οφείλει να συμμορφώνεται στη διαχρονική απαίτηση της κοινωνίας για ανεξάρτητη και ακηδεμόνευτη Δικαιοσύνη, με τη θεσμική της θωράκιση και την αποκοπή «υπόγειων» ή φανερών συνδέσεων που αποτελούν βαρίδια στη λειτουργία της και αιτίες δυσπιστίας του κόσμου έναντι των λειτουργών της.
Σε ένα κράτος Δικαίου στο οποίο πεμπτουσία είναι η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση μία δικαστική απόφαση μόνο εφόσον αξιολογείται ως επαρκώς και ειδικά αιτιολογημένη. «Πέρασαν οι καιροί εκείνοι που η αυθεντικότητα των δικαστικών αποφάσεων θεωρείτο δεδομένη- γράφει στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη και κοινωνία σε διάλογο» ο αείμνηστος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Κρουσταλάκης- Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί ένα μέσο με το οποίο η δικαστική λειτουργία μπορεί και επιβάλλεται να πείθει την κοινή γνώμη περί της ορθότητας τους. Μία δικαστική απόφαση οφείλει να είναι το αποτέλεσμα δικανικού συλλογισμού που δίνει λύση όχι μόνο σύμφωνη με το νόμο αλλά και κοινωνικά αποδεκτή. Η προσπάθεια να επιβάλλει κανείς τον εσωτερικό σεβασμό με μία αξιοπρέπεια που αποδεικνύεται από την τήβεννο , περιπλέκεται σε αγώνες επιβολής εξουσίας που δύσκολα μπορεί κανείς να κερδίσει. Πρόκειται για κύρος που στηρίζεται στην κοινωνική αναγνώριση και συναίνεση οι οποίες κατακτώνται από το δικαστή με την καθημερινή έμπρακτη απόδειξη της αμεροληψίας και της ακριβοδίκαιης ανεπηρέαστης κρίσης του».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και άρθρο διακεκριμένου άγγλου δικαστή στην εφημερίδα “The Guardian”. Ο λόρδος Donaldson έγραφε πριν από χρόνια « Είναι απολύτως σωστό οι δικαστές να εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό το βλέμμα του κοινού και να κρίνονται από αυτό. Αν η απόφαση ενός δικαστή επικριθεί, τότε έχει αποτύχει. Είτε έσφαλε στην απόφασή του, είτε απέτυχε να την αιτιολογήσει με πειστικό τρόπο» σημειώνοντας πως όσα χρόνια ήταν δικαστής κάθε μέρα με την είσοδό του στο ακροατήριο είχε το αίσθημα πως δικαζόταν κι εκείνος μαζί με τον κατηγορούμενο.
[3] Γιώργος Παπανικολάου – Αναπληρωτής Καθηγητής Εγκληματολογίας, Νομική Σχολή, Northumbria University UK
Πέρα από το αδιέξοδο της αυστηροποίησης: εναλλακτικές στρατηγικές για την αντεγκληματική πολιτική
Το ζήτημα της αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας και ιδίως του πλαισίου ποινών τίθεται εδώ και καιρό ανοιχτά στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα και ήδη η σχετική πολιτική κινείται προς την κατεύθυνση αυτή. Πρόκειται ωστόσο για μια συζήτηση, η οποία έχει περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα και σπάνια βασίζεται στα πορίσματα της εκτενούς πλέον διεθνούς επιστημονικής έρευνας σχετικά με το θέμα. Η παρούσα εισήγηση εξετάζει κατά τη μεγαλύτερη έκτασή της τα πορίσματα αυτά σε δύο αναλυτικούς άξονες: πρώτα έναν κυρίως άξονα μεταξύ των ποινολογικών αντιλήψεων για την πρόληψη του εγκλήματος και την αχρήστευση (incapacitation) του εγκληματία, και έπειτα ένα δευτερεύοντα μεταξύ γενικής και ειδικής πρόληψης. Η λήψη υπόψη αυτών των πορισμάτων εγείρει μια σειρά στρατηγικών ερωτημάτων όχι μόνο σε σχέση με τη θέση της αυστηροποίησης, αλλά και τον ίδιο το ρόλο της ποινικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας «ορθολογικής» αντεγκληματικής πολιτικής.
