spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΚοινός Λογαριασμός: Νομολογιακοί Ενδείκτες Προσδιορισμού του Αληθούς Δικαιούχου

Κοινός Λογαριασμός: Νομολογιακοί Ενδείκτες Προσδιορισμού του Αληθούς Δικαιούχου

spot_img
spot_img
spot_img

«Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com)

Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ (mult.), Pgcert, Υποψήφια Δ.Ν.

Περίληψη: Όπως έχουμε εκθέσει και σε προγενέστερο άρθρο μας (βλ. «Πρακτικά Ζητήματα στο Πλαίσιο Κοινού Λογαριασμού Κατάθεσης», Ιούνιος 2020 – εδώ) συνήθης τραπεζική σύμβαση είναι αυτή του ανοίγματος και τήρησης από δύο ή περισσότερα πρόσωπα «κοινού λογαριασμού». Πρόκειται, επί της ουσίας, για καταθετικό λογαριασμό με περισσότερους δικαιούχους, επί του οποίου κάθε δικαιούχος μπορεί να επενεργεί αυτόνομα, καταθέτοντας ή αναλαμβάνοντας χρήματα (ακόμη και το σύνολο του κατατεθέντος ποσού) ή δίνοντας εντολές για μεταφορές ποσών. Στο πλαίσιο τήρησης ενός τέτοιου λογαριασμού οι σχέσεις μεταξύ των δικαιούχων ρυθμίζονται από την εσωτερική τους συμφωνία (δωρεά, δάνειο, εντολή κ.ο.κ.) Τι συμβαίνει, όμως, όταν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει κάτι συγκεκριμένο για τις μεταξύ τους αξιώσεις ή όταν, και κυρίως αυτό, υπάρχει παραβίαση της εσωτερικής συμφωνίας – και ως εκ τούτου αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του αληθούς δικαιούχου – με τον έναν, συνήθως, να αναλαμβάνει μέρος ή σύνολο κατάθεσης η οποία ανήκει σε άλλον συνδικαιούχο. Παρακάτω, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε εν συντομία να αναλύσουμε τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η νομολογία των δικαστηρίων μας προκειμένου να διαμορφώσει κρίση περί του προσώπου στο οποίο ανήκει η επίμαχη κατάθεση στον κοινό λογαριασμό, όταν, φυσικά, υπάρχει δικαστική αμφισβήτηση προς τούτο (διαφωτιστικά, δε, νομολογιακά παραδείγματα αποτελούν, ιδίως, οι σχέσεις μεταξύ συζύγων – συνδικαιούχων).

  1. Εισαγωγή

Ο κοινός λογαριασμός αποτελεί σύμβαση μεταξύ μίας τράπεζας και αντισυμβαλλόμενων πελατών της, με αντικείμενο την κατάθεση χρημάτων σε έναν λογαριασμό, υπό τον όρο ότι χρήση του λογαριασμού θα μπορούν να κάνουν, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας από τους περισσότερους κατονομαζόμενους «συνδικαιούχους», είτε περισσότεροι από αυτούς. Σημειώνεται ότι το τραπεζικό ίδρυμα δεν μπορεί να αρνηθεί την απόδοση των χρημάτων στους δικαιούχους του λογαριασμού και δεν ελέγχει τον αληθή κύριο αυτών.

Στην περίπτωση, δε, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού α) δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση (δάνειο, εντολή, δωρεά κ.ο.κ., βλ. αναλυτικότερα για τις σχέσεις των συνδικαιούχων στο ως άνω προγενέστερο άρθρο μας) ή β) δεν προκύπτουν από την εσωτερική σχέση τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων, σχετικά με το δικαίωμα του κάθε μέρους να στραφεί και να διεκδικήσει από το άλλο το ανήκον σε αυτό ποσό (δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων, όπως χαρακτηριστικά λέγεται),  εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ. Κατά την τελευταία οι συνδικαιούχοι του κατατεθέντος ποσού έχουν δικαίωμα επ’ αυτού, ισομερώς.

