Θανάσης Ιωάννου, ΜΔΕ I Συνεργάτης δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com)
Περίληψη: Υπό το καθεστώς του νέου νόμου περί σημάτων η καταχώριση ενός σήματος δεν εξοπλίζεται πλέον με την ασυλία που της αναγνώριζε η νομολογία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος νόμου. Το δίκαιο των σημάτων έχει απομακρυνθεί από το άκαμπτο πρότυπο του τυπικού συστήματος και πλέον προσεγγίζει το ουσιαστικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο άξιος προστασίας κρίνεται μόνο ο επιμελής και ανταγωνιστικά ευσυνείδητος σηματούχος, ο οποίος αφενός χρησιμοποιεί ουσιαστικά το σήμα του στις συναλλαγές, αφετέρου δε αντιδρά εγκαίρως και με τα κατάλληλα νομικά μέσα απέναντι στην παράνομη προσβολή του σήματός του από τρίτους ανταγωνιστές του. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση των προϋποθέσεων της διάταξης του νέου νόμου περί σημάτων για την αποδυνάμωση του δικαιώματος στο σήμα λόγω ανοχής, αλλά και η υπόδειξη της ενδεδειγμένης αντίδρασης απέναντι σε προσβολές του σήματος μιας επιχείρησης προς τον σκοπό της αποφυγής των δυσμενών συνεπειών της αποδυνάμωσης.
- Εισαγωγή
Η πρόσφατη μεταρρύθμιση του δικαίου των σημάτων (η οποία υλοποιήθηκε με τη θέσπιση του ν. 4679/2020), οδήγησε σε μια μερική εγκατάλειψη του άκαμπτου τυπικού συστήματος, το οποίο αρθρώνεται αποκλειστικά γύρω από το τυπικό γεγονός της καταχώρισης μιας ένδειξης στο μητρώο σημάτων, δια της οποίας και αποκτάται το σχετικό δικαίωμα στο σήμα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τη συμπεριφορά του δικαιούχου τόσο κατά το χρονικό διάστημα που προηγείται της καταχώρισης του σήματος όσο, κυρίως, κατά το χρονικό διάστημα που έπεται αυτής. Γι’ αυτό, ο νέος νόμος εισήγαγε ορισμένους θεσμούς που αμβλύνουν την αυστηρότητα του τυπικού συστήματος και ευθυγραμμίζουν το δίκαιο των σημάτων με τη δυναμική του επιχειρηματικού γίγνεσθαι σε ένα σύχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου το δικαίωμα στο σήμα αποβάλλει το ένδυμα του νομικού μονοπωλίου και μετουσιώνεται σταδιακά σε κινητήριο μοχλό του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων προς όφελος του καταναλωτή. Οι θεσμοί αυτοί είναι η ένσταση απόδειξη χρήσης, η ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αλλά και η αποδυνάμωση του δικαιώματος στο σήμα λόγω ανοχής, την οποία και θα αναλύσουμε παρακάτω. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των θεσμών είναι η προσέγγιση του δικαίου των σημάτων προς το ουσιαστικό σύστημα υπό την έννοια ότι πλέον ο σηματούχος είναι άξιος προστασίας μόνο όταν πράγματι χρησιμοποιεί το σήμα του στις συναλλαγές προς διάκριση των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί αυτό, αλλά και όταν αντιδρά εγκαίρως και με τα κατάλληλα νομικά μέσα κάθε φορά που περιέρχεται σε γνώση του τυχόν προσβολή του σήματός του από τρίτους ανταγωνιστές του, δηλαδή όταν κάποιος τρίτος ανταγωνιστής είτε χρησιμοποιεί είτε καταθέτει ενώπιον του Ο.Β.Ι. μεταγενέστερη ένδειξη που είτε ταυτίζεται είτε ομοιάζει με το σήμα του σηματούχου.
