Η θέση που έλαβε το Συνταγματικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου και της 7ης Οκτωβρίου 2021 συνιστά άνευ προηγουμένου ανατρεπτική ενέργεια και θίγει, ως εκ τούτου, σοβαρά την υπεροχή, την αυτοτέλεια και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.
Στις 14 Ιουλίου και στις 7 Οκτωβρίου 2021 το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις με τις οποίες αμφισβητούσε τη συμβατότητα του δικαίου της Ένωσης και των αποφάσεων του Δικαστηρίου με το Σύνταγμα της Πολωνίας.
Με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα προσωρινά μέτρα που επέβαλε το Δικαστήριο 1 σχετικά με την οργάνωση της δικαιοσύνης παραβίαζαν την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και έθιγαν την πολωνική συνταγματική ταυτότητα. Αντιμέτωπο με αυτή την εικαζόμενη σύγκρουση κανόνων, το εν λόγω δικαστήριο επιβεβαίωσε την υπεροχή του Συντάγματος ως υπέρτατης πηγής δικαίου στην Πολωνία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στο μέτρο που το Δικαστήριο επέβαλε στην Πολωνία υποχρεώσεις ultra vires, διατάσσοντας τα προαναφερθέντα προσωρινά μέτρα, το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 279 ΣΛΕΕ, ήταν αντίθετο προς το Σύνταγμα της Πολωνίας.
Με την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2021, το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης 2, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι οποίες επιτρέπουν, μεταξύ άλλων, στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν τη νομιμότητα των διαδικασιών διορισμού δικαστών. Στην πράξη, αυτό ισοδυναμούσε με υποχρέωση των πολωνικών δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και να μην τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπεροχή του.
Στις 15 Φεβρουαρίου 2023 3 η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Πολωνίας, προβάλλοντας τρεις αιτιάσεις.
Πρώτον, κατά την Επιτροπή, οι δύο προαναφερθείσες αποφάσεις θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Δεύτερον, θίγουν τις αρχές της υπεροχής, της αυτοτέλειας, της αποτελεσματικότητας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Τρίτον, η Επιτροπή επικρίνει τις πλημμέλειες κατά τον διορισμό τριών δικαστών 4 και της προέδρου του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 5, οι οποίες έχουν ως συνέπεια αυτό να μην πληροί πλέον τις απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.
Με τις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Dean Spielmann προτείνει στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης.
Κατά τη γνώμη του, οι επίμαχες αποφάσεις αποκλίνουν θεμελιωδώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας 6. Ειδικότερα, αρνούνται να αφήσουν ανεφάρμοστες εθνικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των συνταγματικών, που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Απορρίπτουν επίσης τον δικαστικό έλεγχο των διορισμών δικαστών, ενώ αυτός είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, όπως απαιτείται από το δίκαιο της
Ένωσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μέσω των αποφάσεων αυτών, το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο προέβη σε κατά μέτωπο επίθεση στις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης και στο κύρος των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Η παραβίαση τους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί από διατάξεις του εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν συνταγματική ισχύ. Ομοίως, η επίκληση της συνταγματικής ταυτότητας του κράτους μέλους δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.
Πράγματι, αφενός, από τη συστηματική ερμηνεία και εφαρμογή της ρήτρας εθνικής ταυτότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο την αντιλαμβάνεται ως παράγοντα ικανό να περιορίσει την απαραβίαστη αρχή της υπεροχής. Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έρχεται σε ρήξη με το άρθρο 2 ΣΕΕ και τις θεμελιώδεις αξίες που κατοχυρώνονται σε αυτό. Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο Δικαστήριο να επιλύσει οριστικά μια σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της συνταγματικής ταυτότητας ενός κράτους μέλους.
Όσον αφορά τη σύνθεση του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο γενικός εισαγγελέας D. Spielmann υπενθυμίζει ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στη θεμελιώδη απαίτηση περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Πράγματι, ο διορισμός των μελών ενός δικαστηρίου πρέπει να γίνεται κατά τρόπον ώστε να μην υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο του εν λόγω οργάνου από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντικρουόμενων συμφερόντων. Η απαίτηση αυτή ισχύει και για το εν λόγω δικαστήριο, δεδομένου ότι μπορεί να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
Στηριζόμενος στα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε η Επιτροπή 7 και αποδέχθηκε η Πολωνική Κυβέρνηση 8, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι ο διορισμός τριών δικαστών τον Δεκέμβριο του 2015 στο πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο και της πρόεδρου του τον Δεκέμβριο του 2016 ενείχε σειρά πλημμελειών που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόδηλες και σοβαρές. Ως εκ τούτου, το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.