Η εν λόγω διάταξη, η οποία έχει επί λέξει: «Αναγωγή μεταξύ δανειστών: Μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές  έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», θεσπίζει, όπως λέγεται, μαχητό τεκμήριο. Αυτό σημαίνει στο απλό παράδειγμα των δύο συνδικαιούχων πώς ο ένας μπορεί να το ανατρέψει  αποδεικνύοντας, με λίγα λόγια, ότι του ανήκει ποσό μεγαλύτερο του 50% ή το σύνολο του κατατεθέντος στο λογαριασμό (διότι, λ.χ., προέρχεται από τη δική τους αποκλειστικά και μόνο επιχειρηματική δραστηριότητα ή εργασία). Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει σχετική αμφισβήτηση το δικαίωμα για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή η τεκμαρτή συμμετοχή (το εκ του εκ του νόμου, δηλαδή, 50% στην περίπτωση των δύο, 1/3 στην περίπτωση τριών κ.ο.κ.).

Με τον τρόπο αυτό ο ενάγων – καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο (αυτό συμβαίνει, στην πράξη, στις περιπτώσεις που ένας εκ των συνδικαιούχων παραβίασε την εσωτερική σχέση, συνήθως την εντολή διαχείρισης του λογαριασμού δίχως δικό του δικαίωμα επί του κατατεθέντος ποσού), απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο (δηλαδή, στην περίπτωση των δύο συνδικαιούχων, δε χρειάζεται να αποδειχθεί η συμμετοχή στον κοινό για το 50%). Τέτοια υποχρέωση συντρέχει στο ίδιο πάντα παράδειγμα για την απόδειξη συμμετοχής μεγαλύτερης από το μισό. Το δικαστήριο, συνεπώς, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας (η οποία μπορεί να υποδεικνύει και έναν μόνο αληθή δικαιούχο του συνόλου του λογαριασμού) και, φυσικά, αν αποδεικνύεται παραβίαση αυτής, καταδικάζει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. 

  1. Οι επιμέρους νομολογιακοί ενδείκτες περί ανεύρεσης του αληθούς δικαιούχου

Κατά την εκδίκαση, συνεπώς, μίας τέτοιας αγωγής τα δικαστήρια, για να καταλήξουν σε ορθή κρίση περί του αληθούς κυρίου του κατατεθέντος ποσού αλλά και για την ορθή εφαρμογή του τεκμηρίου της ισομερούς κατανομής, λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα κάτωθι σημαντικότερα κριτήρια – νομολογιακούς ενδείκτες. Ειδικότερα οι δικαστικές αποφάσεις στηρίζονται:

α) Στο πρόσωπο που προβαίνει σε καταθέσεις στον λογαριασμό και ειδικότερα στη διαχείριση του συνόλου των κινήσεων αυτού, ειδικά αν αυτές συνάδουν και με τα εισοδήματα του και λαμβάνουν χώρα σε κατάστημα πλησίον της εργασίας του δικαιούχου: Έτσι η ΜονΕφΑθ 1760/2021 διαλαμβάνει κρίση κατά την οποία «[…] Από κανένα όμως αξιόλογο αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγόμενης. Αντιθέτως από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος προκύπτει σαφώς ότι, ο επίδικος λογαριασμός τροφοδοτούνταν αποκλειστικά από χρήματα του εναγομένου, ενώ ο ίδιος προσωπικά προέβαινε σε καταθέσεις και εν γένει «κινούσε» τον εν λόγω λογαριασμό. Η ενάγουσα ουδέποτε κατέθεσε κάποιο χρηματικό ποσό, το οποίο να προκύπτει ότι αποτελούσε δικά της χρήματα, δεν περιγράφει εξάλλου ούτε ημεροχρονολογίες, ούτε ποσά, ούτε κάποιο έγγραφο προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού. […] Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι όλες οι καταθέσεις στον λογαριασμό γίνονταν από τον εναγόμενο, προσκομίζονται αποδεικτικά εκάστης κατάθεσης σε πλήθος ημεροχρονολογιών, με τις περισσότερες να γίνονται στο ίδιο υποκατάστημα της τράπεζας [….], το οποίο βρισκόταν πλησίον της εργασίας του, τα, δε, ποσά κυμαίνονται από 200 ευρώ έως 3.362 ευρώ, γεγονός που συνάδει με τη φύση της εργασίας του εναγόμενου και τα εισοδήματα του απ’ αυτήν».

