spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΠρακτικά Ζητήματα στο Πλαίσιο Κοινού Λογαριασμού Κατάθεσης, της Χ. Καπουράνη, Υπ. Διδάκτωρ...

Πρακτικά Ζητήματα στο Πλαίσιο Κοινού Λογαριασμού Κατάθεσης, της Χ. Καπουράνη, Υπ. Διδάκτωρ Αστικού Δικαίου

spot_img
spot_img
spot_img

 

Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ, Υποψήφια Διδάκτωρ Αστικού Δικαίου.

Περίληψη: Στις σύγχρονες συναλλαγές αποτελεί συχνό φαινόμενο δύο ή περισσότερα πρόσωπα να τηρούν σε μία τράπεζα «κοινό λογαριασμό», δηλαδή συνήθως έναν καταθετικό λογαριασμό με περισσότερους δικαιούχους, επί του οποίου κάθε δικαιούχος μπορεί να επενεργεί αυτόνομα, καταθέτοντας ή αναλαμβάνοντας χρήματα ή δίνοντας εντολές για μεταφορές ποσών. Στο πλαίσιο τήρησης ενός τέτοιου λογαριασμού μπορεί να ανακύψει μία σειρά από ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις των δικαιούχων μεταξύ τους, στις σχέσεις των δικαιούχων με την τράπεζα ή και με τρίτα πρόσωπα. Μπορεί για παράδειγμα τρίτος δανειστής ενός δικαιούχου να κατασχέσει το συνολικό ποσό του λογαριασμού; Μπορεί η τράπεζα να συμψηφίσει τυχόν ανταπαίτηση που έχει κατά ενός δικαιούχου του λογαριασμού με το συνολικό ποσό της κατάθεσης που υπάρχει στον κοινό λογαριασμό; Στο παρόν άρθρο αναδεικνύονται τα σημαντικότερα από τα ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν στο πλαίσιο της σχέσης αυτής. 

  1. Εισαγωγή

Ο κοινός λογαριασμός αποτελεί σύμβαση μεταξύ μίας τράπεζας και αντισυμβαλλόμενων πελατών της, με αντικείμενο την κατάθεση χρημάτων σε έναν λογαριασμό, υπό τον όρο ότι χρήση του λογαριασμού θα μπορούν να κάνουν, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας από τους περισσότερους κατονομαζόμενους «συνδικαιούχους», είτε περισσότεροι από αυτούς είτε και κάθε ένας ατομικά. Κάθε ένας δηλαδή από τους συνδικαιούχους μπορεί να κάνει χρήση του λογαριασμού, ανεξαρτήτως εάν τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό λογαριασμό ανήκουν πράγματι στον εν λόγω συνδικαιούχο. Έτσι, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας μπορεί να ανοίξει έναν κοινό λογαριασμό από κοινού με τον ταμία της επιχείρησης, προκειμένου ο τελευταίος να μπορεί να διενεργεί όλες τις αναγκαίες εισπράξεις και τις πληρωμές προς το προσωπικό ή τους προμηθευτές της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή, ο ταμίας μπορεί να κάνει χρήση του λογαριασμού (καταθέσεις, αναλήψεις, μεταφορές χρημάτων), ενώ στην πραγματικότητα τα χρήματα που βρίσκονται στον λογαριασμό ανήκουν στον επιχειρηματία. Από την άλλη πλευρά, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από την κατάθεση προς οποιονδήποτε από τους φερόμενους συνδικαιούχους το ζητήσει, ανεξαρτήτως εάν αυτός είναι και ο πραγματικός κύριος των χρημάτων. 

