Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, με βάση την πείρα από τη διαδικασία της επιστολικής ψήφου, που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις εκλογές της 9ης/6/2024 για την ανάδειξη των μελών του ευρωκοινοβουλίου, και τα πολύμορφα προβλήματα που προέκυψαν, με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου πήρε θέση για τη διαδικασία της επιστολικής ψήφου και αποφάσισε να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις προς το Υπουργείο Εσωτερικών. Με αφορμή την τοποθέτηση και τις προτάσεις που αποφάσισε η Ένωσή μας, εκθέτουμε την άποψη της δικής μας ομάδας, όπως άλλωστε εκφράστηκε και στο διοικητικό συμβούλιο που έγινε για το θέμα αυτό από το μέλος του ΔΣ Βασίλη Φαϊτά.
Το Σύνταγμα στο άρθρο 51 παρ. 3 ορίζει ότι: «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία …». Η αρχή της μυστικότητας της ψήφου, συνδεόμενη με την γνησιότητα των εκλογών, επιτάσσει να μην γνωρίζει κανένας το περιεχόμενο της ψήφου, πλην του ίδιου του εκλογέα. Η αρχή της μυστικότητας δεν αίρεται αν ο εκλογέας γνωστοποιεί το περιεχόμενο της ψήφου του, εφόσον τούτο δεν είναι επαληθεύσιμο. Η μυστικότητα της ψήφου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στο παραβάν (αν ο εκλογέας δεν αποσυρθεί στο παραβάν, δεν του επιτρέπεται να ψηφίσει), ενώ οτιδήποτε παραβιάζει τη μυστικότητα (π.χ. θέση στο ψηφοδέλτιο διακριτικού γνωρίσματος κ.λπ.) συνεπάγεται την ακυρότητα του ψηφοδελτίου. Ένα πρώτο ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι εάν η επιστολική ψήφος υπονομεύει τη μυστικότητα της ψήφου, καθόσον κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι ο εκλογέας θα ψηφίσει μόνος, χωρίς να γίνει αντιληπτό από τρίτον το περιεχόμενο της ψήφου του.
Περαιτέρω, το Σύνταγμα καθιερώνει ως βασική αρχή της εκλογικής διαδικασίας την αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία μάλιστα «τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση» (άρθρο 52 του Συντάγματος). Δεν παραγνωρίζουμε τη συζήτηση για το πόσο ελεύθερα διαμορφώνεται η βούληση του πολίτη σήμερα (όταν π.χ. αυτός είναι άνεργος και άρα μπορεί πιο εύκολα να υποκύψει σε πιέσεις έναντι υποσχέσεων, όταν αυτός στερείται πλήρους ενημέρωσης ή πολιτικής παιδείας κ.λπ.). Ωστόσο, η απόσυρση στο παραβάν και η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος παρουσία και υπό την ευθύνη εφορευτικής επιτροπής και αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής (και υπό την εποπτεία των εκλογικών αντιπροσώπων των συνδυασμών) διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης. Μπορεί λοιπόν να εγγυηθεί κανείς ότι αποκλείεται κάποιος, έναντι ανταλλάγματος ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να «εκχωρήσει» (παράνομα φυσικά) την επιστολική του ψήφο σε τρίτο; Και σε κάθε περίπτωση, πώς μπορεί να αποκλειστεί ότι ο εκλογέας ψηφίζει υπό την επιτήρηση – επιρροή π.χ. του «ισχυρού» μέλους της οικογένειας, του εργοδότη κ.λπ.;
Εξάλλου, στο 51 παρ. 4 εδάφιο α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια». Η αρχή της ταυτόχρονης εκλογής δεν καθιερώνεται τυχαία στο Σύνταγμα. Ο εκλογέας πρέπει να έχει παρακολουθήσει ολόκληρη την προεκλογική περίοδο με τη δράση και τις θέσεις των συνδυασμών και των υποψηφίων και όχι τμήμα αυτής. Εάν π.χ. συμβεί ένα πολύ σημαντικό πολιτικό γεγονός ανάμεσα στο χρονικό σημείο της επιστολικής ψήφου και της ημέρας των εκλογών, οι πολίτες θα έχουν ψηφίσει υπό διαφορετικούς πολιτικούς όρους, κάτι που δεν βρίσκεται στο πνεύμα της συνταγματικής διάταξης. Και ναι μεν στα επόμενα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 51 ορίζεται ότι «Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια», πλην όμως είναι φανερό ότι η δυνατότητα αυτή θεσπίζεται ως εξαιρετική και πάντως δεν αφορά τους εντός της Επικράτειας εκλογείς.
Στην πρώτη εφαρμογή επιστολικής διαδικασίας κατά τις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη των μελών του ευρωκοινοβουλίου καταγράφηκαν, πριν από την ψηφοφορία, με βάση καταγγελίες που πήραν το φως της δημοσιότητας, ιδίως, τα εξής: Παρατηρήθηκαν δυσκολίες να εγγραφεί κάποιος στην ειδική εφαρμογή. Πολλές εταιρείες ταχυμεταφορών, ιδίως στο εξωτερικό, όριζαν δυσχερείς διαδικασίες και όρους παράδοσης και παραλαβής της επιστολικής ψήφου. Κάποιες εταιρείες δεν έκαναν ορθά τη διαδικασία ταυτοπροσωπίας του εκλογέα (υπήρξαν καταγγελίες ακόμα και για φακέλους που αφήνονταν έξω από την πόρτα της δηλωθείσας διεύθυνσης). Στο σημείο αυτό, επισημαίνουμε ότι υπήχθη στην αρμοδιότητα εταιρειών ταχυμεταφορών η διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας του εκλογέα, ήτοι ένας κρίσιμος κρίκος της εκλογικής διαδικασίας, που διαχρονικά θεωρείται ένα από το πιο καίρια καθήκοντα του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής.
Αλλά και κατά τη διαδικασία διαλογής της επιστολικής ψήφου υπήρξαν προβλήματα. Με ευθύνη εταιρειών ταχυμεταφορών παραδόθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών πολλοί φάκελοι σε άσχημη κατάσταση (ανοιγμένοι, με φθορές κ.λπ.), με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να μην προσμετρηθούν. Ακόμη, υπήρξε αδυναμία διασταύρωσης λαθών του συστήματος στην πιστοποίηση, με αποτέλεσμα ο δικαστικός αντιπρόσωπος να είναι υποχρεωμένος να μην καταμετρήσει την ψήφο. Χιλιάδες εκλογείς, εξάλλου, είχαν κάνει οι ίδιοι κάποιο λάθος στη διαδικασία συμπλήρωσης της επιστολικής ψήφου (μη βάζοντας π.χ. όλα τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα), με αποτέλεσμα τη μη καταμέτρηση των αντίστοιχων ψηφοδελτίων. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το σύνολο όσων εργάστηκαν στο Κέντρο Διαλογής Επιστολικής Ψήφου στο Εκθεσιακό Κέντρο Περιστερίου χαρακτήρισαν απαράδεκτες τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η διαλογή.
Ακόμη κι αν τα τελευταία αυτά προβλήματα αντιμετωπιστούν, η επιστολική ψήφος δεν παύει να αποτελεί διαδικασία που αλλοιώνει τον χαρακτήρα της εκλογικής διαδικασίας. Την ίδια ώρα, διαμορφώνει παθητική στάση στους εκλογείς, στο λαό, που υποσκάπτει την αναγκαία ενεργή συμμετοχή του.
Για όλους του παραπάνω λόγους, πιστεύουμε ότι η επιστολική ψήφος πρέπει να καταργηθεί.