Οι εκλογές τελικώς προκηρύχθηκαν. Μαζί με αυτές οι δικηγόροι, όπως βέβαια και όλοι οι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης, έχουμε το καθήκον να εγγυηθούμε την ομαλή διεξαγωγή τους. Έχουμε όμως και ένα ακόμα καθήκον. Να ψηφίσουμε. Και όσο εύκολο (για εμάς) είναι το πρώτο, άλλο τόσο δύσκολο είναι το δεύτερο.
Από ειλικρινές ενδιαφέρον (ίσως και προσωπική “διαστροφή”) επιχείρησα να μελετήσω τις θέσεις των κυριότερων έστω κοινοβουλευτικών κομμάτων για τον δικό μας τομέα, την Δικαιοσύνη. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα. Οι αναφορές ήταν σύντομες, έως ανύπαρκτες, με μόνη ίσως εξαίρεση όσων θεμάτων άπτονται της δημόσιας τάξης και της σοφρωνιστικής πολιτικής. Σαν να ήταν όλα λυμένα. Ξέρουμε όμως καλά ότι δεν είναι.
Δύο μεταρρυθμίσεις των οποίων την αποτυχία είχε προαναγγείλει ο δικηγορικός κόσμος, θα έπρεπε κανονικά να βρίσκονται στον πυρήνα των προεκλογικών εξαγγελιών: η νέα τακτική διαδικασία και η υποχρεωτική διαμεσολάβηση. Η μεν πρώτη, ενώ περιόρισε τα δικονομικά δικαιώματα (πχ εμμάρτυρη απόδειξη και προφορική διαδικασία) απέτυχε στον κυριότερο στόχο της, που ήταν η επιτάχυνση των αποφάσεων. Στην Θεσσαλονίκη οι περισσότερες ειδικές διαδικασίες καταλήγουν σε οριστική απόφαση σε ένα με ενάμιση έτος (περιλαμβανομένης μιας αναβολής), την στιγμή που η τακτική απαιτεί τουλάχιστον δύο. Η δε δεύτερη, ενώ αύξησε το οικονομικό κόστος και την γραφειοκρατία πρόσβασης στην δικαιοσύνη, ανοίγοντας και μια ολόκληρη νομική συζήτηση για το παραδεκτό, απαξίωσε και τον ίδιο τον θεσμό. Τα στοιχεία της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης είναι αποκαλυπτικά: το 2021 μόλις το 7,63% των περιπτώσεων υποχρεωτικής διαμεσολάβησης κατέληξε σε συμφωνία. Από μια επισκόπηση των πολιτικών προγραμμάτων των κυριότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, ουδεμία αναφορά προκύπτει στα ανωτέρω. Ούτε σε πολλά άλλα.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι συχνά αρκούνται σε γενικές εξαγγελίες για την αναβάθμιση της Δικαιοσύνης. Μια αναβάθμιση βέβαια που συνήθως αντιλαμβάνονται μονοσήμαντα, ως επιτάχυνση. Όχι λίγες φορές έχουμε επισημάνει, συλλογικά και ατομικά, σειρά ζητημάτων που θα έπρεπε να τεθούν ως προτεραιότητες για την συνολική αναβάθμιση της ελληνικής δικαιοσύνης. Οι πολλές παράλληλες δικονομίες σε κάθε δικαιοδοσία, η απουσία επαρκούς και αποτελεσματικού ελέγχου στους δικαστές, η ανεξαρτησία στα ανώτατα κλιμάκια που τίθεται σε αμφισβήτηση που κάποιος εν ενεργεία ανώτατος δικαστής επιλέγεται σε κορυφαία κυβερνητική ή πολιτειακή θέση, η διαιωνιζόμενη ευνοϊκή μεταχείριση του δημοσίου ως διαδίκου, η αποσπασματικότητα και ελλειπτικότητα της άμυνας στην αναγκαστική εκτέλεση και πολλά άλλα. Δυστυχώς, έως τώρα κανένα εκ των κυριότερων κοινοβουλευτικών πολιτικών κομμάτων, δεν διατυπώνει προτάσεις. Πολύ χειρότερα. Δεν καταγράφουν καν το πρόβλημα, στα κατά τα άλλα ιδιαιτέρως εκτενή και λεπτομερειακά τους προοίμια.
Και μένει αυτό που αφορά άμεσα τον δικό μας κλάδο, τους δικηγόρους. Προφανώς, η σιωπή είναι ακόμα εκκωφαντικότερη. Και ανησυχητικότερη, δεδομένου ότι Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν κυβερνήσει την τελευταία 10ετια και επομένως, έστω στα πλαίσια των επαφών τους με τους εκπροσώπους του κλάδου, έχουν εικόνα των παγίων αιτημάτων. Κανείς λοιπόν δεν αναφέρει αύξηση του ορίου απαλλαγής από τον ΦΠΑ στις 25.000 ευρώ (φυσικά ούτε την κατάργηση του για τις δικαστηριακές υπηρεσίες), την οριστική επίλυση των εκκαθαρίσεων της νομικής βοήθειας και την αναβάθμιση του προγράμματος, την οικονομική στήριξη των μητέρων από τον ΕΦΚΑ κ.α.. Ο μόνος αισιόδοξος τόνος δίνεται από το γεγονός ότι το σύνολο των κομμάτων εξαγγέλλει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος (αν δεν το “κατάργησει” βέβαια το ΣτΕ στα πλαίσια της ήδη ανοιγείσας πιλοτικής δίκης). Βέβαια, αφού συμφωνούν, εύλογα διερωτάται κανείς, γιατί δεν το κατήργησαν πριν την διάλυση της τελευταίας Βουλής.
Στα πολιτικά προγράμματα διαβάζουμε όσα γράφουν, αλλά και όσα παραλείπουν. Η Δικαιοσύνη, αν και προφανέστατα δεν θα έπρεπε, είναι δυστυχώς ένα από αυτά. Κάτι εξαιρετικά ανησυχητικό, αν κάνεις αναλογιστεί ότι έτσι επιβεβαιώνεται μια πορεία συνεχούς απαξίωσης. Από το φοροκύνηγι και τις περικοπές της εποχής των μνημονίων, στην αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων κατά την πανδημία, από τις αποσπασματικές όσο και πρόχειρες αλλαγές κωδίκων, στην δικονομία των “ΚΥΑ της Κυριακής”, από την αντικατάσταση των δικών με τις πλατφόρμες (που συχνά μάλιστα δεν λειτουργούν), στην κοροϊδία των “επιταγών” του “σκοιλ ελικικου”, η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της έχουμε υποστεί πολλά. Σίγουρα, είναι αναγκαίο στις 21 Μαΐου, ο καθένας από εμάς να τα αναλογιστεί και με βάσει αυτά να ψηφίσει. Πολύ περισσότερο όμως, η θεσμική μας ηγεσία οφείλει να τα υπενθυμίσει στην ηγεσία των πολιτικών κομμάτων, τώρα, προεκλογικά, απαιτώντας να διατυπώσουν σαφείς προγραμματικές θέσεις και να δεσμευτούν σε ένα μίνιμουμ θέσεων για την δικηγορία και την Δικαιοσύνη. Τώρα πρέπει να είμαστε περισσότερο παρόντες από ποτέ.
Μιχάλης Β. Μήττας, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Υπ. ΔΝ
Μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης