Θεόδωρου Γ. Ψυχογυιού, Επίτ. Αντιπροέδρου ΝΣΚ
Ι. Πρόλογος
- Είναι ευρέως γνωστό ότι η χώρα μας αποτελεί τον ουραγό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι έχει να κάνει με την ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, παρά τη σχετική βελτίωση των επιδόσεών της κατά τα τελευταία χρόνια (βλ. τα σχετικά στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών από το EU Justice Scoreboard της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).
- Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί εις βάρος μας αιτιάσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απαράδεκτα καθυστερημένη απονομή της Δικαιοσύνης, ενώ είναι πολυάριθμες οι καταδίκες της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Ε.Δ.Δ.Α.[1] (και ήδη, μετά το ν. 4055/12, από τα ημεδαπά δικαστήρια), λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης. Ανέκαθεν, αλλά κυρίως τα τελευταία χρόνια, διεξάγονται στη χώρα μας, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο, ατέλειωτες συζητήσεις (χωρίς, μάλιστα, να λείπουν οι έντονες αντεγκλήσεις), ως προς τις αιτίες και τις ενδεδειγμένες λύσεις του προβλήματος αυτού, ενόψει και των σοβαρών αρνητικών επιπτώσεών του τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία.
- Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι σημερινό, ούτε καν πρόσφατο. Αν ανατρέξουμε σε σχετική βιβλιογραφία, σε δημοσιεύσεις του τύπου ή σε άρθρα νομομαθών του παρόντος αιώνα αλλά και του 20ου, ή ακόμη και του 19ου αιώνα, θα διαπιστώσουμε τη διαχρονική και έντονη παρουσία του προβλήματος στο νεοελληνικό κράτος[2]. Επί πλέον, εάν αναδιφήσουμε τη σχετική νομοθεσία, θα δούμε με έκπληξη αναρίθμητα νομοθετήματα που, κατά καιρούς, αποπειράθηκαν να θεραπεύσουν τη δυσίατη αυτή παθογένεια του υφιστάμενου συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, κατά κανόνα, όμως, με πενιχρά αποτελέσματα[3].
Έτσι, είναι κοινός τόπος ότι οι δυσάρεστες συνέπειες, που προκαλούνται από την εν λόγω παθογένεια στην κοινωνία και οικονομία της χώρας, εξακολουθούν να είναι παρούσες μέχρι και σήμερα, γεγονός που απαιτεί την άμεση λήψη αποτελεσματικών μεταρρυθμιστικών μέτρων για την εξάλειψή τους ή, έστω, για τον δραστικό περιορισμό τους.
ΙΙ. Η απονομή της Δικαιοσύνης από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόβλημα, που μόλις περιγράψαμε, είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό, εκτεινόμενο σε όλο το φάσμα των υφιστάμενων δικαιοδοσιών του δικαστικού μας συστήματος. Ωστόσο, στο παρόν σύντομο σημείωμα θα μας επιτραπεί να εστιάσουμε την έρευνα του ζητήματος μόνο στην απονομή της Διοικητικής Δικιαιοσύνης και ειδικότερα στο δικαιοδοτικό έργο του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο εκδικάζει πολύ σοβαρές υποθέσεις, για τις οποίες, δυστυχώς, παρατηρούνται, διαχρονικά, φαινόμενα μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης.