β) Στο πρόσωπο που ασκεί την πιο επικερδή δραστηριότητα και είναι πιθανότερο να αποταμιεύσει κεφάλαιο καθώς το έτερο διέθεσε τα δικά του έσοδα προς κάλυψη των οικογενειακών αναγκών λόγω της μικρής τους αξίας (ιδίως σε περιπτώσεις συζύγων): Με αυτό το κριτήριο η υπ’ αριθμ. 136/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά αποδέχεται ότι « […] Ο ως άνω ισχυρισμός, ωστόσο, δεν ασκεί, εν προκειμένω, κάποια επιρροή διότι τα κατατεθειμένα στους επίμαχους τραπεζικούς λογαριασμούς χρήματα, από τα οποία και αναλήφθηκαν τα επίδικα ποσά, αφορούσαν προσωπικά έσοδα του ενάγοντος προερχόμενα αποκλειστικά από την εκμετάλλευση της ανωτέρω επικερδούς επιχείρησής του, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι στις ανωτέρω καταθέσεις συμμετείχε η εναγόμενη με δικά της χρήματα προερχόμενα από οιαδήποτε πηγή, καθόσον τα αναφερόμενα προσωπικά της εισοδήματα, δεν αποταμιεύθηκαν αλλά διατέθηκαν για τις οικογενειακές ανάγκες».

γ) Στα αληθή εισοδήματα που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία δίχως προσκόλληση σε φορολογικά στοιχεία: Ενδεικτική, εν προκειμένω, η υπ΄αριθμ. 463/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας κατά την οποία λήφθηκε υπ’ όψη το αληθές εισόδημα γεωργού παρά τη συνταξιοδότησή του και τη «φαινομενικά» μη άσκηση αγροτικής δραστηριότητας. Κατά της κρίση αυτής «Η εκκαλούσα-ενάγουσα και ο μετέπειτα αποβιώσας στις 26.10.2006 σύζυγός της […….], είχαν κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο υποκατάστημα των Τρικάλων της [………], τουλάχιστον από το έτος 1997, με αριθμό [……]. στον οποίο αποταμίευαν χρήματα, κυρίως από τις συντάξεις του ΟΓΑ, που λάμβαναν αμφότεροι από το έτος 1998 και από εισοδήματα που είχαν από γεωργικές καλλιέργειες και επιδοτήσεις. Ειδικότερα, η δηλωμένη σύνταξη που λάμβανε η ενάγουσα ανέρχονταν για το έτος 1998 σε 700.000 δραχμές ετησίως, ενώ του συζύγου της [……] σε 518.000 δραχμές ετησίως. Το έτος 1998 ο […….], γεωργός, συνταξιοδοτήθηκε από τον ΟΓΑ, στην πραγματικότητα, όμως, εργάζονταν, ως γεωργός, στα κτήματα, μαζί με τον υιό του, [……] στον οποίο είχε παραχωρήσει αυτά και λάμβανε μέρος των εισοδημάτων από αυτά, αλλά και των επιδοτήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που το ύψος του λογαριασμού κατά τα έτη 1997-1999, έφθασε μέχρι το ποσό των 10.727.890 δραχμών».

