Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ (mult.), Pgcert, Υποψήφια Δ.Ν.
Περίληψη – Εισαγωγικά: Στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης δεν έχει καταφέρει ή δεν έχει επιδιώξει να αποτρέψει τον πλειστηριασμό των περιουσιακών του στοιχείων (ιδίως ακινήτων), έχει το δικαίωμα, ακόμη και την ύστατη στιγμή, να επέμβει στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος προς τους δανειστές τους, ελέγχοντας την ορθότητα αυτής. Ο οφειλέτης δύναται ειδικότερα να ασκήσει την ανακοπή του αρ. 979 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά του συνταχθέντος από το συμβολαιογράφο πίνακα κατάταξης δανειστών, αξιώνοντας την αποβολή εσφαλμένως καταταγέντος δανειστή με σκοπό α) είτε να αποδοθεί στον ίδιο, τυχόν, «περίσσευμα» από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, είτε β) να καταταγεί έτερος δανειστής (ο οποίος έχει υπαρκτή και νομίμως αναγγελθείσα απαίτηση) στη θέση του αποβληθέντος, με συνακόλουθη απαλλαγή του καθ’ ου η εκτέλεση από αντίστοιχη υποστατή οφειλή (απομείωση χρεών). Στο παρόν θα προσπαθήσουμε, εν συντομία, να εκθέσουμε το δικαίωμα αυτό του καθ΄ου η εκτέλεση οφειλέτη εξειδικεύοντας τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες άσκησής του. Ειδικότερα:
Ι. Η νομοθετική πρόβλεψη – Διαδικασία μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού: Μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού και την κατάθεση του πλειστηριάσματος στον υπάλληλο της εκτελεστικής διαδικασίας (συμβολαιογράφο), ο τελευταίος, εφόσον το ποσό που καταβλήθηκε από τον υπερθεματιστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών (οι αναγγελίες λαμβάνουν χώρα μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο αρ. 972 ΚΠολΔ) και του επισπεύδοντος, συντάσσει πίνακα κατάταξης. Στο περιεχόμενο του πίνακα, επί της ουσίας, προσδιορίζεται το ποσό που θα διανεμηθεί σε κάθε δανειστή ανάλογα και με το προνόμιο που έχει ο καθένας (δηλαδή ειδικό προνόμιο: για τους δανειστές με προσημείωση/υποθήκη, γενικό εκ του νόμου προνόμιο: για τους δανειστές όπως το δημόσιο, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή απαιτήσεις από εξαρτημένη εργασία κ.ο.κ. ή και κανένα προνόμιο: για τους εγχειρόγραφους ή ανέγγυους δανειστές, π.χ. δανειστές που διατηρούν, λ.χ., απαίτηση από σύμβαση έργου με τον οφειλέτη δίχως περαιτέρω εξασφάλιση σε περιουσιακό στοιχείο του τελευταίου). Μετά τη σύνταξη του πίνακα, κατά τα ανωτέρω, ο συμβολαιογράφος κοινοποιεί έγγραφη πρόσκληση στον επισπεύδοντα (στο δανειστή που κινητοποιεί δηλαδή την εκτέλεση και έχει επιβάλει την κατάσχεση), στο σύνολο των αναγγελθέντων δανειστών καθώς και στον οφειλέτη – καθ’ ου η εκτέλεση, για να λάβουν γνώση αυτού. Μέσα, δε, σε προθεσμία δώδεκα (12) ημερών από την ως άνω κοινοποίηση, όποιος έχει «έννομο συμφέρον», κατά τη διατύπωση του νόμου στο αρ. 979 παρ. 2 ΚΠολΔ («Μέσα σε 12 ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παραγράφου 1 οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει την επόμενη ημέρα της πρόσκλησης να επιδείξει ή και να χορηγήσει στα ως άνω πρόσωπα τον πίνακα και τα σχετικά έγγραφα»), μπορεί να προσβάλει τον πίνακα με ανακοπή.
