Το έτος 2013, η Επιτροπή εξέδωσε κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 1, με τον οποίο προέκρινε τη μέθοδο δοκιμής με άδειο δοχείο για τη μέτρηση της ενεργειακής απόδοσης των ηλεκτρικών σκουπών.
Η Dyson προσέβαλε τη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού και το Γενικό Δικαστήριο, με απόφασή του του 2018, τον ακύρωσε 2 με το σκεπτικό ότι η μέθοδος δοκιμής που βασίζεται στη χρήση άδειου δοχείου δεν αντικατοπτρίζει συνθήκες όσο το δυνατόν εγγύτερες προς τις πραγματικές συνθήκες χρήσης. Η Dyson άσκησε αγωγή αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυριζόμενη ότι υπέστη ζημία την οποία αποτιμά σε 176,1 εκατομμύρια ευρώ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε το 2021 3, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Dyson διότι έκρινε ότι η παράβαση την οποία διέπραξε η Επιτροπή δεν ήταν κατάφωρη.
Με τις σημερινές προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta προτείνει στο Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του 2021 και να κρίνει ότι η παράβαση της οδηγίας για την ενεργειακή επισήμανση 4 –την οποία συμπλήρωνε, όσον αφορά τις ηλεκτρικές σκούπες, ο ήδη ακυρωθείς κανονισμός– ήταν κατάφωρη. Προτείνει επίσης την αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί αυτό αν πληρούνται οι
λοιπές προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση.
Η γενική εισαγγελέας εξετάζει, καταρχάς, κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των ισχυρισμών που προέβαλε η Dyson προς στήριξη της αγωγής της. Εκτιμά ότι, ενώ η Dyson ισχυριζόταν ότι η απόφαση της Επιτροπής να προκρίνει τη μέθοδο δοκιμής με άδειο δοχείο συνιστούσε κατάφωρη παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αν η Επιτροπή ορθώς απέρριψε συγκεκριμένη μέθοδο δοκιμής με γεμάτο δοχείο. Η
γενική εισαγγελέας επισημαίνει ότι η διάκριση αυτή είναι σημαντική όσον αφορά τον καθορισμό των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε η Επιτροπή. Εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να προκρίνει τη μέθοδο δοκιμής με άδειο δοχείο. Η εκτίμηση αυτή οδηγεί τη γενική εισαγγελέα στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των ισχυρισμών που προέβαλε η Dyson προς στήριξη της αγωγής της.
Στη συνέχεια, η γενική εισαγγελέας Τ. Ćapeta αναλύει την υφιστάμενη νομολογία και διατυπώνει την γνώμη ότι ναι μεν η ύπαρξη ή μη διακριτικής ευχέρειας παίζει ρόλο κατά την εκτίμηση του αν μια παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης μπορεί να χαρακτηριστεί κατάφωρη, ωστόσο ο ρόλος αυτός δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Ως εκ τούτου, καταλήγει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, ανεξαρτήτως του αν το εκάστοτε εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο διαθέτει διακριτική ευχέρεια, θα πρέπει ούτως ή άλλως να ελεγχθεί αν υπάρχουν άλλα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να καταστήσουν την παράβαση συγγνωστή.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη γενική εισαγγελέα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πράγματι σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των στοιχείων αυτών, καθόσον αποφάνθηκε ότι οι ερμηνευτικές δυσχέρειες και η κανονιστική πολυπλοκότητα μπορούσαν να καταστήσουν συγγνωστή την παράβαση της Επιτροπής κατά τον χρόνο έκδοσης του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Κατά τη γνώμη της, δεν μπορεί να γίνει δεκτό υπό τις περιστάσεις της υπό
κρίση υπόθεσης ότι η Επιτροπή, ως διοικητική αρχή ασκούσα «χρηστή» διοίκηση και επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια, μπορούσε να κρίνει δικαιολογημένη την επιλογή μιας μεθόδου δοκιμής που παραπλανά τους καταναλωτές σε σχέση με την ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών, απλώς και μόνον επειδή η
συγκεκριμένη μέθοδος δοκιμής ήταν η μοναδική διαθέσιμη κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Η γενική εισαγγελέας εκτιμά ότι η Επιτροπή γνώριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι η μέθοδος δοκιμής με άδειο δοχείο δεν ήταν κατάλληλη προς επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2010/30, ο οποίος είναι να ενημερώνονται οι καταναλωτές σχετικά με την ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών και να τους παρέχεται η δυνατότητα να αγοράζουν ενεργειακά αποδοτικότερες σκούπες. Τουναντίον μάλιστα, δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί η Επιτροπή ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δοκιμής παραπλανούσε τους καταναλωτές. Ούτε οι ερμηνευτικές δυσχέρειες ούτε η κανονιστική πολυπλοκότητα μπορούσαν να καταστήσουν συγγνωστή την επιλογή της Επιτροπής να προκρίνει τη μέθοδο δοκιμής με άδειο δοχείο. Επομένως, η γενική εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή διέπραξε κατάφωρη παράβαση της οδηγίας 2010/30.