  1. Οι σχέσεις μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού

Κάθε συνδικαιούχος, λοιπόν, μπορεί να προβεί σε ανάληψη ακόμη και ολόκληρου του ποσού που υπάρχει στον κοινό λογαριασμό. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που το ποσό αυτό ανήκει στην πραγματικότητα σε άλλον συνδικαιούχο του λογαριασμού;

Οι αξιώσεις των συνδικαιούχων μεταξύ τους θα ρυθμιστούν από την εσωτερική τους συμφωνία. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα, σε περίπτωση που ο ταμίας αναλάβει το σύνολο του ποσού του κοινού λογαριασμού, ο επιχειρηματίας θα μπορεί να στραφεί εναντίον του και το αξιώσει, διότι, βάσει της εσωτερικής τους συμφωνίας, ο ταμίας μπορούσε μόνον να διενεργεί τις τρέχουσες συναλλαγές της επιχείρησης μέσω του κοινού λογαριασμού και όχι να οικειοποιηθεί το σύνολο του ποσού για προσωπική του χρήση. Στην περίπτωση αυτή η σχέση μεταξύ επιχειρηματία και ταμία είναι σχέση εντολής, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ανέθεσε στον δεύτερο να προβαίνει σε κινήσεις του λογαριασμού προς διευκόλυνση λειτουργίας της επιχείρησης. Όταν, όμως, οι γονείς ανοίγουν έναν κοινό λογαριασμό με το παιδί τους που σπουδάζει σε μία άλλη πόλη, η σχέση που υπάρχει μεταξύ τους είναι δωρεά, καθώς πρόθεσή τους είναι το παιδί τους να χρησιμοποιεί τα χρήματα που του καταθέτουν στον λογαριασμό για τις καθημερινές του ανάγκες. Σε περίπτωση δε που δεν υφίσταται μεταξύ τους συμφωνία, τότε θεωρείται ότι τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό λογαριασμό ανήκουν σε όλους κατά ίσα μέρη (π.χ. αν είναι δύο οι συνδικαιούχοι, κατά 50% σε καθέναν από αυτούς).

Οι σχέσεις λοιπόν μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού καθορίζονται βάσει της μεταξύ των συμφωνίας, η οποία μπορεί να είναι εταιρεία, δάνειο, εντολή, δωρεά κλπ. Εξαίρεται ότι, ανεξαρτήτως της σχέσης που μπορεί να υφίσταται μεταξύ των συνδικαιούχων, η τράπεζα υποχρεούται να εκπληρώσει την υποχρέωσή της απόδοσης της κατάθεσης προς οποιονδήποτε εξ αυτών το ζητήσει. Έτσι, στην ως άνω περίπτωση, που ο ταμίας ανέλαβε το σύνολο της κατάθεσης, ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να στραφεί κατά της τράπεζας, αλλά μόνον κατά του ταμία του βάσει της εσωτερικής τους σχέσης. 

  1. Δικαιώματα των κληρονόμων του θανόντος συνδικαιούχου

Συνήθως στις συμβάσεις ανοίγματος κοινού λογαριασμού περιέχεται όρος σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση θανάτου κάποιου δικαιούχου, η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους. Πρόκειται, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, για την “ρήτρα θανάτου” (όρος του άρθρου 2 του νόμου 5638/1932). Συνεπώς, εφόσον έχει τεθεί ο ως άνω όρος στη σύμβαση, σε περίπτωση θανάτου κάποιου συνδικαιούχου, οι κληρονόμοι του δεν έχουν κανένα δικαίωμα στον κοινό λογαριασμό, αλλά το κατατεθειμένο σε αυτόν ποσό περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους και μάλιστα απαλλάσσεται και από τον φόρο κληρονομιάς. 

Αντίθετα, αν στη συμφωνία δεν έχει τεθεί ο ως άνω όρος, τότε οι κληρονόμοι του θανόντος συνδικαιούχου, ναι μεν δεν γίνονται με τον θάνατό του τελευταίου συνδικαιούχοι του λογαριασμού και, ως εκ τούτου,  δεν μπορούν να στραφούν κατά της τράπεζας (διότι δεν μπορεί να επέλθει μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τελευταίας), μπορούν, ωστόσο, να αξιώσουν από τους λοιπούς συνδικαιούχους του λογαριασμού το ποσό της κατάθεσης που αναλογεί στον θανόντα. 

