Παρουσία της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κ. Πάνου Αλεξανδρή και εκπροσώπων των κομμάτων, πραγματοποιήθηκε η ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου, στην κεντρική αίθουσα του ΔΣΑ.
Το μείζον θέμα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης κυριάρχησε κατά τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης. Σε αυτό εστίασαν τόσο η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου όσο και ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, κ.Ι.Συμεωνίδης.
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κα Ιωάννα Κλάππα, κατά τον χαιρετισμό της, σημείωσε μεταξύ άλλων: «Οι δικαστές όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης διαθέτουν τα ισχυρά συνταγματικώς κατοχυρωμένα εχέγγυα της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έννοια του Κράτους Δικαίου και αποτελούν εγγύηση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Μάλιστα πρέπει να τονιστεί ότι οι Έλληνες δικαστές απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο ανεξαρτησίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανεξαρτησία στη δικαστική μας κρίση με το ανεξέλεγκτο των ενεργειών και των παραλείψεων μας».
Η πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κα Ευαγγελία Νίκα, κατά το χαιρετισμό της, επισήμανε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το μεγάλο βάρος της παράλληλης υπηρεσιακής απασχόλησης που έχουν οι διοικητικοί δικαστές, ενώ ανέφερε ότι το κόστος των δικαστικών εξόδων στη χώρας μας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Τέλος, ο Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, κ. Παναγιώτης Δανιάς, αναφερόμενος στο θέμα της δικαστικής ανεξαρτησίας, τόνισε:
«Θεωρώ ως κίνδυνο, σοβαρό μάλιστα, για την Δικαστική Ανεξαρτησία, την θεσμική απαξίωση του Δικαστικού Σώματος, μέσω του τρόπου που αντιμετωπίζουν διαχρονικά, τύπος και κόμματα, τα θέματα των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών και των συντάξεών τους. Είμαστε η μοναδική Χώρα στην Ε.Ε. που θεσπίστηκε Ειδικό Δικαστήριο για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών και, αν και η νομολογία του αποδείχτηκε πιο τολμηρή από τις δικές μας αποφάσεις στα σχετικά ζητήματα, απαλλάσσοντας μας από το βάρος ότι δικάζουμε “τα του οίκου μας”, δεν μπορώ να πω ότι από το 1964 και μετά υπήρξε οποιαδήποτε Κυβέρνηση που να νομοθέτησε για τα θέματα αυτά, με δική της πρωτοβουλία. Αντίθετα, έχουμε δεί και Υπουργούς να μας κουνάνε το δάχτυλο, γιατί, δήθεν, δεν αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν “και πιο φτωχοί από εμάς” και δεν λαμβάνουμε, δήθεν, υπόψη μας, τα όρια του Κρατικού προϋπολογισμού».