δ) Στα παραστατικά που αποδεικνύουν τις καταθέσεις υπέρ των διαδίκων, όπως επιταγές που κατατέθηκαν από συγγενικά πρόσωπα υπέρ αυτών (κυρίως γονικές παροχές):  Με την υπ’ αριθμ. 276/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά κρίθηκαν, συνεπώς, τα ακόλουθα «[…] Ως προς το ποσό των 18.850 ευρώ, που αναλήφθηκε από τον αρχικό κοινό λογαριασμό των διαδίκων αποδείχθηκε ότι α) ποσό 5.000 ευρώ ανήκε στον εκκαλούντα, όπως, άλλωστε, συνομολογείται και από την εφεσίβλητη,  η οποία προσκομίζει και το σχετικό παραστατικό της τράπεζας και β) το υπόλοιπο, δε, ποσό των 13.841,46 ευρώ άνηκε στην εφεσίβλητη, προήλθε, δε, από δωρεές του πατέρα της [….] και συγκεκριμένα, 3.500 ευρώ στις 20.8.2010,  2.000 ευρώ στις 4.4.2011, 1.000 ευρώ με την κατάθεσή της [ …] ισόποσης  επιταγής της τράπεζας [….], 3.000 στις 30.5.2011 και 4.341,46  ευρώ στις 22.8.2011, με την κατάθεση  της […. ] ισόποσης  επιταγής της τράπεζας [….]».

ε) Στις, τυχόν, συμφωνίες που είχαν λάβει χώρα μεταξύ των συνδικαιούχων ως προς τη διαχείριση και τις εκατέρωθεν αξιώσεις επί των λογαριασμών σε ανύποπτο χρόνο: Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εν προκειμένω, η  υπ΄αριθμ. 168/2018  απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών η οποία διαλαμβάνει την εξής κρίση «Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η με το προαναφερόμενο περιεχόμενο εξώδικη συμφωνία των διαδίκων φέρει  τα χαρακτηριστικά της σύμβασης  συμβιβασμού, όπως η έννοια  αυτής αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη στην παράγραφο  VI της παρούσας, η οποία σύμβαση οδηγεί στην οριστική επίλυση των προαναφερθεισών διαφορών τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επίδικες. Ειδικότερα, αμφότεροι οι διάδικοι με τις ανωτέρω αμοιβαίες υποχωρήσεις τους από τις εκατέρωθεν απαιτήσεις τους, συμφώνησαν, στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης συμβιβασμού, ότι με την καταβολή ποσού 61.628 ευρώ στον ενάγοντα, ρυθμίζονται και διακανονίζονται πλήρως όλες οι οικονομικές διαφορές τους, δηλώνοντας ρητά και κατηγορηματικά ότι παραιτούνται από οιαδήποτε άλλη μεταξύ τους αξίωση, είτε έχει αχθεί στο Δικαστήριο είτε όχι, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, καθώς και ότι ουδεμία πλέον αξίωση υφίσταται μεταξύ τους. Συνεπώς, κατά παραδοχή της παραδεκτώς προβληθείσας από την εναγόμενη σχετικής (ανατρεπτικής) ένστασης συμβιβασμού, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ένδικη αγωγή του … περί συμμετοχής στο ποσό του επίδικου κοινού λογαριασμού».

στ) Στο είδος της εργασίας των δικαιούχων, στα δηλωθέντα ποσά των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων, τα οποία, λόγω της έλλειψης ικανής αποκλίσεως καθώς και αποκρυστάλλωσης ιδιαίτερης εσωτερικής συμφωνίας των  μερών, οδήγησαν στην εφαρμογή του τεκμηρίου του 50% (βλ. ενδεικτικά ΜονΕφΑθ 1553/2020).

