Κομνηνός Κόμνιος
Αναπλ. Καθηγητής, Δικηγόρος
Μέλος Ολομέλειας ΡΑΑΕΥ, Ελληνικός Ενεργειακός Διαμεσολάβητης
Διευθυντής MSc in Energy Law, Business, Regulation& Policy
Η θεώρηση της φύσης ως υποκειμένου δικαίου: δογματική επαναξιολόγηση υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του LG Erfurt
Η θεώρηση της φύσης ως υποκειμένου δικαίου αναδεικνύεται σε θεμελιώδη πρόκληση για το νομικό μας σύστημα, με ιδιαίτερες δογματικές προεκτάσεις. Στο σχόλιό του “Rechte der Natur – ein erfolgreicher Reverse Legal Transplant?” (ZUR 2024, σ. 643 επ.), ο Ralf Michaels, Διευθυντής του Max Planck Institute for Comparative and International Private Law, εστιάζει στην πρόσφατη πρωτοποριακή νομολογία του LG Erfurt, που επιχειρεί να αναδιατάξει την παραδοσιακή ανθρωποκεντρική οπτική του δικαίου, αναγνωρίζοντας, στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξης, δικαιώματα στη φύση. Μέσα από μια πολυεπίπεδη κριτική, ο Καθηγητής Michaels εξετάζει τις μεθοδολογικές αδυναμίες, αλλά και τις ευρύτερες θεωρητικές συνέπειες της συγκεκριμένης προσέγγισης.
Η νομολογιακή καινοτομία του LG Erfurt
Τον περασμένο Αύγουστο, το LG Erfurt (Πρωτοδικείο της Ερφούρτης) ήταν το πρώτο γερμανικό δικαστήριο, που αναγνώρισε στη φύση τη θέση του «υποκειμένου» που έχει «δικαιώματα» (LG Erfurt, Urt. v. 2.8.2024 – 8 O 1373/21). Στις 17 Οκτωβρίου 2024, το ίδιο δικαστήριο εξέδωσε μια νέα απόφαση με εκτενέστερη αιτιολόγηση (LG Erfurt, Urt. v. 17.10.2024 – 8 O 836/22). Η ως άνω απόφαση του LG Erfurt, υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΧΘΔ) και αντλώντας έμπνευση από τη ραγδαία όξυνση της κλιματικής κρίσης, επιχειρεί να θέσει τη βάση για τη θεσμική αναγνώριση ίδιων δικαιωμάτων στη φύση. Η επιχειρηματολογία του δικαστηρίου διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες:
- Η φύση ως προστατευόμενο αντικείμενο που εξελίσσεται σε υποκείμενο δικαίου:
Το LG Erfurt επανακαθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το δίκαιο αντιλαμβάνεται τη φύση, μετατοπίζοντας τη θέση της από αντικείμενο προστασίας σε υποκείμενο δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η αναγνώριση δικαιωμάτων που προστατεύουν τη φύση ως αυτόνομη οντότητα, ανεξάρτητα από την ωφέλεια για τον άνθρωπο. Αυτή η θεώρηση εμπνέεται από τις διεθνείς τάσεις, όπως το παράδειγμα του Ισημερινού, που κατοχύρωσε συνταγματικά τα δικαιώματα της φύσης ήδη το 2008. - Η δυναμική/εξελικτική ερμηνεία του δικαίου ως εργαλείο προσαρμογής:
Το δικαστήριο υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα της φύσης αποτελούν φυσική εξέλιξη του δικαίου, προσαρμοζόμενα στις σύγχρονες οικολογικές προκλήσεις. Αυτή η αντίληψη γειώνεται στη θεωρία της εξελικτικής ερμηνείας, όπου το δίκαιο αναγνωρίζεται ως «ζωντανός οργανισμός», που προσαρμόζεται στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες.
