Θεόδωρου Γ. Ψυχογυιού,
Επίτ. Αντιπροέδρου Ν.Σ.Κ.
Α. Αφορμή για το παρόν σημείωμα αποτέλεσε το πρόσφατο εξοργιστικό γεγονός, που διαπιστώθηκε όλως τυχαία και υπό δραματικές συνθήκες στο Α.Τ. Αγίων Αναργύρων και αναφέρεται στην επί πολλά χρόνια πειθαρχική ατιμωρησία αστυνομικού υπαλλήλου, που συνέχιζε να υπηρετεί κανονικά στο Σώμα, παρά την προηγηθείσα δίωξη και αμετάκλητη καταδίκη του για κακουργηματικές πράξεις, που είχαν λάβει χώρα εδώ πολλά χρόνια.
Μάλιστα, λίαν προσφάτως, ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ότι παρόμοιες απαράδεκτες περιπτώσεις χρόνιας ατιμωρησίας υπερβαίνουν τις εκατό! Επομένως, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να κάνουμε αναζήτηση και μία απλή σύγκριση των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου, που διέπει τους αστυνομικούς υπαλλήλους και αυτού που διέπει τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους.
Β. Αρκεί μία απλή ανάγνωση του πειθαρχικού κώδικα των αστυνομικών υπαλλήλων (π.δ. 120/2008, φεκ 182Α), για να διαπιστώσουμε με έκπληξη αλλά και αγανάκτηση πόσο επιεικέστερες είναι οι διατάξεις του σε σχέση με το πειθαρχικό δίκαιο των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων (βλ. ν. 3528/2007, άρθρα 106 επόμ.). Συγκεκριμένα:
- Είναι απίστευτο, αλλά στο π.δ. 120/08 (βλ. άρθρο 34) προβλέπεται ακόμη ότι όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα των αστυνομικών εκδικάζονται από πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία απαρτίζονται εξ ολοκλήρου από άλλους αστυνομικούς, εν αντιθέσει με τους λοιπούς υπαλλήλους, που δικάζονται από πειθαρχικά συμβούλια, στα οποία συμμετέχουν και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ως και Δικαστικός λειτουργός στα πρωτοβάθμια πειθαρχικά Συμβούλια). Είναι αυτονόητο ότι και μόνο το γεγονός ότι οι πειθαρχικώς διωκόμενοι αστυνομικοί δικάζονται από συναδέλφους τους, ακόμη και αν δεν αναιρεί, θέτει πάντως σε σοβαρή δοκιμασία την αρχή της αμεροληψίας (βλ. άρθρο 7 Κώδικα Διοικητ. Διαδικασίας)[1].
Είναι, λοιπόν, κάτι περισσότερο από προφανές ότι είναι άκρως επιβεβλημένη η άμεση θεσμοθέτηση της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και στα πειθαρχικά συμβούλια των αστυνομικών υπαλλήλων, τουλάχιστον για την εκδίκαση των σοβαρών παραπτωμάτων, που επισύρουν απόταξη και αργία με απόλυση.
- Περαιτέρω, διαπιστώνουμε έκπληκτοι ότι η ποινή του προστίμου στους αστυνομικούς υπαλλήλους (βλ. άρθρο 5 π.δ. 120/08) μπορεί να φθάσει μόνο μέχρι τους τρεις (3) «μηνιαίους βασικούς μισθούς», ενώ για τους λοιπούς υπαλλήλους το πρόστιμο φθάνει τις αποδοχές (δηλαδή όχι μόνο τους βασικούς μισθούς) μέχρι δώδεκα (12) μηνών (βλ. άρθρο 109 Υ.Κ.), δηλαδή, πρόκειται για μια τεράστια διαφορά στο επιβλητέο ύψος εκατέρου προστίμου.
3. Μία επί πλέον σκανδαλωδώς επιεικέστερη διάταξη για τους αστυνομικούς αναφέρεται στην προβλεπόμενη αργία με πρόσκαιρη παύση, η οποία έχει διάρκεια μόλις δεκαπέντε (15) ημερών έως τεσσάρων (4) μηνών (βλ. το πιο πάνω άρθρο 5), ενώ η προσωρινή παύση για τους λοιπούς υπαλλήλους ορίζεται από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών (βλ. άρθρο 109 Υ.Κ.).