ζ) Σε, τυχόν, εξώδικες δηλώσεις των συνδικαιούχων περί του αληθούς δικαιούχου των κεφαλαίων: Γενικότερα οι εξώδικες δηλώσεις των συνδικαιούχων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους ακόμη και σε ανύποπτό χρόνο λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ορθή κρίση του δικαστήριο καθώς αναμφίβολα αποτυπώνουν την αληθή βούληση των διαδίκων ως προς τον δικαιούχο των λογαριασμών.  Στην ΑΠ 2032/2017 διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα «Από τη συμφωνία αυτή που αφορά τη ρύθμιση των εσωτερικών σχέσεων των συνδικαιούχων του λογαριασμού, αναφορικά με την έκταση του δικαιώματος της εναγομένης επί του επίδικου λογαριασμού, προκύπτει ότι η εναγομένη δεν είχε δικαίωμα να κάνει χρήση του λογαριασμού (αναλήψεις), άνευ ρητής εντολής των ανωτέρω. Έκτοτε ο παραπάνω λογαριασμός τροφοδοτήθηκε από τα μισθώματα του ακινήτου του Ν. Σ. στην Ηλιούπολη και από τα εισοδήματα αυτού και της ενάγουσας, από την εργασία τους στην Αυστραλία, τα οποία εισήγαγαν στην Ελλάδα. Απεναντίας η εναγομένη ουδέποτε κατέθεσε δικά της χρήματα στο εν λόγω λογαριασμό, όπως τούτο προκύπτει από την ομολογία της ιδίας που περιέχεται στην από 5/5/2007 εξώδικη απάντησή της προς την ενάγουσα, στην οποία αναφέρει “ουδέποτε ήμουν αποδέκτρια των χρημάτων του αδελφού μου και συζύγου σας αλλά τυπικά καταθέτρια αυτών“. Η εναγομένη ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μεταβίβαση του παραπάνω ακινήτου από τη Μ. Σ. στους γιούς της έγινε χωρίς αντάλλαγμα και έτσι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και προς εξασφάλιση των γονέων τους, υπήρξε συμφωνία μεταξύ όλων των αδελφών να διατίθενται τα μισθώματα του παραπάνω ακινήτου για την κάλυψη των αναγκών των ηλικιωμένων γονέων τους και μετά το θάνατο του πατρός τους για τη γηραιά πεθερά της ενάγουσας και γι’ αυτό τέθηκε η εναγομένη ως συνδικαιούχος του λογαριασμού …».

η) Στο είδος των συναλλαγών, αν δηλαδή αυτές συνίστανται σε διάφορα ποσά με δεκαδικά ψηφία ή αποτελούν αυτό που θα λέγαμε καταθέσεις με «στρογγυλά» ποσάΣτην πρώτη περίπτωση η κίνηση μαρτυρεί, κατά τη νομολογία, επαγγελματικό και όχι αποταμιευτικό λογαριασμό με αποτέλεσμα να λαμβάνεται, κατά κύριο λόγο υπ’ όψιν, η επαγγελματική δραστηριότητα των δικαιούχων που δικαιολογεί τέτοιες καταθέσεις: Επ’ αυτού του κριτήριου διαφωτιστικά είναι  τα όσα εκτίθενται στην ΕφΚερκ 103/2013 κατά την οποία «Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων που έγιναν με το νόμισμα του ευρώ εμφανίζει δεκαδικά ψηφία, όπως και ενδεικτικά 48,10 – 25,60 – 128,20 – 236,10 – 474,70 – 233,20 – 229,80 – 233,20 – 32,60 – 31,20 – κ.ο.κ., στοιχείο από το οποίο αβίαστα προκύπτει ότι αυτές αφορούσαν αμοιβές πελατών της εναγόμενης και σε καμία περίπτωση αποταμιευτικές καταθέσεις […]. Το Δικαστήριο, συνεπώς, δεν πείθεται από το ισχυρισμό του ενάγοντος ότι ο εν λόγω λογαριασμός είχε το χαρακτήρα του αποταμιευτικού και ότι λειτούργησε στο πλαίσιο της οικογενειακής οικονομίας, πολύ, δε, περισσότερο ότι στον ίδιο το λογαριασμό και με σκοπό την οικονομία, κατέθετε και ο ίδιος χρήματα με την έννοια του δικαιώματος επ’ αυτών».

