Η Επιτροπή στηρίχθηκε, προκειμένου να εξετάσει την ύπαρξη επιλεκτικού φορολογικού πλεονεκτήματος, στο εσφαλμένο σύστημα αναφοράς, ήτοι στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ όσον αφορά την ενδοομιλική τιμολόγηση αντί του λουξεμβουργιανού δικαίου.
Η Επιτροπή διαπίστωσε, με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2017, ότι το Λουξεμβούργο χορήγησε στην Amazon, με φορολογική απόφαση προέγκρισης του 2003, παράνομες κρατικές ενισχύσεις.
Με την εν λόγω φορολογική απόφαση προέγκρισης, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου γνωστοποίησε την κρίση της σχετικά με το κατάλληλο ύψος των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης μεταξύ δύο λουξεμβουργιανών θυγατρικών του ομίλου Amazon. Το ύψος των δικαιωμάτων αυτών ασκεί επιρροή στην έκταση της υποχρέωσης
καταβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, την οποία υπέχει η εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο Amazon EU S.à.r.l. Όσο υψηλότερα είναι τα δικαιώματα εκμετάλλευσης, τόσο χαμηλότερος φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων οφείλεται κατ’ αποτέλεσμα στο Λουξεμβούργο.
Για τον προσδιορισμό του κατάλληλου ύψους των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, το Λουξεμβούργο και η Amazon συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν μια συγκεκριμένη μέθοδο. Η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης συνιστούσε ενίσχυση, καθώς δεν ήταν σύμφωνη με τις αρχές του ΟΟΣΑ περί πλήρους ανταγωνισμού. Η Επιτροπή πραγματοποίησε τον δικό της υπολογισμό του κατάλληλου ύψους των δικαιωμάτων
εκμετάλλευσης και, χρησιμοποιώντας διαφορετική μέθοδο, κατέληξε σε χαμηλότερου ύψους δικαιώματα.
Δεδομένου ότι τούτο θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη επιβάρυνση με φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι με τη φορολογική απόφαση προέγκρισης παρασχέθηκε επιλεκτικό πλεονέκτημα στη θυγατρική που κατέβαλλε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης.
Το Λουξεμβούργο και η Amazon άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της EΕ προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε με απόφαση της 12ης Μαΐου 2021 1 την απόφαση της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπόρεσε, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του ΟOΣΑ, να διαπιστώσει εσφαλμένο προσδιορισμό των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών. Έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε τεχνητώς λόγω υπερτίμησης των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως το ζήτημα αν οι αρχές του ΟΟΣΑ περί πλήρους ανταγωνισμού μπορούν να αποτελέσουν, εν προκειμένω, το ορθό σύστημα αναφοράς στο πλαίσιο ελέγχου κρατικών ενισχύσεων.
Η Επιτροπή άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με τις σημερινές προτάσεις της η γενική εισαγγελέας Juliane Kokott προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, να επικυρώσει, όχι μεν κατά το σκεπτικό της, αλλά κατά το διατακτικό της, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής.
Δεδομένου ότι το ζήτημα της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα του ορθού προσδιορισμού του συστήματος αναφοράς, πρέπει, κατά τη γενική εισαγγελέα, το τελευταίο ζήτημα να εξετασθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, έστω και εάν το Λουξεμβούργο και η Amazon δεν το έθεσαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο και δεν το εξέτασε. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε στην πρόσφατη απόφασή του Fiat Chrysler 2 ότι κατά την εξέταση της τυχόν ύπαρξης επιλεκτικού φορολογικού πλεονεκτήματος, και προκειμένου να καθορισθεί η φορολογική επιβάρυνση που πρέπει κανονικά να φέρει μια επιχείρηση, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι και κανόνες κείμενοι εκτός του επίμαχου εθνικού φορολογικού
συστήματος παρά μόνον αν το εν λόγω σύστημα παραπέμπει ρητώς σε αυτούς.
Εντούτοις, η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατά την εξέταση του κατάλληλου ύψους των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, αποκλειστικά και μόνο στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για την ενδοομιλική τιμολόγηση, μολονότι το λουξεμβουργιανό δίκαιο κατά τον χρόνο έκδοσης της φορολογικής απόφασης προέγκρισης δεν παρέπεμπε στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, η Επιτροπή εσφαλμένως δεν χρησιμοποίησε το λουξεμβουργιανό εθνικό δίκαιο ως το κρίσιμο σύστημα αναφοράς για την εξέταση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Συνεπεία του σφάλματος αυτού, είναι νομικώς εσφαλμένες και όλες οι περαιτέρω αναλύσεις που εκτίθενται στην απόφαση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής –έστω και για διαφορετικούς λόγους– ελλείψει απόδειξης της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος.
Το Δικαστήριο δεν οφείλει να αποφανθεί επί του βασίμου του διαφορετικού σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου, κατά του οποίου βάλλει ρητά η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως.
Ακόμη και εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεσμεύεται από την επιλογή του εσφαλμένου συστήματος αναφοράς (των κατευθυντηρίων γραμμών του ΟΟΣΑ για την ενδοομιλική τιμολόγηση), η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι αβάσιμη. Και τούτο διότι, κατά τη γενική εισαγγελέα, ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών του ΟΟΣΑ για την ενδοομιλική τιμολόγηση, η μέθοδος που επελέγη με τη λουξεμβουργιανή φορολογική απόφαση προέγκρισης δεν ήταν προδήλως εσφαλμένη μέθοδος ούτε εφαρμόσθηκε κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Πλην όμως, λαμβανομένης υπόψη της φορολογικής αυτονομίας των κρατών μελών, μόνον προδήλως εσφαλμένες φορολογικές αποφάσεις προέγκρισης υπέρ του φορολογουμένου μπορούν να αποτελούν επιλεκτικό πλεονέκτημα 3. Για τον λόγο αυτό επίσης, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει στην απόφασή της ότι η φορολογική απόφαση προέγκρισης παρέσχε επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ της Amazon.