[4] Περίληψη Εισήγησης ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ιστορικές μεταβολές στο σύγχρονο κόσμο που προκάλεσαν την υποχώρηση των συλλογικών αξιών και επηρέασαν την ατομική συμπεριφορά.
Προσέγγιση του ανθρώπου και της δραστηριότητάς του απέναντι στο νόμο (δίκαιο), μέσα στις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της ζωής του.
Η οικονομική κρίση ως παράγοντας γενικότερης κρίσης σε αντιλήψεις, ιδέες, ηθική σε όλο το πολιτικοοικονομικό κοινωνικό εποικοδόμημα του σύγχρονου δυτικού κόσμου
Θεωρίες εγκληματολογίας
Από τα οντολογικά χαρακτηριστικά του δράστη (θεωρία Λομπρόζο), (κληρονομική προδιάθεση, ελαττωματική ψυχολογική συγκρότηση, γενετική/βιολογική προδιάθεση που αφορούσε την κατανομή των χρωμοσωμάτων), στην επιστημονική προσέγγιση που αναδείκνυε τις κοινωνικές αιτίες της εγκληματικότητας και ιδιαίτερα την προτεραιότητα των οικονομικών σχέσεων στη διαμόρφωση των άλλων κοινωνικών σχέσεων, πάνω στις οποίες εξυφαίνεται και κρίνεται η ατομική συμπεριφορά.
-Edwin Sutherland: α) Η θεωρία των διαφορικών συναναστροφών. Η εμπλοκή με το έγκλημα προωθείται μέσα από μηχανισμούς μάθησης και διαφοροποίησης των κοινωνικών επαφών εντός της ομάδας. Η ποιότητα των διαφορικών συναναστροφών είναι σημαντική για τις κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος. Τα άτομα γίνονται δράστες εγκλημάτων εξαιτίας των επαφών τους με εγκληματικά πρότυπα, αλλά και εξαιτίας της απομόνωσής τους από αντιεγκληματικά πρότυπα. Κάθε άτομο αφομοιώνει το πολιτισμικό σύστημα αξιών που το περιβάλλει, οπτική που παραπέμπει στη θέση ότι το έγκλημα έχει τις ρίζες του στην κοινωνική οργάνωση και είναι έκφρασή της.
β) Η θεωρία των εγκλημάτων του λευκού κολάρου: έγκλημα που διαπράττεται από άτομο με υψηλή κοινωνική θέση στο πλαίσιο του επαγγέλματός του.” Αιτίες: Διαφορική συναναστροφή, Θεωρία της Ευκαιρίας, Θεωρία της Ορθολογικής Επιλογής, Θεωρία της Κοινωνικής Πίεσης, Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης.
-Robert King Merton: Θεωρία της έντασης ή της ανομίας: η ανομία ως αποτέλεσμα της απουσίας ισορροπίας/αντιστοίχισης ανάμεσα στους κοινωνικά διαμορφωμένους κυρίαρχους πολιτισμικούς στόχους και στα μέσα που διατίθενται στους ανθρώπους για να επιτύχουν τους στόχους αυτούς. Όταν οι νόμοι έχουν χάσει το κύρος τους στη συνείδηση των ανθρώπων.
Η άποψη αυτή φαίνεται να έχει απήχηση διαχρονικά και να παρέχει εξηγήσεις και στο σύγχρονο κόσμο. Στον καπιταλισμό, η συσσώρευση πλούτου αποτελεί σύμβολο επιτυχίας και κυρίαρχο πολιτισμικό στόχο, ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί από όλους. Η ανομία προκύπτει έτσι ως προϊόν δυσαρμονίας που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτισμική δομή (κανονιστικές αξίες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά) και την κοινωνική δομή (οργανωμένο σύνολο κοινωνικών σχέσεων).