Δογματικά κενά και κριτική προσέγγιση
Παρά την πρωτοποριακή της φύση, η απόφαση αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ζητήματα:
- Ανεπαρκής θεμελίωση στο θετικό δίκαιο:
Η έννοια “φύση” δεν είναι θεσμικά προσδιορισμένη ως υποκείμενο δικαίου στην ηπειρωτική έννομη τάξη. Η επίκληση της ΕΧΘΔ είναι επιδερμική, καθώς η Χάρτα δεν αναγνωρίζει ρητά δικαιώματα στη φύση, ενώ η επιχειρηματολογία για ερμηνευτική εννοιολογική διεύρυνση είναι μάλλον ασθενής. - Προβληματική συγκριτική ανάλυση:
Η επίκληση νομολογίας του Ισημερινού και της Βολιβίας είναι μεθοδολογικά προβληματική, καθόσον αυτές οι χώρες έχουν ενσωματώσει τη φύση ως υποκείμενο δικαίου μέσω συνταγματικών διατάξεων. Η εφαρμογή αυτών των αρχών στο πλαίσιο του γερμανικού αλλά και του ελληνικού δικαίου παρουσιάζει θεμελιώδεις ασυνέπειες. - Κίνδυνος απορρύθμισης και σύγκρουσης δικαιωμάτων:
Η αναγνώριση της φύσης ως υποκειμένου δικαίου δύναται να οδηγήσει σε συγκρούσεις με θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (π.χ. με το δικαίωμα ιδιοκτησίας ή την οικονομική ελευθερία). - Ελλιπής καθορισμός των εννόμων σχέσεων:
Η ένταξη της φύσης στο πεδίο των υποκειμένων δικαίου απαιτεί σαφή προσδιορισμό και οριοθέτηση των εννόμων σχέσεων της με τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Η ασάφεια ενδέχεται να προκαλέσει νομική ανασφάλεια και λειτουργικά προβλήματα στην εφαρμογή.
Η φύση ως υποκείμενο δικαίου: Ένα νέο νομικό παράδειγμα
Ο Michaels υποστηρίζει ότι η αναγνώριση της φύσης ως υποκειμένου δικαίου απαιτεί μια ριζική επαναπροσέγγιση, υπερβαίνοντας τη συμβατική διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου δικαίου. Αυτή η μετάβαση προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός “παραδείγματος πολυπλοκότητας”, όπου η φύση δεν είναι απλώς δικαιούχος δικαιωμάτων αλλά μέρος μιας διαλογικής σχέσης με την κοινωνία. Η εγκατάλειψη της καρτεσιανής αντίληψης του διαχωρισμού ανθρώπου και φύσης είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση ενός νέου νομικού πλαισίου. Ο Michaels τονίζει ότι η ενσωμάτωση των δικαιωμάτων της φύσης απαιτεί θεμελιώδη αναδιάρθρωση της παραδοσιακής ευρωπαϊκής νομικής αντίληψης, η οποία βασίζεται στη διαίρεση υποκειμένου-αντικειμένου, όπως αυτή αποτυπώνεται στη δυτική σκέψη και νομική παράδοση.
Κατευθύνσεις για το μέλλον
Η έννοια του reverse legal transplant — η ανάστροφη υιοθέτηση νομικών αρχών από «αναπτυσσόμενες» προς «ανεπτυγμένες» έννομες τάξεις — αναδεικνύεται ως μια νέα, ενδιαφέρουσα δυναμική στο διεθνές δίκαιο. Εν προκειμένω, η αναγνώριση των δικαιωμάτων της φύσης στη νομολογία του LG Erfurt αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η γερμανική έννομη τάξη επιχειρεί να εισαγάγει αρχές που έχουν ήδη υιοθετηθεί σε χώρες, όπως ο Ισημερινός και η Βολιβία.
Η νομολογία του LG Erfurt αποτελεί ορόσημο σε μια εξελισσόμενη συζήτηση που δύναται να αναδιαμορφώσει θεμελιωδώς το δίκαιο. Η μετάβαση σε ένα μη ανθρωποκεντρικό νομικό μοντέλο απαιτεί:
- Θεσμικές μεταρρυθμίσεις:
Η αναγνώριση της φύσης ως υποκειμένου δικαίου απαιτεί αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο. - Διεπιστημονικό διάλογο:
Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος προϋποθέτει τη συνεργασία νομικών, φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και περιβαλλοντολόγων, ώστε να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο. - Δημιουργία μηχανισμών επίλυσης συγκρούσεων:
Η αναγνώριση δικαιωμάτων στη φύση θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε συγκρούσεις με άλλα δικαιώματα. Η ανάπτυξη μηχανισμών που θα επιτρέπουν τη δίκαιη και ισορροπημένη επίλυση τέτοιων συγκρούσεων είναι κρίσιμη. - Ευρωπαϊκή προσέγγιση:
Μια συντονισμένη ευρωπαϊκή στρατηγική για την αναγνώριση των δικαιωμάτων της φύσης μπορεί να εξασφαλίσει τη συνοχή των ρυθμίσεων και να ενισχύσει την αποδοτικότητα τυχόν μελλοντικών νομικών πρωτοβουλιών στον τομέα αυτό.