- Ως γνωστόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), ως ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, έχει υπό τη δικαιοδοσία του σημαντικότατες υποθέσεις, οι οποίες άπτονται δικαιωμάτων και συμφερόντων τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Συγκεκριμένα, εκτός των άλλων, το ΣτΕ αποφαίνεται σε αναιρετικό επίπεδο για υποθέσεις φορολογικού, τελωνειακού και ασφαλιστικού Δικαίου, αλλά και επί διαφορών αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των ΝΠΔΔ (άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Επί πλέον, ασκεί ακυρωτική αρμοδιότητα επί ποικίλων διοικητικών πράξεων, τόσο ατομικών όσο και κανονιστικών, ενώ ιδιαιτέρως σημαντική είναι και η, εκ μέρους του, εξέταση της νομιμότητας διοικητικών πράξεων σε σχέση με τη θεσμική προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, γεγονός που παρέχει στο Δικαστήριο την ακυρωτική αρμοδιότητα επί λίαν σημαντικών αναπτυξιακών έργων ή δράσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
- Είναι αυτονόητο ότι η ταχεία δικαστική εκκαθάριση όλων των πιο πάνω υποθέσεων έχει καίρια σημασία τόσο για τους ιδιώτες, όσο κυρίως για τη δημοσιονομική πορεία της χώρας, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος, την οικονομική κατάσταση των Ο.Τ.Α., αλλά και για την εν γένει αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, αφού επηρεάζει καθοριστικά όχι μόνο τα δημόσια έσοδα, αλλά και τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, που αποτελούν «sine qua non» για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που η καθυστερημένη δικαστική εκκαθάριση των σχετικών διαφορών απετέλεσε την αιτία για την αποθάρρυνση ή τη μεγάλη χρονική μετάθεση αναπτυξιακών επενδυτικών πρωτοβουλιών ιδιαίτερης σημασίας (π.χ. δημιουργία παραγωγικών μονάδων, ανέγερση ξενοδοχείων κλπ.), επί μεγίστη ζημία της εθνικής οικονομίας.
- Ωστόσο, ήταν και είναι κοινή διαπίστωση ότι η απονομή της Δικαιοσύνης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πόρρω απείχε από το να έχει την εύλογη και επιθυμητή ταχύτητα, παρά τις αλλεπάλληλες και επίμονες νομοθετικές παρεμβάσεις για την ελάφρυνση του συγκεκριμένου Δικαστηρίου από τον όγκο των συσσωρευμένων υποθέσεων (εκτός άλλων, βλ. και τους νόμους 2298/1995, 2721/1999, 3900/2010, 4055/2012, 4714/2020 κ.λπ.)[4].
5. Αναρίθμητες αναβολές επί αναβολών, κυρίως εξ αιτίας της μη έγκαιρης κατάθεσης της εισήγησης από τον ορισθέντα εισηγητή της υπόθεσης, ήταν και είναι φαινόμενο συνηθέστατο, που, αναπόφευκτα, ρίχνει βαρειά τη σκιά του στην εικόνα αλλά και στο κύρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρά την εγνωσμένη επιστημονική κατάρτιση των λειτουργών του. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι οι δέκα ή ακόμη και δέκα πέντε αναβολές δεν εθεωρούντο ασύνηθες γεγονός, ακόμη και σε υποθέσεις με σημαντικό νομικό, κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον, ενώ στη συνέχεια περνούσαν και αρκετά χρόνια μέχρι τη δημοσίευση και θεώρηση της δικαστικής απόφασης. Πάντως, είναι αλήθεια ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, υπήρξε κάποια πρόοδος ως προς την ταχύτερη εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων[5], αφού το ενδιαφέρον του νομοθέτη εστιάστηκε κυρίως στη μείωση της χρονικής απόστασης από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου έως την εκδίκασή του.