Η μηχανική της ανομίας, η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τη σημασία των κανόνων.
Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτισμική έμφαση που δίνεται στην οικονομική ευμάρεια (ως έκφραση της πολιτισμικής δομής) και στα κοινωνικά εμπόδια που μπαίνουν στην πλήρη πρόσβαση στην ευκαιρία (ως έκφραση της κοινωνικής δομής). Οταν αυτές οι δομές δεν βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους και η πρώτη επιβάλλει συμπεριφορές που η δεύτερη εμποδίζει, τότε ως συνέπεια έρχεται μια ένταση, που οδηγεί στην παραβίαση των κανόνων ή στην απουσία τους.
-Η de facto συρρίκνωση της κοινότητας, ως παράγοντας της σύγχρονης εγκληματικότητας.
-Η σχέση μεταξύ της κοινότητας των Ρομά και της εγκληματικότητας
-Παράγοντες που Συνδέουν τη Μετανάστευση και την Εγκληματικότητα.
-Η ενδοοικογενειακή βία, έκφραση της παλιάς και ριζωμένης ιδεολογίας της πατριαρχίας.
Οι παραπάνω θεωρίες που διατυπώθηκαν από τους Sutherland και Merton, παραμένουν επίκαιρες, απηχώντας τις βασικές αιτίες της εγκληματικότητας στο σύγχρονο κόσμο, που διαρκώς εξελίσσεται, αλλά που στον πυρήνα του, που είναι το άτομο, η ανθρώπινη φύση, ο ανθρώπινος ψυχισμός, παραμένει ο ίδιος και διέπεται από τους ίδιους κανόνες.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
[5] Κωνσταντίνος Ι. Πανάγος, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, MSc in Criminal Justice Policy, LSE
Children first, offenders second: Οι σύγχρονες διεθνείς τάσεις για την ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων και η ελληνική νομοθεσία
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ
Στην εισήγηση θα παρουσιαστούν οι σύγχρονες τάσεις για την ποινική μεταχείριση των ανήλικων παραβατών της ποινικής νομοθεσίας με βάση τις σύγχρονες θεωρητικές αναλύσεις σχετικά με την παιδική ηλικία, τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη φιλική προς το παιδί δικαιοσύνη και το θεωρητικό πρότυπο, που διαμορφώθηκε πρόσφατα στον διεθνή χώρο και συνοψίζεται με τον όρο «Πρώτα παιδιά, έπειτα παραβάτες» (Children first, offenders second). Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις κατευθύνσεις του διεθνούς θεσμικού πλαισίου και των σύγχρονων θεωρητικών αναλύσεων για τη λειτουργία και την πρακτική των φορέων της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας (με έμφαση στην άσκηση των καθηκόντων των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών).