Έστω, λοιπόν, ότι οι Α, Β και Γ είναι συνδικαιούχοι σε έναν κοινό λογαριασμό. Στην περίπτωση που έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, μετά τον θάνατο του Α το ποσό του λογαριασμού ανήκει αποκλειστικά στους Β και Γ, οι δε κληρονόμοι του Α ουδεμία αξίωση έχουν έναντι της τράπεζας, ούτε έναντι των Β και Γ. Αντίθετα, στην περίπτωση που δεν έχει τεθεί ο ως άνω όρος, τότε οι κληρονόμοι του Α δεν θα μπορούν βέβαια να στραφούν κατά της τράπεζας, θα μπορούν όμως να στραφούν κατά των Β και Γ και να ζητήσουν το ποσό που αναλογούσε στον Α, το ύψος του οποίου θα κριθεί βάσει της συμφωνίας που υπήρχε μεταξύ των Α, Β και Γ.

Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι, εφόσον η σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων είναι δωρεά, οι κληρονόμοι του συνδικαιούχου που απεβίωσε και έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας, μπορούν να διεκδικήσουν μέρος του ποσού κατά τις σχετικές διατάξεις περί μέμψης άστοργης δωρεάς του Αστικού Κώδικα, ακόμα κι αν είχε τεθεί η παραπάνω “ρήτρα θανάτου”.

  1. Κατάσχεση του λογαριασμού από δανειστή συνδικαιούχου

Τι γίνεται σε περίπτωση που ο δανειστής κάποιου από τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού επιβάλει κατάσχεση εις χείρας της τράπεζας; Σύμφωνα με τον νόμο, επιτρέπεται η κατάσχεση της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, ωστόσο, έναντι των κατασχόντων τεκμαίρεται ότι αυτή ανήκει σε όλους τους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη. Έτσι, στο πιο πάνω παράδειγμα του κοινού λογαριασμού, μεταξύ των Α, Β και Γ, εάν ένας δανειστής του Α κατασχέσει εις χείρας της τράπεζας τον εν λόγω λογαριασμό, τότε η τράπεζα θα δεσμεύσει υπέρ αυτού και θα του αποδώσει μόνον το 1/3 του κατατεθειμένου στον λογαριασμό ποσού. 

Ευλόγως προκύπτει το κάτωθι ερώτημα: αν το κατατεθειμένο στον εν λόγω κοινό λογαριασμό ποσό ανήκει στην πραγματικότητα εξ ολοκλήρου στους Β και Γ, μπορούν αυτοί να στραφούν είτε κατά του κατασχόντος δανειστής είτε κατά του Α, προκειμένου να μην απολέσουν τα χρήματά τους; Οι αληθείς δικαιούχοι στο παραπάνω παράδειγμα, λόγω της λειτουργίας αμάχητου τεκμηρίου υπέρ του κατάσχοντος δανειστή ότι το κατασχεθέν ποσό ανήκει κατ’ ίσα μέρη στους συνδικαιούχους, δεν μπορούν να στραφούν κατά του κατάσχοντος δανειστή επικαλούμενοι ότι το κατασχεθέν ποσό δεν ανήκει στην πραγματικότητα στον οφειλέτη της τελευταίας, μπορούν μόνο να στραφούν κατά του συνδικαιούχου  – οφειλέτη με βάση την εσωτερική τους σχέση και να αξιώσουν την απόδοση του ποσού.