- Παραδόξως, όμως, το μόνον επιθυμητό αποτέλεσμα, τόσο για τους διαδίκους οσο και για την ελληνική κοινωνία, εν γένει, που δεν είναι άλλο από την ταχεία δημοσίευση και θεώρηση της δικαστικής απόφασης, δεν έχει, εν πολλοίς, επιτευχθεί, μέχρι σήμερα στον δέοντα βαθμό. Ασφαλώς, οι διάδικοι δεν ενδιαφέρονται, απλώς, για την ταχύτερη εκδίκαση της υποβαλλόμενης αίτησής τους για δικαστική προστασία, αλλά για το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή αξιώνουν δικαίως να έχουν, σε εύλογο χρόνο, στα χέρια τους τη δικαστική απόφαση, που τέμνει την εκκρεμή διαφορά, αφού η δικαστική προστασία δεν πραγματώνεται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά κατά τη δημοσίευση, θεώρηση και διάθεση της απόφασης στα διάδικα μέρη. 7. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι και σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία, ως κρίσιμο χρονικό διάστημα για την επιδίκαση αποζημίωσης, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επόμ. του ν. 4055/12, θεωρείται το διάστημα, που μεσολαβεί από την άσκηση του ενδίκου μέσου, έως τη δημοσίευση της απόφασης (ολΣτΕ 980/17, 4467/12, ΣτΕ 610/22, 271/21, 3419/17, 2509-10/16), αλλά και αυτό, που μεσολαβεί μέχρι και την καθαρογραφή, θεώρηση και υπογραφή της απόφασης, όταν τίθεται ζήτημα εκτέλεσης αυτής (ΣτΕ 611/22, 1490/17, 213, 214/14), δηλαδή, όταν είναι δυνατή η λήψη αντιγράφου από τον ενδιαφερόμενο διάδικο[6].
ΙΙΙ. Ως προς την καθυστέρηση δημοσίευσης και θεώρησης των αποφάσεων.
- Είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καθυστερημένη δημοσίευση και θεώρηση της απόφασης, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, άρα, κατ’ αποτέλεσμα, η μη έγκαιρη επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς, έχει καταστήσει τη δικαστική προστασία όλως ανεπίκαιρη και αλυσιτελή, δηλαδή, εν τέλει, τη βλάβη του νικήσαντος διαδίκου μη αναστρέψιμη, ως μία μορφή «πύρρειας νίκης».
- Κατά κοινή διαπίστωση, η «αφανής» αυτή πτυχή του προβλήματος της μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν έχει απασχολήσει τον Έλληνα νομοθέτη στον προσήκοντα βαθμό, αφού, ως ελέχθη, η προσοχή του εστιάστηκε, κυρίως, στη συντόμευση του προδικαστικού σταδίου των εκκρεμών διαφορών[7]. Ωστόσο, η κοινωνία και η οικονομία ελάχιστα ενδιαφέρονται αν οι αιτίες για την καθυστέρηση της απονομής της Δικαιοσύνης εντοπίζονται σε στάδιο πριν ή μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά εκείνο που διακαώς επιθυμούν αμφότερες είναι η δίκαιη και χωρίς καθυστερήσεις εκκαθάριση των εκκρεμών δικαστικών διαφορών.
- Εάν, μάλιστα, στην καθυστέρηση εκδίκασης της αίτησης δικαστικής προστασίας και δημοσίευσης της απόφασης προσθέσουμε και τον όλως «αφανή» χρόνο, ο οποίος απαιτείται για την καθαρογραφή, τη θεώρηση και την υπογραφή της και ο οποίος, δυστυχώς, εκτείνεται σε πάρα πολλούς μήνες (ή ακόμη και χρόνια), τότε έχουμε μία ανάγλυφη εικόνα πλήρους, εν τοις πράγμασι, καταρράκωσης της βασικής αρχής, που αναμφίβολα κατοχυρώνεται στα πλαίσια των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ήτοι της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, χωρίς την οποία η δικαστική προστασία προσλαμβάνει, απλώς, «πλατωνικό» χαρακτήρα[8].
-
Δεν πρέπει να λησμονείται, άλλωστε, ότι η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί και γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πράγμα που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (αντί πολλών, βλ. απόφ. Δ.Ε.Ε. Απόφαση Unibet της 13.3.2007, C- 432/2005, σκέψη 37), ως και με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. απόφ. ΔΕΕ της 21.12.2021, C-497/20, σκέψεις 46, 56 επ., επίσης βλ. ΣτΕ 725, 444, 147/22 κ.ά.).