[6] Χριστίνα Ζαραφωνίτου, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Η ορθολογικοποίηση των ποινικών κυρώσεων ως έκφραση μιας αποτελεσματικής και ανθρωποκεντρικής πολιτικής»
Παρότι το έγκλημα αποτελεί ένα κανονικό κοινωνικό φαινόμενο, παγκόσμια και διαχρονικά επαναλαμβανόμενο έστω και εννοιολογικά διαφοροποιούμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προκαλεί δυσάρεστες συγκινησιακές αντιδράσεις (φόβο, αποδοκιμασία, θυμό). Τις αντιδράσεις αυτές καλείται να αμβλύνει η επιβολή της ποινής μέσα από τους αποδιδόμενους σε αυτήν σκοπούς και λειτουργίες καθώς και μέσα από τη συμβολική επιβεβαίωση του κύρους του θιγομένου από το έγκλημα αξιακού και θεσμικού πλαισίου. Το Jus punienti έχει απασχολήσει την εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Το πέρασμα από την ιδιωτική στη δημόσια απονομή δικαιοσύνης συμβάδισε με την εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού και οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η αντεγκληματική πολιτική δεν αρκεί να είναι αποτελεσματική αλλά οφείλει να προστατεύει και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και στη σύγχρονη εποχή η ανάγκη για ασφάλεια έχει μια πρωτεύουσα ιεράρχηση για την καθημερινότητα των πολιτών, μια αντεγκληματική πολιτική που εξαντλείται αποκλειστικά στις ποινικές κυρώσεις δεν μπορεί να είναι ορθολογική, δεδομένου ότι οι θεμελιώδεις πυλώνες της (πρέπει) είναι η πρόληψη, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η κοινωνική επανένταξη. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η επιστημονική έρευνα που αναδεικνύει την αξιολογική βαρύτητα των προστατευόμενων εννόμων αγαθών και την αναλογία τους με τις προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τον τρόπο εφαρμογής τους, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στο θεμελιώδη για τη δημοκρατία θεσμό της δικαιοσύνης.
[7] Κώστας Κοσμάτος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας: συνέπειες, μύθοι και πραγματικότητα
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εισήγηση χωρίζεται στις εξής ενότητες:
Α. Η εγκληματικότητα, οι διακρίσεις της (εμφανής και αφανής) και η στατιστική απεικόνισή της. Παράλληλα διερευνώνται τα στοιχεία/παράγοντες που απαιτούνται για την ορθή ανάγνωσή της και επηρεάζουν την αύξηση ή μείωσή της, όπως μεταξύ άλλων η προθυμία του κοινού προς καταγγελία, ο δείκτης εμπιστοσύνης του κοινού στους επίσημους φορείς δίωξης του εγκλήματος και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, η εξιχνίαση των εγκλημάτων και η αποτελεσματικότητα των διωκτικών αρχών, οι νομοθετικές μεταβολές.
Β. Η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας και η ουσιαστική κατάργηση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν 4619/2019), με τους Ν 4855/2021 και Ν 5090/2024
Γ. Η εγκληματικότητα στην Ελλάδα: τα στατιστικά στοιχεία
Παρατίθενται στοιχεία που προκύπτουν από τη βάση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το 2011 έως και το 2023, με αναφορές στο σύνολο των εγκλημάτων και δραστών, με έμφαση στους ανήλικους δράστες, από τα οποία προκύπτει ότι η εγκληματικότητα στη χώρα μας:
– μέχρι το 2021 βρίσκεται σε μια «σταθερότητα» στο σύνολο των εγκλημάτων,
– από το έτος 2022 έχει αυξητική τάση σε ποσοστό 20% περίπου στο σύνολό της, ενώ η συμμετοχή των ανηλίκων στη συνολική εγκληματικότητα στη χώρα μας κυμαίνεται διαχρονικά από 3%-7%, ενώ εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξητική τάση το έτος 2023 (ετήσια μεταβολή για τα έτη 2022 και 2023 αφορά σε αύξηση της τάξης του 61,4%).
Η αύξηση της εγκληματικότητας δεν αποτελεί συνδεόμενο στοιχείο με την αυστηροποίηση της ποινικής μας νομοθεσίας.
Δ. Η σωφρονιστική επιβάρυνση
Παρατίθενται στοιχεία που προκύπτουν από τον Πίνακα που απεικονίζει την χωρητικότητα των ελληνικών σωφρονιστικών καταστημάτων από τη θέση σε ισχύ του Ν 5090/2024 (1/5/2024) μέχρι και σήμερα (1/11/2024) από τα οποία προκύπτει:
-αύξηση των κρατουμένων κατά 10% περίπου,
-το σύνολο των σωφρονιστικών καταστημάτων της χώρας είναι σε πληρότητα, η οποία πλησιάζει ακόμα και το ποσοστό του 200% σε σχέση με τη χωρητικότητα των κρατουμένων,
-αύξηση του ποσοστού πληρότητας άνω του 100% σε 4 επιπλέον σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας.