  1. Συμψηφισμός ανταπαίτησης της τράπεζας με το ποσό που υπάρχει στον λογαριασμό

Σε αντίθεση με την κατάσχεση, που, όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, τεκμαίρεται για τον δανειστή που επιβάλλει την κατάσχεση ότι ο κοινός λογαριασμός ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατά ίσα μέρη, και, συνακόλουθα, σε περίπτωση κοινού λογαριασμού με δύο συνδικαιούχους θα μπορεί να κατασχέσει μόνον το ½ αυτού, στην περίπτωση του συμψηφισμού στον οποίο προβαίνει η τράπεζα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καταρχάς, ζήτημα συμψηφισμού μπορεί να τεθεί στην περίπτωση που η τράπεζα στην οποία τηρείται ο κοινός λογαριασμός διατηρεί απαίτηση κατά ενός από τους συνδικαιούχους αυτού. Για παράδειγμα, στο παραπάνω παράδειγμα του κοινού λογαριασμού μεταξύ ταμία και επιχειρηματία, η τράπεζα διατηρεί ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του ταμία από υφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση στεγαστικού δανείου. Τίθεται το ερώτημα: Η τράπεζα μπορεί να συμψηφίσει την απαίτησή της με την απαίτηση από τον κοινό λογαριασμό και, εάν ναι, μέχρι ποιο ποσό; Με βάση τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων μας και ιδίως του Αρείου Πάγου, η τράπεζα μπορεί να συμψηφίσει την απαίτησή της με την υποχρέωσή της εκ του κοινού λογαριασμού και, μάλιστα, χωρίς τους περιορισμούς που αναφέραμε παραπάνω σχετικά με την κατάσχεση. Με άλλα λόγια, έστω ότι η τράπεζα έχει κατά του ταμία ληξιπρόθεσμη απαίτηση από τη σύμβαση στεγαστικού δανείου ύψους 200.000 ευρώ και στον κοινό λογαριασμό που τηρεί ο επιχειρηματίας με τον ταμία του υπάρχουν κατατεθειμένα 150.000 ευρώ. Η τράπεζα θα μπορεί, στο πλαίσιο συμψηφισμού, να αφαιρέσει από τον κοινό λογαριασμό το σύνολο του ποσού των 150.000 ευρώ, και όχι μόνον 75.000 ευρώ (δηλ. του 1/2 του συνόλου), όπως θα ίσχυε σε περίπτωση που επέβαλε κατάσχεση κάποιος τρίτος σε βάρος του ταμία.  

Η άποψη που επικρατούσε παλαιότερα στη νομολογία, ότι δηλαδή και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ισχύουν όσα αναφέραμε ανωτέρω για την κατάσχεση, ήτοι να θεωρείται πως ο λογαριασμός ανήκει σε όλους τους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη, φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί πλέον οριστικά από τα δικαστήριά μας. Συνεχίζει, ωστόσο, η εν λόγω άποψη να υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η δυνατότητα του αληθούς δικαιούχου να στραφεί κατά του συνδικαιούχου  – οφειλέτη της τράπεζας με βάση την εσωτερική τους σχέση και να αξιώσει την απόδοση του συμψηφισθέντος ποσού, κατά τα ειδικώς οριζόμενα ανωτέρω για την κατάσχεση.

  1. Ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο λειτουργίας του κοινού λογαριασμού

Όπως ήδη εκθέσαμε, στο πλαίσιο λειτουργίας του κοινού λογαριασμού, κάθε συνδικαιούχος, ανεξαρτήτως εάν του ανήκουν πράγματι τα χρήματα του λογαριασμού, έχει δικαίωμα να αναλάβει ακόμη και ολόκληρο το ποσό του λογαριασμού και η τράπεζα έχει την υποχρέωση να του το παραδώσει. Έτσι, ο ταμίας που έχει εντολή να αναλάβει από τον λογαριασμό το ποσό των 1.000 ευρώ για να πληρώσει οφειλές της επιχείρησης και, παραβαίνοντας την εντολή, αναλαμβάνει το ποσό των 50.000 ευρώ, δεν διαπράττει υπεξαίρεση αναλαμβάνοντας τα χρήματα αυτά. Όπως αναφέρει και η νομολογία μας: “Με την ανάληψη χρημάτων από κοινό λογαριασμό τα χρήματα περιέρχονται κατά κυριότητα στο δικαιούχο, που προέβη στην ανάληψη αυτών ανεξάρτητα εάν είχε ή όχι την συγκατάθεση του ετέρου συνδικαιούχου αυτών, γιατί δεν θεωρούνται ξένα κατά την έννοια του νόμου. Επομένως η ανάληψη αυτή δεν θεωρείται αξιόλογη ποινικά πράξη“.