ΙΙ. Το ζήτημα του «εννόμου συμφέροντος» – Πότε δικαιούται, επί της ουσίας, ο οφειλέτης να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης (;): Στο νόμο δεν ορίζονται τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να προσβάλουν τον πίνακα κατάταξης δανειστών. Ωστόσο, από την ίδια την υποχρέωση του συμβολαιογράφου να κοινοποιήσει το περιεχόμενο του στον επισπεύδοντα, στους λοιπούς αναγγελθέντες δανειστές καθώς, φυσικά, και στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, προκύπτει ότι ο οφειλέτης σε βάρος του οποίου έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στη λίστα των προσώπων που δικαιούνται να προσβάλλουν τον πίνακα και να αιτηθούν την τροποποίηση ή την αποβολή απαιτήσεων που κατατάσσονται εσφαλμένα (επειδή, λόγου χάρη, οι επίμαχες απαιτήσεις έχουν αναγγελθεί παρατύπως με προνόμιο που δεν υφίσταται ή αναγγέλθηκαν ως ανέγγυες παρότι υφίσταται σχετικό ειδικό προνόμιο, είναι ανύπαρκτες, αμφισβητείται το ύψος τους, το μέγεθος του προνομίου τους, είναι παραγεγραμμένες, έχουν αποσβεστεί, διεκδικούνται καταχρηστικά, κ.ο.κ.. Ιδίως, δε – αναφορικά με τους ουσιαστικές πλημμέλειες ή πλημμέλειες του τίτλου της αμφισβητούμενης απαίτησης – αυτές προβάλλονται στο βαθμό που δεν υπάρχει τελεσίδικη δικαστική κρίση (δεδικασμένο) γι΄αυτήν, η οποία (κρίση), σε κάθε περίπτωση, θα λειτουργούσε «υποκειμενικά» μεταξύ, δηλαδή, των εμπλεκόμενων διαδίκων και δε θα δέσμευε τον ανακόπτοντα, αν δεν ήταν μέρος της εν λόγω δίκης.
Ιδίως ως προς τον οφειλέτη και τη δυνατότητα του να προσβάλει την κατάταξη, υποστηρίχθηκε ότι ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον αμφισβήτησης του πίνακα, τότε μόνο, όταν από την αποβολή εσφαλμένως καταταγείσας απαίτησης, απομένει για τον ίδιο περίσσευμα εκ του πλειστηριάσματος – μόνο, δηλαδή, αν μπορεί να ζητήσει την απόδοση χρηματικού ποσού προς αυτόν – (Βλ. ΕφΘεσ 505/2001 κατά την οποία «ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης τότε μόνο έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της ανακοπής του αρ. 979 ΚΠολΔ, όταν επικαλείται ότι, με την αποβολή του καθ΄ου η ανακοπή από τη διαδικασία της κατάταξης, απομένει από το πλειστηρίασμα υπόλοιπο, που πρόκειται να εισπραχθεί από τον ίδιο. Δεν υπάρχει, ως εκ τούτου, έννομο συμφέρον όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση επιδιώκει την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή δανειστή, προκειμένου να καταταγεί άλλος δανειστής στη θέση του», τα αυτά, δε, και οι έκρινε και ΕφΠατρ 1027/2003).
Ωστόσο, με βάση πρόσφατη και ορθότερη νομολογία (καθώς κα θεωρητική παραδοχή: Βλ. Γέσιου – Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙα/ Ειδικό μέρος, Γ’ έκδοση, σελ. 842-843, ομοίως Βαθρακοκοίλης Α.- Πλαγάκος Γ., Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, σελ. 99, ομοίως και Κεραμεύς Κ. – Κονδύλης Δ. – Νίκας Ν., Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση, 2021, ά. 979, σελ. 551), ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης δικαιούται να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης ανεξάρτητα από το, τυχόν, ποσό πλειστηριάσματος που θα απομείνει προς όφελος του, κατόπιν αποβολής της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή. Δικαιούται, δηλαδή, ο καθ’ ου η εκτέλεση να αιτηθεί την αποβολή απαίτησης δανειστή αμφισβητώντας εν όλω ή εν μέρει την ύπαρξη αυτής, αιτούμενος, παράλληλα, την κατάταξη του επισπεύδοντος ή έτερου αναγγελθέντος δανειστή, εφόσον με τον τρόπο αυτό απαλλάσσεται από