-
Ωστόσο, μετά από μία σύντομη αναδίφηση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των αποφάσεων, που δημοσιεύτηκαν αρκετά χρόνια όχι μόνον μετά την κατάθεση ή τη συζήτηση του ενδίκου μέσου, αλλά ακόμη και μετά το πέρας της διάσκεψης του Δικαστηρίου, κάτι που θεωρείται τουλάχιστον ανεξήγητο, αφού το πέρας της διάσκεψης σηματοδοτεί και την οριστικοποίηση της ερμηνευτικής θέσης του Δικαστηρίου επί των ζητημάτων της συζητηθείσης υποθέσεως[9].
-
Έτσι, δεν είναι διόλου ευάριθμες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες αποφάσεις του ΣτΕ δημοσιεύτηκαν μετά από τρία, τέσσερα ή πέντε –ενίοτε δε και περισσότερα- χρόνια[10] από τη διάσκεψη, στα οποία, αν προστεθεί και ο αναφερθείς χρόνος της καθαρογραφής, θεώρησης κλπ., είναι προφανές ότι η δικαστική προστασία έχει σαφώς απολέσει κάθε ίχνος αποτελεσματικότητας και δεν εκπληροί επουδενί το κρίσιμο desideratum του συνταγματικού νομοθέτη και της Ε.Σ.Δ.Α. για ταχεία και αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης.
-
Το προπεριγραφόμενο πρόβλημα αναγνωρίζεται πλήρως και από το ίδιο το ΣτΕ, δεδομένου ότι, με σωρεία αποφάσεών του, μετά την ισχύ του ν. 4055/2012[11], έχει καταδικάσει το Δημόσιο σε καταβολή αποζημιώσεων υπέρ ιδιωτών διαδίκων, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας τής, ενώπιόν του ίδιου Δικαστηρίου, διεξαχθείσης δίκης! Δηλαδή, μέσω του δημοσίου ταμείου, καλείται η κοινωνία, η οποία υφίσταται τις συνέπειες από την καθυστέρηση της Δικαιοσύνης, να πληρώσει και αποζημιώσεις, δια των αποφάσεων του ίδιου του καθυστερήσαντος Δικαστηρίου! Ουδέν περαιτέρω σχόλιο.
IV. Επίμετρο.
- Είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι οι αναφερθείσες χρονικές καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν και μάλιστα σε μια εποχή, που η κοινωνική, οικονομική και τεχνολογική πραγματικότητα απαιτούν ταχύτατες απαντήσεις στα σοβαρά ζητήματα που άγονται στην κρίση της Δικαιοσύνης και δη σε ανώτατο επίπεδο. Μία αποτελεσματική θεσμική παρέμβαση προς θεραπεία του προβλήματος είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ, ως βασική προτεραιότητα της Ελληνικής Πολιτείας, χωρίς, όμως, η παρέμβαση αυτή να προκαλέσει– άμεσους ή έμμεσους- περιορισμούς στο ευλαβικά προστατευτέο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας.
- Ειδικά, ως προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, πιστεύω ότι, πλην άλλων παρεμβάσεων, επιβάλλεται και η γενναία αύξηση του αριθμού των λειτουργών του, ως και η μεταφορά στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια διαφορών ήσσονος σημασίας (π.χ. η αρμοδιότητα προς ακύρωση άρνησης της Διοίκησης για τη χορήγηση κάποιου εγγράφου)[12].
Ανεξάρτητα, όμως, από τις επιβαλλόμενες θεσμικές παρεμβάσεις του νομοθέτη, θεωρώ ότι το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο οφείλει να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος του, μεριμνώντας, πάση δυνάμει, για την εξάλειψη των μακρών και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων, ούτως ώστε η επιτέλεση του σπουδαίου δικαιοδοτικού έργου του να καταστεί έγκαιρη και αποτελεσματική.-
[1] Μόνο το 2011 η χώρα μας καταδικάστηκε συνολικά σε πενήντα (50) υποθέσεις για υπερβολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.