  1. Αίτημα προς την τράπεζα για παροχή πληροφοριών

Πολύ συχνά, όταν αποβιώνει κάποιο πρόσωπο, οι κληρονόμοι του επιδίδονται σε έναν αγώνα προκειμένου να ανακαλύψουν τα περιουσιακά στοιχεία που κατέλιπε ο θανών. Ενώ συνήθως θα γνωρίζουν πόσα ακίνητα είχε στην ιδιοκτησία του ο θανών και πού βρίσκονται αυτά, δεν ισχύει απαραιτήτως το ίδιο για τους λογαριασμούς που διατηρούσε. Ο κληρονόμος θα πρέπει να αιτηθεί από την τράπεζα τη χορήγηση των σχετικών πληροφοριών (ποιους λογαριασμούς διατηρούσε ο θανών και τι ποσό υπήρχε σε καθέναν από αυτούς), προσκομίζοντας και τα αναγκαία νομιμοποιητικά στοιχεία (π.χ. ληξιαρχική πράξη θανάτου, πιστοποιητικό δημοσίευσης διαθήκης σε περίπτωση που υπάρχει διαθήκη, πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης και πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη κλπ). Εάν ο θανών διατηρούσε ατομικούς λογαριασμούς αποκλειστικά στο όνομά του τα πράγματα είναι απλά και η τράπεζα υποχρεούται να χορηγήσει τις αναγκαίες πληροφορίες. Στην περίπτωση του κοινού λογαριασμού, ωστόσο, τα πράγματα μπορεί να είναι πιο σύνθετα. Έτσι, εάν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 που αναφέραμε ανωτέρω, οπότε οι κληρονόμοι του θανόντος μπορούν να αξιώσουν από τους συνδικαιούχους το ποσό του κοινού λογαριασμού που του αναλογούσε, η τράπεζα υποχρεούται να τους χορηγήσει τις ζητούμενες πληροφορίες. Αντίθετα, εάν υπάρχει ο άνω όρος, οπότε ουδέν δικαίωμα έχουν οι κληρονόμοι, τότε υπάρχει περίπτωση τραπεζικού απορρήτου, αφού ουσιαστικά οι κληρονόμοι ζητούν πληροφορίες για λογαριασμού τρίτων προσώπων χωρίς να μπορούν να θεμελιώσουν κάποιο δικό τους δικαίωμα (ήτοι των λοιπών συνδικαιούχων). Θα πρέπει πάντως και στην περίπτωση αυτή η τράπεζα να αποδεικνύει στους κληρονόμους ότι ο όρος αυτός είχε πράγματι τεθεί, επιδεικνύοντας για παράδειγμα την οικεία σύμβαση του κοινού λογαριασμού. Εξαίρεση θα υπάρχει στην περίπτωση που ο κληρονόμος έχει και δικαίωμα νόμιμης μοίρας (σύζυγος, παιδιά και γονείς), οπότε, εφόσον αποδείξει ότι με την κατάθεση στον κοινό λογαριασμό συντελέστηκε δωρεά προς τον επιζώντα συνδικαιούχο, θα δικαιούται να λάβει από την τράπεζα τις σχετικές πληροφορίες, ώστε να μπορέσει να ασκήσει την αγωγή του για μέμψη της άστοργης δωρεάς, ώστε να υπολογιστούν και τα ποσά του κοινού λογαριασμού, προκειμένου να εξευρεθεί το ύψος της νόμιμης μοίρας του.

Η Χριστίνα Καπουράνη είναι συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com)

 

 

spot_img

Lawjobs