θ) Ειδικότερα στις συμφωνίες κατά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης καθώς και στην, εν γένει, έλλειψη έγκρισης μεταφοράς ποσών που κατέτειναν στην εφαρμογή του τεκμηρίου 50% – 50%: Ενδιαφέρον παρουσιάζει αναφορικά με τον εν λόγω κριτήριο η υπ΄αριθμ. 2249/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά την οποία «Περαιτέρω οι διάδικοι συμφώνησαν μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ότι η εναγομένη θα αναλάμβανε χρήματα από τους άνω λογαριασμούς μόνο κατόπιν προηγούμενης έγκρισης και εντολής του ενάγοντος. Κατά την αναχώρηση του τελευταίου από τη συζυγική οικία στις 24.2.2006 μετά από σχετική συμφωνία των διαδίκων, τα ομόλογα που είχαν επενδύσει πωλήθηκαν και αυτοί μοιράστηκαν το ως άνω ποσό κατ’ ίσα μέρη, αφού όπως προκύπτει από την κίνηση του Α κοινού λογαριασμού τους, το ποσό των 38.997,35 ευρώ μεταφέρθηκε σε ατομικό λογαριασμό της εναγομένης, ενώ για το υπόλοιπο ισόποσο ποσό αυτή εξέδωσε μια επιταγή σε διαταγή του ενάγοντος, την οποία αυτός εισέπραξε, όπως συνομολογεί. Στη συνέχεια ο ενάγων διαπίστωσε ότι η εναγομένη, ενεργώντας κατά παράβαση της εσωτερικής τους σχέσης και συμφωνίας, δηλαδή χωρίς την έγκριση και εντολή του στις 8.7.2005 εξέδωσε επιταγή ποσού 20.000 ευρώ, σε διαταγή της ιδίας, σε χρέωση του τηρούμενου στην ίδια τράπεζα Α κοινού λογαριασμού τους, το ποσό της οποίας, όπως αυτή συνομολογεί, κατέθεσε στον ατομικό της λογαριασμό, που διατηρεί, ο οποίος τροφοδοτούνταν από τα μισθώματα της πατρικής της οικίας, τα οποία η ίδια εισέπραττε [….] Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη ανέλαβε χωρίς έγκριση του ενάγοντος από τους προαναφερόμενους κοινούς λογαριασμούς τους το ποσό των 71.332,42 ευρώ. Επομένως ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει από αυτήν το μισό του αναληφθέντος ποσού, δηλαδή το ποσό των 35.666,21 ευρώ, δηλαδή η εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 35.666,21 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 30.000 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της κριθείσας αγωγής».

  1. Αντί επιλόγου

Από την παραπάνω επισκόπηση της νομολογίας προκύπτει ότι η σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού είναι συνήθης και παρατηρείται ιδίως, μεταξύ συγγενικών προσώπων (κατά πλειοψηφία συζύγων ή γονέων και τέκνων), στηρίζεται, δε, κατά κανόνα στη σχέση εμπιστοσύνης που, κατά τεκμήριο, διέπει τους ως άνω συγγενικούς δεσμούς. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που οι οικείες σχέσεις διαταράσσονται οδηγώντας, πολύ συχνά, σε αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του αληθούς δικαιούχου και σε δικαστική διαμάχη των συνδικαιούχων μερών. Ωστόσο, η ως άνω σταχυολόγηση των κριτηρίων της νομολογίας των δικαστηρίων προς διαμόρφωση δίκαιης κρίσης για το πρόσωπο του δικαιούχο καταδεικνύει ότι 1ον) λαμβάνει χώρα ουσιαστικός έλεγχος κάθε δεδομένου (φορολογικά στοιχεία, αληθή εισοδήματα προκύπτοντα, εν γένει, από την αποδεικτική διαδικασία, είδος επαγγέλματος και κερδοφορία επιχειρήσεων, συμφωνίες των μερών, προσκομιζόμενα αποδεικτικά συναλλαγών, είδος και ύψος καταθέσεων, εξώδικες δηλώσεις και παλαιότερα δικόγραφα μερών κ.ο.κ.) και ότι 2ον) ο σωστός νομικός χειρισμός μέσω της ορθής συλλογής και παράθεσης του κατάλληλου αποδεικτικού υλικού οδηγεί σε αποδοχή των ενδίκων βοηθημάτων των αληθών δικαιούχων. 

H Χριστίνα Καπουράνη είναι δικηγόρος και Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία  «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).

spot_img

Lawjobs