Ε. Καταληκτικές σκέψεις
Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην στατιστικά αποδεδειγμένη θέση ότι η αυστηροποίηση στην απειλή της ποινής, όχι μόνο δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα αλλά φαίνεται ότι είναι μάλλον αδιάφορη, καθώς η τάση αύξησης της εγκληματικότητας είναι ορατή.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στο ότι η αυστηροποίηση των επιβαλλόμενων ποινών επιδρά αρνητικά στο ήδη υπερφορτωμένο σωφρονιστικό σύστημα.
[8] ΕΥΤΥΧΗΣ ΦΥΤΡΑΚΗΣ Δ.Ν.-Δικηγόρος, Διδάσκων ΕΑΠ
Η ποινική αυστηρότητα ως πολιτικό δόγμα
[Σημειώσεις εισήγησης στο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε. «Αντεγκληματική πολιτική, Ποινική νομοθεσία και Δικαιοσύνη, 23-24.11.2024]
Ι. Αρχική ανίχνευση
ΠΡΟΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ
- Αυστηρότητα – Ποινική – Δόγμα – Πολιτικό
- Δόγμα: Αποδοχή χωρίς αμφισβήτηση
- «Αυστηρός αλλά δίκαιος δικαστής»: αυστηρότητα & Δικαιοσύνη
- Αυστηρό Σύνταγμα, Δικονομική αυστηρότητα, Αυστηρότητα στο Εμπορ. Δίκαιο κ.λπ.
- Η Θέμιδα, η θεά της Δικαιοσύνης: Σπαθί και ζυγαριά!
- Αυστηρότητα: Η συγκρότητηση της τιμωρητικότητας σε αυτοσκοπό.
ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
- Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο, ΕΔΔΑ, ΔΕΕ
Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ:
- Ποινική νομοθεσία (πρόβλεψη εγκλημάτων και ποινών)-«Δρακόντειος νόμος»
- Δικαστική αυστηρότητα (προδικασία, Μείζονα-ελάσσονα πρόταση, Επιμέτρηση) – ελαστικότητα της ποινής
- Σωφρονιστική αυστηρότητα (έκτιση ποινής, Διάρκεια – υφ’ όρον απόλυση, πυκνότητα π.χ. άδειες, ημιανοικτή έκτιση, Συνθήκες κράτησης).
- Άρ. 49 3 ΧΘΔΕΕ: Η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει …
- Νομοθεσία (Αυστηρότητα) – Βιβλιογραφία (επιείκεια)
ΙΙ. Εννοιολόγηση της ποινικής αυστηρότητας
Πεδία έκφρασης της ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ποινικής αυστηρότητας-τιμωρητικότητας
- Υπερεγκληματοποίηση (πολλές πράξεις ανάγονται σε εγκλήματα, διεύρυνση αντικειμενικών υποστάσεων)
- Υπερποινικοποίηση (υπέρμετρες ποινές, Συρρίκνωση της επιμέτρησης, περιορισμός της ελεαστικότητας)
- Υπερφυλακοποίηση (πρόταξη των ποινών φυλάκισης, Διόγκωση της φυλακής, Σκλήρυνση των συνθηκών, Πύκνωση της κράτησης).
- & Δικονομική τιμωρητικότητα (προσωρινή κράτηση, Αναστ. Αποτέλεσμα, Διαδικασία)
Ποινική αυστηρότητα ® τιμωρητικότητα
Η τιμωρητικότητα, σε ατομικό επίπεδο, παραπέμπει στο αρχέγονο ένστικτο της εκδίκησης – νικώντας κατά κράτος την ορθολογική επιλογή της αποκατάστασης.
Η ποινή γίνεται «συγκρουσιακή», η επανένταξη υποχωρεί
Φυλακή: η θεότητα/μαγεία του τιμωρητισμού.