Η επιμέλεια και εγρήγορση του σηματούχου σε περίπτωση προσβολής του σήματός του δια της χρήσης ταυτόσημης ή παρόμοιας ένδειξης στις συναλλαγές επιβάλλεται έμμεσα από το νόμο για τα εμπορικά σήματα (και συγκεκριμένα τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4679/2020). Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη «ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος[…]δεν έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση ή να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου καταχωρισμένου στην Ελλάδα σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό χρησιμοποιήθηκε, εφόσον ανέχτηκε εν γνώσει του τη χρήση του σήματος αυτού για περίοδο πέντε (5) συνεχών ετών, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε με κακή πίστη». Συνεπώς, οι προϋποθέσεις για την επέλευση της αποδυνάμωσης των δικαιωμάτων του σηματούχου, οι οποίες μάλιστα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, είναι οι εξής: α) η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος, β) παρέλευση πενταετίας από την καταχώριση, γ) αδιάλειπτη επί πενταετία χρήση του σήματος στις συναλλαγές, δ) γνώση της χρήσης του σήματος και ε) ανοχή της χρήσης του μεταγενέστερου σήματος επί μια πενταετία. Η έλλειψη κακής πίστης κατά την κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος στο μέτρο που διατυπώνεται ως αρνητική προϋπόθεση στη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4679/2020 μπορεί να θεμελιώσει αντένσταση του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος προς απόρριψη της ένστασης αποδυνάμωσης που τυχόν προβάλλει ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος αμυνόμενος κατά αίτησης ακυρότητας ή ανταγωγής ακυρότητας ή αγωγής προσβολής σήματος.
- Οι επιμέρους θετικές προϋποθέσεις της αποδυνάμωσης
2.1.Καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος
Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του ν. 4679/2020 περί αποδυνάμωσης λόγω ανοχής εμπίπτουν καταχωρισμένα μεταγενέστερα σήματα υπέρ των οποίων γίνεται, άλλωστε, κατά κανόνα επίκληση της σχετικής ένστασης είτε στο πλαίσιο αγωγών προσβολής σήματος ή αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων είτε σε διαδικασίες ακυρότητας ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των πολιτικών δικαστηρίων που επιλαμβάνονται των υποθέσεων αυτών κατόπιν άσκησης είτε ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 4679/2020 είτε ανταγωγής ακυρότητας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 38 παρ. 12 του Ν. 4679/2020. Για να εφαρμοστεί, δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 12 απαιτείται ο εναγόμενος σε αγωγή προσβολής ή ο καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ή ο αντεναγόμενος σε ανταγωγή ακυρότητας ή καθ’ ου η αίτηση ακυρότητας να είναι δικαιούχος μεταγενέστερου (σε σχέση με το προγενέστερο δικαίωμα) καταχωρισμένου σήματος.
2.2. Αδιάλειπτη χρήση του σήματος επί μια πενταετία από την καταχώρισή του.
Η αφετηρία της πενταετίας αδιάλειπτης χρήσης του μεταγενέστερου σήματος τοποθετείται στην καταχώρισή του. Πριν την καταχώριση δεν αρχίζει να τρέχει η πενταετία, ενώ τυχόν χρήση που ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της καταχώρισης είναι αδιάφορη για τους σκοπούς της ρύθμισης περί αποδυνάμωσης λόγω ανοχής.
Ως χρήση νοείται η πραγματική χρήση του σήματος στη μορφή με την οποία έχει καταχωριστεί, καθώς και σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, για τις οποίες έχει καταχωριστεί. Επομένως, τυχόν χρήση του μεταγενέστερου σήματος για συναφή προϊόντα ή συναφείς υπηρεσίες, εφόσον δεν έχει καταχωριστεί και για αυτά, δεν καλύπτεται από τη ρύθμιση περί αποδυνάμωσης. Το ίδιο ισχύει και αν το μεταγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται σε μορφή που διαφέρει σε τέτοιο βαθμό από την καταχωρισμένη μορφή του, ώστε να μεταβάλλεται ο διακριτικός του χαρακτήρας. Αυτό σημαίνει ότι εάν το μεταγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί για παράδειγμα για τσάντες χειρός, αλλά χρησιμοποιείται στην πράξη για τη διάκριση ειδών ρουχισμού ή υποδημάτων, αυτή η χρήση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση του προγενέστερου δικαιώματος, παρόλο που τα είδη ρουχισμού και τα υποδήματα ενδέχεται να είναι συναφή με τις τσάντες χειρός. Όσον αφορά, δε, στη μορφή με την οποία το μεταγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται στις συναλλαγές, εάν για παράδειγμα σε κάποιο λεκτικό σήμα προστεθεί ένα περιγραφικό στοιχείο που παραπέμπει σε κάποια ιδιότητα των διακρινόμενων προϊόντων/υπηρεσιών, π.χ. η λέξη «deluxe», τότε η χρήση αυτή του μεταγενέστερου σήματος λογίζεται ως χρήση αυτού στην καταχωρισμένη μορφή του και εντεύθεν ως χρήση δυνάμενη να επιφέρει την αποδυνάμωση του προγενέστερου δικαιώματος. Εάν, όμως, στο ως άνω υποθετικό λεκτικό σήμα «Α» που έχει καταχωριστεί για τσάντες χειρός ο μεταγενέστερος δικαιούχος κατά τη χρήση του στις συναλλαγές προσθέσει μια λέξη που δεν έχει σχέση με τα διακρινόμενα προϊόντα, όπως για παράδειγμα το όνομα του φορέα της επιχείρησης, τότε επειδή η εν λόγω προσθήκη μεταβάλλει τον διακριτικό χαρακτήρα του μεταγενέστερου σήματος, η χρήση του υπό τη μορφή αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση του προγενέστερου δικαιώματος.