υπαρκτή απαίτηση έναντι των τελευταίων, αμφισβητώντας τις καταταγείσες ανυπόστατες ή αβάσιμα αναγγελθείσες απαιτήσεις (Βλ. ΕφΑθ 1461/2021 κατά την οποία «{…} Επίσης υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από τον καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτη όταν αυτός, είτε προβάλλει ότι εσφαλμένα κατατάχτηκε ένας ή περισσότεροι από τους αναγγελθέντες δανειστές στον πίνακα κατάταξης, με συνέπεια να μην μπορεί αυτός να εισπράξει ορισμένο περίσσευμα από το πλειστηρίασμα, είτε αμφισβητεί την ύπαρξη ή το μέγεθος ορισμένης απαίτησης που κατατάχτηκε και επιδιώκει τη μεταρρύθμιση του πίνακα υπέρ του επισπεύδοντος την εκτέλεση ή κάποιου από τους αναγγελθέντες δανειστές ως προς το ποσό που αυτοί δεν κατατάχτηκαν, εφόσον η σχετική κατάταξη επιφέρει την απαλλαγή του ανακόπτοντος από τις αντίστοιχες οφειλές του προς αυτούς {…}.Όμοιες παραδοχές και στην ΑΠ 928/2002 με την οποία κρίνεται ότι είναι παραδεκτή η ανακοπή του οφειλέτριας με την οποία ο τελευταία υποστηρίζει ότι η κατάταξη του αντιδίκου της – καθ’ ου η ανακοπή δανειστή «είναι νόμιμη μόνο για τις απαιτήσεις του από φόρους υπεραξίας και ακίνητης περιουσίας, ποσού 2.278.261 δραχμών, ενώ για την απαίτησή του από την υποκατάστασή του στα δικαιώματα της δανείστριας ποσού 5.166.754 δραχμών δεν έπρεπε να καταταγεί, διότι με την παροχή της ανωτέρω εγγύησής του προς την εν λόγω Τράπεζα απελευθερώθηκαν οι υπέρ αυτής υπάρχουσες μέχρι τότε εγγυήσεις τρίτων για το χρέος της πρωτοφειλέτριας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εγγύηση της αναιρεσείουσας, την οποία αυτή είχε δώσει με σχετική σύμβαση υπέρ της πρωτοφειλέτριας (πιστούχου) εταιρίας» και αιτείται, παράλληλα, να μεταρρυθμιστεί ο προαναφερόμενος πίνακας κατατάξεως, προκειμένου να «περιορισθεί η κατάταξη του αναιρεσιβλήτου στο ποσό των 2.378.261 δραχμών και να καταταγεί, στο μέρος του πλειστηριάσματος που θα απελευθερωθεί, δηλαδή στο ποσό των 22.960.915 δραχμών μετά την κατάρτιση συμπληρωματικού πίνακα από τον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού, η επισπεύσασα τον πλειστηριασμό, με σκοπό να απαλλαγεί η αναιρεσείουσα αντίστοιχης προς την επισπεύσασα υποχρέωσης».
- Ιδίως η περίπτωση που η αποβολή αναγγελθέντος δανειστή δημιουργεί «περίσσευμα» πλειστηριάσματος προς απόδοση στον οφειλέτη – παράδειγμα: Ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη περισσεύματος από το πλειστηρίασμα και στη συνέχεια να το διεκδικήσει, μετά από την αποβολή εσφαλμένα καταταγέντος δανειστή, θα πρέπει, αφού εκτιμήσει το περιεχόμενο του πίνακα και εντοπίσει το σχετικό σφάλμα, να προβεί στους ανάλογους υπολογισμούς, με βάση και τους δικονομικούς κανόνες σειράς κατάταξης των αρ. 975 – 977 ΚΠολΔ. Ο τρόπος υπολογισμού γίνεται ευχερέστερα κατανοητός στο παρακάτω παράδειγμα: Έστω ότι, κατά παραβίαση του αρ. 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, εδάφιο τελευταίο («{…} Εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) – εν. του πλειστηριάσματος – ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους»), δανειστής με ειδικό προνόμιο έχει αναγγελθεί και καταταγεί για μέρος της εξασφαλισμένης με προσημείωση απαίτησης του στο προορισμένο από το νομοθέτη ποσοστό ικανοποίησης μη εξασφαλισμένων δανειστών. Έστω, περαιτέρω, ότι το ποσό του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ανέρχεται σε: 000.000 €. Τα ποσά, δε, του πίνακα, κατόπιν των αναγγελιών των δανειστών, διαμορφώνονται ως εξής:
