Άρθρο του Κοσμά Τριλίβα – Δικηγόρου, LLM Δημοσίου Δικαίου.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 102 τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, προβλέποντας την ύπαρξη Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου (Α’) και δεύτερου (Β’) βαθμού με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, στους οποίους αναθέτει τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Οι αρχές των ΟΤΑ εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει.
Πράγματι, ο κοινός νομοθέτης έχει εκδώσει διάφορους νόμους που ρυθμίζουν τα σχετικά με την ανάδειξή των αρχών των ΟΤΑ, ενώ σήμερα ισχύει ο ν. 4804/2021. Παρ’ όλα αυτά, μια επιλογή του νομοθέτη που μένει διαχρονικά σταθερή είναι η ανάθεση της διεξαγωγής των ψηφοφοριών στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής, κατά τα ισχύοντα για τις εθνικές εκλογές, λαμβάνοντας δηλαδή ως πρότυπο και κανόνα το π.δ. 26/2012, στο οποίο και παραπέμπει ρητά.
Εντούτοις, ο ν. 4804/2021 εισάγει παρέκκλιση σχετικά με το ειδικότερο ζήτημα της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Έτσι, για να μπορεί να ψηφίσει ο αντιπρόσωπος στις δημοτικές εκλογές, θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου όπου υπηρετεί (παρ. 3 άρθρου 71), ενώ για να ψηφίσει στις περιφερειακές εκλογές, θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους οποιουδήποτε δήμου της περιφέρειας όπου υπηρετεί (παρ. 4 άρθρου 71). Αντιθέτως, στην περίπτωση των εθνικών εκλογών, ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει, ώστε οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα ψηφίζοντας τους υποψηφίους της εκλογικής περιφέρειας όπου υπηρετούν κατά την ημέρα των εκλογών (69 π.δ. 26/2012), αφότου συμπληρώσουν μια υπεύθυνη δήλωση, ανεξαρτήτως του πού διατηρούν τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Με τη ρύθμιση που αφορά τις εθνικές εκλογές θεραπεύεται πλήρως η ανάγκη προστασίας του εκλογικού δικαιώματος των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής, οπουδήποτε και αν υπηρετούν. Αντιθέτως, η ειδικότερη ρύθμιση του ν. 4804/2021 θεραπεύει μερικώς μόνο την ανάγκη αυτή, αφού οι προϋποθέσεις που τίθενται επιτρέπουν σε αρκετές περιπτώσεις να αποκλειστούν υπηρετούντες που έχουν διοριστεί σε τόπο που δεν πληρεί μια ή και τις δύο ανωτέρω προϋποθέσεις του νόμου. Με τον τρόπο αυτό οδηγούνται σε de facto αποκλεισμό από τις εκλογές και, συναφώς, σε στέρηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων.
Αν και δεν υπάρχουν σε γνώση του γράφοντος στατιστικά για το πόσοι αντιπρόσωποι διορίζονται κάθε φορά στον τόπο εκλογικών τους συμφερόντων, είναι δεδομένο, ότι και στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές κάποιοι από αυτούς θα διοριστούν σε εκλογικά τμήματα που θα εμποδίζουν την πλήρωση τουλάχιστον μιας εκ των ανωτέρω συνθηκών, συχνά δε και τις δύο, ειδικά από τη στιγμή που το κριτήριο αυτό δε λαμβάνεται υπόψη κατά τον διορισμό τους.
Στις περιπτώσεις αυτές, οι αντιπρόσωποι που θα κληθούν να διενεργήσουν τις ψηφοφορίες στους τόπους καθηκόντων θα οδηγηθούν σε de facto αποκλεισμό από τις εκλογές και, συναφώς, σε στέρηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων.
Βεβαίως, το αποτέλεσμα αυτό είναι προδήλως άδικο για τους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής οι οποίοι μάλιστα επωμίζονται την ευθύνη της νομότυπης διεξαγωγής των εκλογών, λειτούργημα που εκπληρώνουν διαχρονικά με βαθιά αίσθηση του καθήκοντος, αλλά και μεγάλη αποτελεσματικότητα, αφού ουδείς στη μεταπολιτευτική πορεία της χώρας έχει προβάλλει αμφιβολίες για το αδιάβλητο των εκλογικών διαδικασιών.
Ενόψει όλων αυτών, καθίσταται σαφές ότι πρέπει να προβλεφθεί κάποια λύση, είτε αυτή αφορά τον τρόπο τοποθέτησής των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής (λήψη υπόψη των εκλογικών τους συμφερόντων), είτε αφορά τον τρόπο συμμετοχής τους στην ψηφοφορία (για παράδειγμα με σφραγισμένη επιστολική ψήφο προς τον πρόεδρο του πρωτοδικείου του τόπου εκλογικών τους συμφερόντων), ώστε να διασφαλιστεί μελλοντικά η συμμετοχή όλων των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές, αρχής γενομένης από τις εκλογές της 8ης Οκτωβρίου 2023.