[2] Αντί πολλών, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω εδώ το αξιόλογο βιβλίο του νυν Συμβούλου ΣτΕ Παν. Τσούκα «Ο ασάλευτος χρόνος της Δικαιοσύνης» και το επίσης αποκαλυπτικό βιβλίο του καθηγητή Γ. Δελλή «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας (Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης)». Λίαν εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος αναπτύσσεται και στο άρθρο του νυν Συμβούλου ΣτΕ Βασ. Ανδρουλάκη, «Η επίκαιρη παροχή δικαστικής προστασίας στη διοικητική δικαιοσύνη: Μια συνεχής αναζήτηση» (ΘΠΠΔ 2015, σελ. 1 επόμ.). Θα ήταν, όμως, παράλειψή μου να μην αναφερθώ και στο κλασσικό πεζογράφημα του αείμνηστου Μένη Κουμανταρέα «Ο ωραίος λοχαγός», όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα το πρόβλημα της αναποτελεσματικότητας της ακυρωτικής δικαστικής προστασίας από τη δεκαετία του 1960.
[3] Σημειώνεται ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του Δικαστή αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα (βλ. άρθρ. 91 ν. 1756/88 και ήδη άρθρ. 109 ν. 4938/22), ως και λόγος μη προαγωγής αυτού, ενώ, αντιθέτως, η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης αποτελεί απαραίτητο ουσιαστικό προσόν για την προαγωγή του στις ανώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (άρθρ. 49 ν. 1756/88 και ήδη άρθρ. 59 ν. 4938/22).
[4] Ασφαλώς, η επιβάρυνση του Δικαστηρίου οφείλεται και στην άσκηση πολλών αναιρετικών αιτήσεων εκ μέρους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των ΝΠΔΔ. Ωστόσο, ένας σημαντικός λόγος για την άσκηση των αιτήσεων αυτών οφείλεται ακριβώς στη μεγάλη καθυστέρηση επίλυσης κρίσιμων νομικών ζητημάτων από το ΣτΕ, τα οποία αφορούσαν σε μεγάλο αριθμό διαδίκων (π.χ. βλ. την υπ’ αριθμ. 3190/14 απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία, ως προς την έντοκη επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, απεφάνθη εντεκάμισυ χρόνια μετά την άσκηση της σχετικής αναίρεσης, επίσης βλ. τις υπ’ αριθμ. 250, 251/2008 αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου, που έκριναν για την αντισυνταγματικότητα της προσωπικής κράτησης δώδεκα χρόνια μετά την άσκηση της αναίρεσης!).
[5] Άλλωστε, η εισήγηση, μετά την ισχύ του ν. 3900/10, ήτοι από 1/1/2011, έχει, πλέον, τυπικό χαρακτήρα «διηγούμενη» απλώς τα τιθέμενα νομικά ζητήματα, χωρίς καμία ερμηνευτική ανάλυση αυτών, ως μη έδει. Πέραν τούτου, η πραιτωρική ερμηνεία του άρθρου 12 του πιο πάνω νόμου από το ΣτΕ οδήγησε, δυστυχώς, στην «απολάκτιση» της σημαντικής αρμοδιότητάς του για τον αναιρετικό έλεγχο της αιτιολογίας των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, γεγονός που έθεσε χιλιάδες υποθέσεις στο αρχείο και προξένησε έντονο προβληματισμό κατά πόσον η επιδίωξη της επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης πρέπει να αποτελεί αφορμή για τον περιορισμό της αναιρετικής προστασίας [βλ. το σχετικό άρθρο μου «Καίρια προβλήματα τη αναιρετικής προστασίας ενώπιον του ΣτΕ, μετά τον ν. 3900/2010 ή ο επιθανάτιος ρόγχος της αναιρετικής διαδικασίας (Δημοσ. ΝΟΜΟS και ΣΥΝΤΑΓΜΑ τεύχ. 1/2018), με παραπομπές σε αντίστοιχα άρθρα έγκριτων νομομαθών].
[6] Σημειωτέον ότι η παραπομπή της υπόθεσης στην ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν δικαιολογεί την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης (ΟλΣτΕ 980/17).