Επιπλέον, η αδιάλειπτη πενταετής χρήση του μεταγενέστερου σήματος δεν απαιτείται να προέρχεται από ένα και μόνο πρόσωπο. Κρίσιμη, επομένως, για τους σκοπούς της αποδυνάμωσης είναι τόσο η χρήση που γίνεται από τον αρχικό σηματούχο όσο και από τον διάδοχό του, στον οποίο μεταβιβάστηκε είτε αυτοτελώς το μεταγενέστερο σήμα είτε μαζί με την επιχείρηση, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της οποίας διακρίνει. Ο νόμιμος διάδοχος του αρχικού σηματούχου θα μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση να προσμετρήσει υπέρ αυτού τη χρήση που έχει ήδη πραγματοποιήσει ο δικαιοπάροχός του. Βέβαια, νομικά σημαντική υπό το πρίσμα της αποδυνάμωσης είναι και η χρήση του μεταγενέστερου σήματος που πραγματοποιείται από τον αδειούχο χρήσης αυτού, ο οποίος είτε έχει λάβει συμβατική άδεια χρήσης από τον μεταγενέστερο σηματούχο είτε απλώς χρησιμοποιεί το μεταγενέστερο σήμα δυνάμει άτυπης συγκατάθεσης εκ μέρους του σηματούχου. Οι πιο κλασικές περιπτώσεις αδειών χρήσης σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος στην πράξη απαντούν στα δίκτυα διανομής κάποιου παραγωγού ή και στα δίκτυα franchise (π.χ. αλυσίδες ταχυφαγείων ή πρατηρίων καυσίμου ή καφέ), όπου τα μέλη του δικτύου δεν μπορούν να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους χωρίς την άδεια χρήσης του σήματος του παραγωγού ή προμηθευτή.
2.3. Η προϋπόθεση της θετικής γνώσης του προγενέστερου δικαιούχου
Η αποδυνάμωση των δικαιωμάτων του προγενέστερου σηματούχου ή δικαιούχου προγενέστερου διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού συστήματος προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη συνδρομή θετικής γνώσης στο πρόσωπό του τόσο περί της καταχώρισης του μεταγενέστερου σήματος όσο και περί της χρήσης αυτού. Γνώση του προσώπου του μεταγενέστερου σηματούχου δεν απαιτείται. Επίσης, όταν το μεταγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί για περισσότερα προϊόντα ή περισσότερες υπηρεσίες, η θετική γνώση του προγενέστερου δικαιούχου πρέπει να συντρέχει για κάθε προϊόν και υπηρεσία ξεχωριστά. Ακόμη, εάν ο προγενέστερος δικαιούχος έχει οργανώσει στο πλαίσιο της διάθεσης των προϊόντων του δίκτυο εμπορικών αντιπροσώπων, η τυχόν γνώση της χρήσης του μεταγενέστερου σήματος από κάποιον εμπορικό αντιπρόσωπο σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο αστικό δίκαιο (άρθρο 214 ΑΚ) δεν καταλογίζεται στον προγενέστερο δικαιούχο, καθότι, όπως γίνεται δεκτό, στη συναλλακτική πρακτική ο εμπορικός αντιπρόσωπος ορίζεται για άλλο σκοπό και όχι για να λαμβάνει γνώση της χρήσης του προσβάλλοντος σήματος από τρίτους. Ωστόσο, στην πράξη ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εάν αντιληφθεί ότι κάποιος τρίτος έχει καταχωρίσει και χρησιμοποιεί σήμα που ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα του προμηθευτή αντιπροσωπευομένου, θα υποχρεούται συνήθως δυνάμει ρητού συμβατικού όρου να τον ενημερώσει σχετικά.