4. Οι αστυνομικοί, που τελούν στην κατάσταση της αργίας με πρόσκαιρη παύση, λαμβάνουν το 60% του συνόλου των αποδοχών τους (άρθρ. 20 παρ. 2 π.δ. 120/08), ενώ οι λοιποί υπάλληλοι, στην ίδια περίπτωση, εισπράττουν το 50% (άρθρο 105 παρ. 2 Υ.Κ.). Σημειωτέον, μάλιστα, ότι, πριν από τον ευνοϊκό νόμο 4674/20, οι λοιποί υπάλληλοι εισέπρατταν το 1/3 και, επί αυτοδίκαιης αργίας, μόλις το 1/4 των αποδοχών τους.
5. Ο χρόνος της αργίας των αστυνομικών με πρόσκαιρη παύση, θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας (βλ. άρθρο 20 παρ. 1, με επιφύλαξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 671/77, που ορίζει το αντίθετο), ενώ, απεναντίας, ο χρόνος της προσωρινής παύσης των λοιπών υπαλλήλων δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας (άρθρα 89 παρ. 1 και 144 παρ. 3 Υπαλληλ. Κώδικα).
Γ. 1. Μετά από την πιο πάνω αδρή σκιαγράφηση ορισμένων από τις επιεικέστερες πειθαρχικές ρυθμίσεις τού, κατά τη γνώμη μου, ανεδαφικού και παρωχημένου π.δ. 120/2008, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα γιατί, άραγε, η έννομη τάξη της χώρας επιφυλάσσει αυτή τη σκανδαλωδώς επιεικέστερη μεταχείριση στους αστυνομικούς υπαλλήλους, όταν, απεναντίας, ο νομοθέτης θα έπρεπε να επιδεικνύει σαφώς ιδιαίτερη ευαισθησία για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι θεσμικοί φύλακες του νόμου μετατρέπονται σε παραβάτες του; Είναι απολύτως βέβαιο ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν υποβαθμίζει μόνο το κύρος της Αστυνομίας στα μάτια της κοινωνίας, αλλά δημιουργεί και εύλογη πικρία στη μεγάλη πλειονότητα των αστυνομικών υπαλλήλων, που υπηρετούν ευδοκίμως το δύσκολο καθήκον τους και βλέπουν τους επίορκους συναδέλφους τους να μένουν στο απυρόβλητο του πειθαρχικού ελέγχου ή να κρίνονται με ανεπίτρεπτη επιείκεια.
2. Επισημαίνεται, επίσης ότι η εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής προϋποθέτει την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου (βλ. άρθρα 53 περ. 3 και 54 παρ. 1 του πιο πάνω π.δ/τος), όπως και στους λοιπούς υπαλλήλους (άρθρο 144 παρ. 1 Υ.Κ.). Άρα, ο πειθαρχικά διωκόμενος αστυνομικός, που προαναφέραμε και εξακολουθεί να ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του, δεν θα αποταχθεί μετά την απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά μετά από την απόφαση του δευτεροβάθμιου, γεγονός που, ασφαλώς, σημαίνει ότι θα απαιτηθεί αρκετό ακόμη χρονικό διάστημα, προκειμένου αυτός να τεθεί εκτός Υπηρεσίας.
- Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, εκτός από την σαφώς επιβαλλόμενη νομοθετική παρέμβαση στις αδικαιολόγητα ευνοϊκές πειθαρχικές διατάξεις για τους αστυνομικούς υπαλλήλους, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δραστική θεραπεία του προβλήματος συνιστά και ο διαρκής και αυστηρός ιεραρχικός έλεγχος, προκειμένου να παταχθεί το όλως ανεπίτρεπτο και καταδικαστέο φαινόμενο της, επί πάρα πολλά χρόνια, επιλήψιμης αδράνειας των πειθαρχικώς προϊσταμένων να επισπεύσουν την πειθαρχική διαδικασία[2], παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 48 του π.δ. 120/08 προβλέπεται ρητά (όπως και στον Υ.Κ.) ότι «η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη», κάτι που σημαίνει ότι η πειθαρχική διαδικασία μπορεί ακώλυτα να εκκινήσει άμεσα, χωρίς να αναμένεται καν η προηγούμενη κρίση του ποινικού Δικαστηρίου.-
[1] Ως γνωστόν, η σημαντική αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα καθώς και από την αρχή της δίκαιης δίκης (ΟλομΣτΕ 1753-1755/2019,ΣτΕ 1297/2023, 1409/2018 κ.ά.).
[2] Σημειωτέον ότι η αδικαιολόγητη αυτή αδράνεια συνιστά αυτοτελές και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα για τον αδρανούντα (βλ. άρθρο 11 παρ. 1 περιπτ. ι’, ιβ’ και ιε’ του π.δ. 120/08).