[7] Αξίζει εδώ να θυμίσουμε τη συντόμευση της προθεσμίας άσκησης φορολογικής προσφυγής από 60 σε 30 ημέρες (άρθρ. 6 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.) και δη με, κατ’ εξαίρεση, δυνατότητα αναστολής της προθεσμίας μόνον κατά τον Αύγουστο και όχι καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (άρθρ. 25§3 ν. 3610/07), με στόχευση την αποφυγή της καθυστέρησης επίλυσης των σχετικών διαφορών. Όμως, ποιο το νόημα τέτοιων ρυθμίσεων, όταν, στη συνέχεια, οι σχετικές διαφορές «λιμνάζουν» επί σειρά πολλών ετών ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης;
[8] Ως γνωστόν, κατά πάγια νομολογία, με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία συνάπτεται άμεσα με την έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης (αντί πολλών, βλ.ΣτΕ 1524, 779/23, 2738-40/22).
Όπως ορθώς επισημαίνεται, «χωρίς τη δυνατότητα πραγματικής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κάθε δικαίωμα παραμένει στην ουσία του «κενό γράμμα», Π. Στάγκος, «Η δικαστική προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Κοινοτική Έννομη Τάξη», εκδ. Σάκκουλα, 2004, σελ. 465.
[9] Σημειωτέον ότι οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου και οι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δημοσιεύονται, κατά κανόνα, λίγες εβδομάδες μετά τη διάσκεψη.
[10] Αντί πολλών, βλ. ορισμένες πρόσφατες αποφάσεις, όπου σημειώνεται αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση δημοσίευσης αυτών μετά τη διάσκεψη: ολΣτΕ 2559/22, ΣτΕ 1029/23, 1013/23, 438/23, 433, 434/23, 313, 314/23, 2410, 2411/22, 2198/22, 2086/22, 1601/22, 636, 637/22, 685, 686, 687/22, 506/22, 390/22, 233, 234/22, 110/22, 2205/21 κ.ά. Αν προστεθεί και ο χρόνος από την κατάθεση της αίτησης μέχρι τη διάσκεψη και τη θεώρηση των αποφάσεων, τότε, όχι σπανίως, υπερβαίνουμε συνολικά τα οκτώ, δέκα ή και περισσότερα χρόνια (π.χ. οι αποφάσεις ΣτΕ 433 και 434/2023 δημοσιεύτηκαν πλέον των 17 ετών από την άσκηση της αναιρετικής αίτησης (!), οι ΣτΕ 1077/2022, 233, 234/22 μετά από 13 χρόνια, η ΣτΕ 110/22 μετά από 12 χρόνια, η ολΣτΕ 674/21 και οι ΣτΕ 2410 και 2411/2022 δημοσιεύτηκαν μετά από 11 χρόνια, οι ΣτΕ 1213/19 και 313/2023 μετά από 9 χρόνια κ.ο.κ.).
[11] Βλ. ορισμένες εξ αυτών πιο πάνω στην παράγρ. υπό στοιχ. ΙΙ,5.
[12] Π.χ. η μεταφορά, με τον ν. 3900/10, στον Πρόεδρο Διοικ. Πρωτοδικείου της αρμοδιότητας προς ακύρωση των αρνήσεων των Δ.Ο.Υ. για χορήγηση αποδεικτικών ενημερότητας είχε, ως λίαν θετικό αποτέλεσμα, την εντός ελαχίστων μηνών επίλυση των σχετικών διαφορών (που από τη φύση τους χρήζουν άμεσης επίλυσης), αντί των πολλών ετών που απαιτούντο για την επίλυσή τους από το ΣτΕ, γεγονός που καθιστούσε άνευ αντικειμένου την όποια κρίση του (βλ. την απόφαση ΣτΕ 1198/12, η οποία απεφάνθη επί αιτήσεως του 2002, δηλ. μετά από δέκα χρόνια (!), την υπ’ αριθμ. 1028/13, η οποία έκρινε επί αιτήσεως του 2006, την υπ’ αριθμ. 2512/13, που έκρινε επί αιτήσεως του 2008 κ.λπ.).