Σε κάθε περίπτωση το βάρος απόδειξης της ως άνω γνώσης εκ μέρους του προγενέστερου δικαιούχου το φέρει ο μεταγενέστερος σηματούχος – προσβολέας.
2.4. Η προϋπόθεση της ανοχής της χρήσης του μεταγενέστερου σήματος
Η έννοια της «ανοχής» αποτελεί έννοια ενωσιακής προέλευσης και ως τέτοια πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα και ενιαία στο σύνολο της επικράτειας της Ε.Ε. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όντας εξοπλισμένο με την αποκλειστική αρμοδιότητα της αυθεντικής ερμηνείας των αυτόνομων εννοιών του ενωσιακού δικαίου, στην πολύ πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Heitec (απόφαση της 19ης.05.2022 στην υπόθεση C-466/2020) ερμήνευσε την έννοια της «ανοχής» ως αδράνεια του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού συστήματος, ενώ γνωρίζει τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος ως προς την οποία θα είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί. Τουτέστιν, η ανοχή ισοδυναμεί με παραίτηση από τη λήψη μέτρων που ο προγενέστερος δικαιούχος έχει στη διάθεσή του προκειμένου να αντιμετωπίσει την προσβολή του σήματος ή του διακριτικού του γνωρίσματος. Η ανοχή αυτή πρέπει να διαρκέσει για πέντε συναπτά έτη, προκειμένου να οδηγήσει στην αποδυνάμωση. Εάν, όμως, ο προγενέστερος δικαιούχος έχει είτε χορηγήσει συμβατική άδεια χρήσης στον μεταγενέστερο σηματούχο είτε ρητά ή σιωπηρά παράσχει τη συγκατάθεσή του για τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανοχή καθ’ ο χρόνο η εν λόγω χρήση του μεταγενέστερου σήματος καλύπτεται από άδεια χρήσης ή τη συγκατάθεση του προγενέστερου δικαιούχου, διότι ο τελευταίος δεν έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη νόμιμη χρήση του σήματος ή του διακριτικού του γνωρίσματος από τον μεταγενέστερο σηματούχο.
Για τη διακοπή της ανοχής προς τον σκοπό αποτροπής της επέλευσης των δυσμενών συνεπειών της αποδυνάμωσης, ο προγενέστερος δικαιούχος πρέπει να προβεί σε ενέργειες που εκφράζουν «σαφώς τη βούλησή του να αντιταχθεί στην εν λόγω χρήση και να άρει την φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων του» (απόφαση της της 19ης.05.2022 στην υπόθεση C-466/2020, σκ. 50). Κατά κανόνα δεν αρκεί για τη διακοπή της πενταετούς προθεσμίας αποδυνάμωσης, η επίδοση απλώς εξώδικης δήλωσης διαμαρτυρίας στον μεταγενέστερο σηματούχο, αλλά απαιτείται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον διοικητικής αρχής (λ.χ. ανακοπή ή αίτηση ακυρότητας) ή δικαστηρίου (αγωγή ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων) προ της παρέλευσης της πενταετούς προθεσμίας αποδυνάμωσης. Στο σημείο αυτό, δέον να επισημανθεί ότι η διακοπή της ως άνω προθεσμίας επέρχεται μόνο εάν η τόσο η κατάθεση όσο και η επίδοση του επίμαχου ενδίκου βοηθήματος προς τον μεταγενέστερο σηματούχο – προσβολέα λάβουν χώρα πριν την παρέλευση της πενταετίας.