Η «τιμωρητικότητα» λειτουργεί ως «παραισθησιογόνα ουσία» …
Η αυστηρότητα έχει ετερόκλητους οπαδούς:
- κλασσικούς συντηρητικούς κύκλους, οπαδούς της «σιδηράς πυγμής», του σκληρού κράτους,
- κινήματα απελευθέρωσης (φεμινιστικό), υπεράσπισης δικαιωμάτων (Διεθνής αμνηστία), προστασίας του παιδιού.
Πρόκειται για ένα πολιτικό φαινόμενο
IΙΙ. Τιμωρητικότητα
- Προετοιμασία εδάφους: Δαιμονοποίηση Ν. 4322/2015, ΠΚ-2019 & του Φιλελεύθερου Ποιν. Δικαίου
Κύρια χαρακτηριστικά:
- εγκατάλειψη των αρχών του ανθρωπισμού,
- απομάκρυνση από τα ατομικά δικαιώματα («περιττός δικαιωματισμός»),
- Αποσύνδεση των ποινών από την ανάγκη για δικαιολόγηση του σκοπού τους: η πρόβλεψη ποινών και η εικόνα της ποινής στο μέτρο που παράγουν επικοινωνιακό αποτέλεσμα, πληρούν – απολύτως- το σκοπό τους και συνεπώς δικαιολογούν την νομοθεσία ή την εξαγγελία.
Þ ισχυρή υποστήριξη από τα ΜΜΕ
Þ εστίαση σε συγκεκριμένα ευαίσθητα θέματα π.χ. σεξ. κακοποίηση παιδιών ή συμβάντα π.χ. αιματηρή ληστεία κατά γερόντων
Þ ανάδειξη από ακροδεξιά – φιλοναζιστικά μορφώματα π.χ. AfD, Χρυσή Αυγή.
Þ Πολιτικός – Μιντιακός λόγος: Τα ισόβια να είναι ισόβια
Η τιμωρητικότητα διακρίνεται σε:
- Αντικειμενική/επίσημη [: η αυστηρότητα των ποινών που επιβάλλει μια κοινωνία]
- –Υποκειμενική Υποκειμενική/άτυπη [: η εκφρασμένη επιθυμία οι ποινές να γίνουν αυστηρότερες].
- Αυστηρότητες ποινές – ΜΜΕ
Πώς θα μετρήσουμε την αυστηρότητα – τιμωρητικότητα:
- Α. Νομοθετική πρόβλεψη Ποινικός νόμος (υποστάσεις + ποινές)
- Β. Δικαστική πρακτική-Δικονομικές προβλέψεις
- Γ. Σωφρονιστική πραγματικότητα – διάρκεια έκτισης της ποινής
- Δ. Εναλλακτικές διαδικασίες ή ποινές.
ΙV. Πόση αυστηρότητα επιτρέπεται;
- Τί είναι η «αυστηρότητα»; Κατά γράμμα τήρηση κανόνων; Στα όρια του νόμου π.χ. στο πάνω όριο της ποινής; Παράβλεψη των ιδιαίτερων στοιχείων της υπόθεσης;
- Αλλά: Ο νομοθέτης μπορεί να είναι αυστηρός; (αν κινείται στα όρια του Συντ.)
- Πότε η αυστηρότητα αντιβαίνει στην αναλογικότητα;
- Δικαστικός έλεγχος της αυστηρότητας: Τι μπορεί να κάνει ένα δικαστήριο;
- Έλεγχος των τριών σταδίων: α. Καταλληλότητα του μέτρου εν όψει συγκεκριμένου σκοπού, β. αναγκαιότητα του μέτρου για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού, γ. αναλογικότητα stricto sensu, δηλ. σωστή βαθδίδα.
