Με την εν λόγω διάταξη περί απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει θέση, μεταξύ άλλων, επί του καινοφανούς ζητήματος της σχέσης μεταξύ της αρχής του άμεσου αποτελέσματος και της προϋποθέσεως του παραδεκτού που αφορά τον άμεσο επηρεασμό φυσικού ή νομικού προσώπου από απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή ακυρώσεως
δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης μεταρρύθμισης στον τομέα της δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της διαφθοράς στη Ρουμανία, η οποία από το 2007 παρακολουθείται, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου (ΜΣΕ). Ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος θεσπίστηκε με την απόφαση 2006/928 1, αποσκοπούσε στην παρακολούθηση των μεταρρυθμίσεων στις οποίες προέβαινε η Ρουμανία για την επίτευξη των στόχων αναφοράς που καθορίζονταν στο παράρτημα της εν λόγω
απόφασης (στο εξής: στόχοι αναφοράς). Οι στόχοι αυτοί είχαν τεθεί προκειμένου να ολοκληρωθεί η προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ένωση, με την αντιμετώπιση των ελλείψεων που είχε διαπιστώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από την προσχώρηση. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2023 η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ρουμανία είχε επιτύχει τους εν λόγω στόχους, εξέδωσε την απόφαση 2023/1786 2 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), για την
κατάργηση της απόφασης 2006/928, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τέλος στον ΜΣΕ.
Η Asociația Inițiativa pentru Justiție, επαγγελματική ένωση Ρουμάνων εισαγγελέων, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του κράτους δικαίου στη Ρουμανία, προσέβαλε την εν λόγω απόφαση περί κατάργησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι η κατάργηση του ΜΣΕ θα επηρεάσει άμεσα τα μέλη της, καθόσον, ελλείψει του μηχανισμού αυτού, θα είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε
παράνομες πειθαρχικές ενέργειες. Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, θεωρώντας ότι η απόφαση δεν αφορά άμεσα ούτε την προσφεύγουσα ένωση ούτε τα μέλη της.
Με τη διάταξή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς ούτε ιδίω ονόματι ούτε εξ ονόματος των εισαγγελέων των οποίων τα συμφέροντα υπερασπίζεται.
Στο πλαίσιο της ανάλυσης του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα επί της καταστάσεως των εισαγγελέων μελών της προσφεύγουσας ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εκ προοιμίου ότι, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση κατήργησε την απόφαση 2006/928, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του περιεχομένου της απόφασης 2006/928, καθώς και του νομικού και πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη
απόφαση μπορεί να παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα επί της καταστάσεως των Ρουμάνων εισαγγελέων μόνον εφόσον η απόφαση 2006/928 μπορούσε να παράγει τέτοια αποτελέσματα.
Αυτό όμως δεν ισχύει. Πράγματι, από την απόφαση 2006/928 προκύπτει ότι τα αποτελέσματά της περιορίζονταν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και της Ρουμανίας, χωρίς η απόφαση αυτή να αφορά άμεσα ή έμμεσα τους ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελέων. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εν λόγω απόφαση δεν χορήγησε κανένα δικαίωμα στα μέλη της προσφεύγουσας και, ως
εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεώς τους.
Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το άμεσο αποτέλεσμα των στόχων αναφοράς 3 δεν σημαίνει, αφ’ εαυτού, ότι οι εν λόγω στόχοι περιλάμβαναν κατ’ ανάγκην αντίστοιχα δικαιώματα για τους εισαγγελείς, τα οποία αυτοί θα μπορούσαν να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Προς στήριξη της ως άνω εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι το Δικαστήριο εξέτασε το άμεσο αποτέλεσμα των στόχων αναφοράς, όχι σε σχέση με τα δικαιώματα και/ή τις υποχρεώσεις που γεννώνται για τους ιδιώτες 4, αλλά υπό το πρίσμα του ότι η αρχή του άμεσου αποτελέσματος περιλαμβάνει επίσης την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή εθνική νομολογία αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.
Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το άμεσο αποτέλεσμα των στόχων αναφοράς δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι οι ιδιώτες δύνανται να προσβάλουν την κατάργηση των στόχων αυτών, χωρίς να αποδείξουν ότι η κατάργηση επηρεάζει, αφ’ εαυτής, άμεσα και ατομικά τη νομική θέση τους, όπερ δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.
Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση 2006/928 δεν αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα και, κατά συνέπεια, δεν την αφορούσε ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή. Τούτου λεχθέντος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, παρά την κατάργηση της απόφασης 2006/928 για τη θέσπιση του ΜΣΕ, οι εισαγγελείς κατά των οποίων έχουν κινηθεί πειθαρχικές διαδικασίες μπορούν πάντοτε να επικαλεστούν τη δικαστική προστασία που τους παρέχει το δίκαιο της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 19 ΣΕΕ.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν πρέπει να καταλήγει στη μη εφαρμογή των προϋποθέσεων που ρητώς προβλέπουν οι Συνθήκες.