- Συνέπειες της αποδυνάμωσης
Η επί πενταετία από την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος ανοχή της χρήσης του από τον προγενέστερο δικαιούχο οδηγεί στην αποδυνάμωση των δικαιωμάτων του τελευταίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο προγενέστερος δικαιούχος δεν θα μπορεί να ζητήσει την ακύρωση του μεταγενέστερου σήματος με αίτηση ενώπιον της Διοκητικής Επιτροπής Σημάτων ή ανταγωγή ακυρότητας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (σε περίπτωση που ο μεταγενέστερος σηματούχος ασκήσει αγωγή σε βάρος του), αλλά ούτε και να απογορεύσει τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος με αγωγή ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μάλιστα, στην προαναφερθείσα υπόθεση Heitec έκρινε ότι η επέλευση της αποδυνάμωσης αδρανοποιεί και τις «παρεπόμενες ή συναφείς αξιώσεις, όπως είναι η επιδίκαση αποζημίωσης, η παροχή πληροφοριών ή η καταστροφή των προϊόντων», οι οποίες επί της ουσίας ολοκληρώνουν το νομικό οπλοστάσιο του προγενέστερου σηματούχου έναντι προσβολών των δικαιωμάτων του. Άρα, εάν ο μεταγενέστερος σηματούχος επικαλεστεί επιτυχώς την αποδυνάμωση των δικαιωμάτων του προγενέστερου δικαιούχου λόγω ανοχής, το μεταγενέστερο σήμα αφενός και το προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα του ουσιαστικού συστήματος αφετέρου θα συνυπάρχουν πλεόν στην αγορά, καθότι ο μεταγενέστερος σηματούχος δεν θα μπορεί να απαγορεύσει τη χρήση του αποδυναμωμένου προγενέστερου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού συστήματος (άρθρο 12 ν. 4679/2020).
- Αντί επιλόγου
Η αποδυνάμωση λόγω ανοχής είναι ένας θεσμός του δικαίου των σημάτων που εξορθολογίζει τις αδυναμίες του τυπικού συστήματος και σταθμίζει την ανάγκη προστασίας του προγενέστερου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού συστήματος με την ανάγκη να περιβάλλεται η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος με ασφάλεια δικαίου. Όταν ο προγενέστερος διακιούχος αδρανεί επί μια πενταετία και ανέχεται την προσβολή του δικαιώματός του, ενώ αυτή μάλιστα, έχει περιέλθει σε γνώση του, ο νόμος διασπά την αρχή της χρονικής προτεραιότητας και αδρανοποιεί όλα τα δικαιώματα και τις αξιώσεις που απορρέουν από το προγενέστερο δικαίωμα, επιτρέποντας στον μεταγενέστερο σηματούχο να χρησιμοποιεί το σήμα του στις συναλλαγές, παρόλο που με αυτόν τρόπο καταρχήν προσβάλλει κάποιο προγενέστερο σήμα ή δικαίωμα. Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινιστεί ότι η αποδυνάμωση αναπτύσσει αποτελέσματα μόνο inter partes, ήτοι μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να μπορεί ο προγενέστερος δικαιούχος να ασκήσει τις αξιώσεις του κατά κάποιου άλλου ανταγωνιστή του που καταχώρισε ως σήμα ένδειξη ταυτόσημη ή όμοια με τη δική του, εφόσον ως προς αυτόν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αποδυνάμωσης.
Εν κατακλείδι, η ορθή και ενδεδειγμένη από νομική αλλά και από αμιγώς επιχειρηματική άποψη πρακτική έγκειται στη συνεχή παρακολούθηση της αγοράς και την άμεση αντίδραση, κάθε φορά που διαπιστώνεται η καταχώριση μεταγενέστερου σήματος που προσβάλλει κάποιο προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης του προγενέστερου δικαιούχου. Έτσι, αποτρέπεται αφενός μεν η διαμόρφωση και παγίωση μη αναστρέψιμων για το προγενέστερο δικαίωμα καταστάσεων στην αγορά, αφετέρου δε η επέλευση της αποδυνάμωσης των αξιώσεων που πηγάζουν από το προγενέστερο δικαίωμα λόγω της πενταετούς ανοχής της χρήσης του μεταγενέστερου προσβάλλοντος σήματος. Θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχθεί ότι το νέο δίκαιο σημάτων προστατεύει και επιβραβεύει τον επιμελή και ανταγωνιστικά ευσυνείδητο σηματούχο, ο οποίος όχι μόνο χρησιμοποιεί ουσιαστικά το σήμα του στις συναλλαγές, αλλά και λαμβάνει εγκαίρως τα προσήκοντα μέτρα για την άρση τυχόν προσβολών αυτού.