Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα έχει τον τελικό λόγο στο επίμαχο θέμα της άρσης ή μη του πλαφόν στο εφάπαξ των τραπεζοϋπαλλήλων και των συνταξιούχων των ΔΕΚΟ καθώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε δεκτή την εισήγηση της συμβούλου Επικρατείας, Ειρήνης Σαρπ, η οποία είχε προτείνει να κριθεί συνταγματικό το σχετικό πλαφόν (που θέτει ο νόμος Σιούφα του 1992).
Η υπόθεση παραπέμπεται στο ΑΕΔ, λόγω των αντίθετων αποφάσεων από τις Ολομέλειες των δύο ανωτάτων δικαστηρίων ΣτΕ και Αρείου Πάγου και οι ενδιαφερόμενοι θα αναμένουν την οριστική κρίση του, ώστε να δουν εάν μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά ή όχι, αναδρομικά, ποσά που τυχόν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο των 10.000.000 δραχμών που ορίστηκε με το σχετικό νόμο (2084/2003).
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ομόφωνα αντισυνταγματικό το εν λόγω πλαφόν ως αντίθετο στην συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4) και στην υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την ασφάλιση των εργαζομένων (άρθρο 22).
Αντίθετη ήταν η απόφαση του Α Τμήματος του ΣτΕ (που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια), το οποίο έκρινε ότι η επιβολή πλαφόν στο εφάπαξ είναι συνταγματική. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή (163 -164/2005), «το εφάπαξ δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού το ασφαλιστικό κεφάλαιο των Ταμείων δεν σχηματίζεται αποκλειστικά ή έστω κατά κύριο λόγο από τις εισφορές των ασφαλισμένων σε αυτό, αλλά στον σχηματισμό του συνέβαλε ουσιωδώς η εισφορά των εργοδοτριών τραπεζών».
Με την απόφαση αυτή, συντάχθηκε η κ. Σαρπ (και ουσιαστικά η Ολομέλεια του ΣτΕ), υπογραμμίζοντας ότι η εργοδοτική εισφορά για συγκέντρωση του ασφαλιστικού κεφαλαίου προσομοιάζει περισσότερο σε κοινωνικό πόρο παρά σε εργοδοτική εισφορά.