Είδος/Προνόμια Δανειστή: | Ποσό και τρόπος αναγγελίας: | Ποσοστό ικανοποίησης με βάση το νόμο (%): | Ποσά και τρόπος κατάταξης με βάση τον πίνακα: |
Τραπεζικό ίδρυμα Α με προσημείωση υποθήκης ύψους 3.000.000 € | 3.000.000 € (με ειδικό προνόμιο) | 65% πλειστηριάσματος (= 3.250.000 €) | 3.000.000 € (με ειδικό προνόμιο) |
Τραπεζικό ίδρυμα Α (ίδιο με το ως άνω) με προσημείωση υποθήκης ύψους 1.000.000 € | 1.000.000 € (χωρίς κανένα προνόμιο) | 10% πλειστηριάσματος (= 500.000 €) | 1.000.000 € (χωρίς κανένα προνόμιο) |
Δανειστές με γενικό προνόμιο (Δημόσιο) | 1.200.000 € (με γενικό προνόμιο) | 25% (= 1.250.000 €) | 1.200.000 (με γενικό προνόμιο) |
Λοιποί ανέγγυοι δανειστές (χωρίς προνόμιο) | 750.000 € | 10% (= 500.000) | 750.000 (χωρίς προνόμιο) |
Με τα ως άνω δεδομένα, το τραπεζικό ίδρυμα Α θα λάβει το 65% του πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση της απαίτησης του ύψους, 3.000.000 €, την οποία και έχει αναγγείλει ως προνομιούχα, και θα υπερκαλυφθεί. Το αδιανέμητο ποσό των 250.000 € που αντιστοιχεί στο 65% θα προοριστεί προς ικανοποίηση των γενικών προνομιούχων, οι οποίοι και θα υπερκαλυφθούν (1.250.000 + 250.000 = 1.500.000 – 1.200.000). Το αδιανέμητο ποσό των 300.000 €, μετά την ικανοποίηση των ειδικών και γενικών προνομιούχων, προστίθεται στο ποσό που αντιστοιχεί προς ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, το οποίο ανέρχεται σε 800.000 € (500.000 + 300.000) και έτσι υπερκαλύπτεται και η απαίτηση των λοιπών ανέγγυων δανειστών, ύψους 750.000 €. Συνεπώς, το τραπεζικό ίδρυμα ως προς την με προνόμιο αναγγελθείσα απαίτησή του (3.000.000 €) ικανοποιείται πλήρως. Η εξασφαλισμένη απαίτηση, δε, του 1.000.000 €, η οποία κατά παραβίαση του ως άνω νόμου έχει αναγγελθεί και καταταγεί δίχως προνόμιο από το ίδιο ως άνω τραπεζικό ίδρυμα (με σκοπό την άντληση ωφέλειας και από το τμήμα πλειστηριάσματος που ο νομοθέτης έχει σκοπίμως προορίσει μόνο προς ικανοποίηση των ανέγγυων δανειστών), θα πρέπει να θεωρηθεί μη εγκύρως αναγγελθείσα και ο οικείος δανειστής να αποβληθεί από τον πίνακα κατάταξης, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη. Ο τελευταίος, δε, στο εν λόγω παράδειγμα θα δικαιούται να ζητήσει απόδοση περισσεύματος, ύψους 50.000 €. Τούτο διότι, η εσφαλμένως αναγγελθείσα απαίτηση του τραπεζικού ιδρύματος ως μη προνομιούχα, ενώ στην ουσία ήταν, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ως εγκύρως αναγγελθείσα.
ΙΙΙ. Οι συνέπειες άσκησης της ανακοπής και της αποδοχής της: Η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης από τον καθ΄ου η εκτέλεση δεν επιφέρει την αναστολή της διανομής προς το δανειστή του οποίου αμφισβητείται η κατάταξη (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει όταν την ανακοπή ασκήσει κάποιος από τους δανειστές, κατά τα ειδικώς εκτιθέμενα στο αρ. 980 παρ. 2 ΚΠολΔ). Έτσι, λοιπόν, αν ο καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτης επιθυμεί την αποτροπή της διανομής μέχρι να κριθεί η ανακοπή του, προκειμένου αποφύγει και τη διαδικασία διεκδίκησης του, τυχόν, αποδοτέου προς αυτόν ποσού από το δανειστή του, μπορεί να υποβάλει αυτοτελή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος (όπως είναι η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης). Η αποδοχή, δε, της ανακοπής για τον οφειλέτη θα του εξασφαλίσει την απόδοση των αποβληθεισών απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τη, τυχόν, ανεπάρκεια του πλειστηριάσματος και την ύπαρξη άλλων απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί (Βλ. και ΑΠ 1227/2014).