- Αν όμως διαπιστώσει παραβίαση της αναλογικότητα π.χ. της προβλεπόμενης ποινής;
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: [ΑΠ 1348/2020 κ.ά. ]: Ερμηνεία άρ. 348Α 4 ΠΚ (κακουργηματική πορν. Ανηλίκων) – Απαίτηση συνδρομής πρόσθετων όρων
- Η Ελληνική περίπτωση
- Βάση: Στην Ελλάδα παρατηρείται το «παράδοξο» της αναντιστοιχείας ανάμεσα στην σχετικά περιορισμένη εγκληματικότητα με του ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου ανασφάλειας και φόβου. Σ’ αυτούς ακριβώς του φόβου επενδύει ο ποινικός λαϊκισμός …
– 2015-2019: Υιοθέτηση θεωρίας σπασμένων παραθύρων (2016)
Υιοθέτηση «Νόμος και Τάξη» / Μηδενική ανοχή
Διαμόρφωση «αντζέντας ασφαλείας».
Προπαγάνδα για 4322/2015 …
-2019-2023: Πολιτικός λόγος αυστηρότητας: Αστυνομία / Νομοθεσία (ποινική) / Φυλακές
Νομοθεσία: 1η ημέρα ΠΔ 81/2019 Μεταφορά ΓΓΑΠ ® ΥπΠροΠο
Ν. 4855/2021 = Αύξηση ποινών, Υφ’ όρον απόλυση κλπ
Ν. 4985/2022: Αλλαγή σωφρ. Παραδείγματος. ΣΚ = Πιο σκληρή φυλακή, πιο μεγάλη διάρκεια, Πυκνότητα (άδειες, αγροτ. Φυλακές), όχι επανένταξη – Νέος σωφρονισμός: Αυταρχικός / Λαϊκιστικός / Κερδοσκοπικός (ΣΔΙΤ).
-2023 – … Έμφαση στην μικροεγκληματικότητα
«Ως τώρα [ασχολούμασταν] με [τους] εγκληματίες, ώρα να ασχοληθούμε με τα θύματα» – Θυματοκεντρισμός
Ν. 5090/2024: «εκβαρβαρισμός» ποινικού συστήματος
Κανένα έγκλημα ατιμώρητο», δηλ. nullum crimen sine poena…
- Αποτελέσματα
Ποιο γενικοπροληπτικό αποτέλεσμα έχουν φέρει οι αυστηροποιήσεις;
Σωφρονιστικές συνέπειες:
Σύνολο κρατουμένων (1.11.2024) = 11338, θέσεις 10763: (ΠΟΣΟΣΤΟ 105.6 %)
Αλλά: Μικρό ποσοστό κάλυψης θέσεων σε Αγροτικές, Δράμα, Γυναικών και ΚΑΤΚΕΘ
Κίνηση κρατουμένων (1.1. – 1.112024): 10242 ® 11338
Ανήλικοι κρατούμενοι: 1.1.2024 = 26, 1.11.2024: 65 (αύξηση: 250%)
VII. Σύνοψη – Συμπέρασμα – Eρωτήματα
- Νομοθέτηση χωρίς επιστημονική / εγκληματολογική τεκμηρίωση
- Ποιν. Δίκαιο = εργαλείο παραγωγής εντυπώσεων (συμβολικό ποιν. Δίκαιο)
- Κυριαρχία ποινικού λαϊκισμού
- Εθισμός του «κοινού» και των ΜΜΕ σε όλο κ πιο αυστηρές ποινές
- Έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ποινική Δικαιοσύνη
- Οικονομική επιβάρυνση
- Πλήγμα στο Νομ. πολιτισμό και τα Ανθρωπ. Δικαιώματα
- Ποια είναι τα αίτια ανάπτυξης και επιτυχίας του «τιμωρητικού λόγου», δηλ. το ποινικού λαϊκισμού, στην Ελλάδα;
Αρχαία Ελληνική Σκέψη: Αυστηρότητα # Ηπιότητα/επιείκεια/Μεσότητα
Για να παρακολουθήσετε τις εργασίες του συνεδρίου [Video] πατήστε εδώ