spot_img
spot_img
ΑρχικήLaw NewsΣτΕ Α΄ 7μ. 223-231/2024: Ειδική κοινωνική ενίσχυση απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών της Ολυμπιακής

ΣτΕ Α΄ 7μ. 223-231/2024: Ειδική κοινωνική ενίσχυση απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών της Ολυμπιακής

Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η αναδρομική κατάργησή της για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος

spot_img
spot_img
spot_img

ΣτΕ Α΄ 7μ 223-231/2024
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.- Αλ. Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας

Ειδική κοινωνική ενίσχυση απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών της Ολυμπιακής (άρ. 6 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3717/2008). Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η αναδρομική κατάργησή της με το άρ. πρώτο, παρ. Γ, υποπαρ. Γ.7 ν. 4254/2014 για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

I. Με τις διατάξεις των άρ. 2 έως 8 ν. 3717/2008 θεσπίστηκε ένα πλέγμα ρυθμίσεων για την οικονομική ενίσχυση, μεταβατική υποστήριξη και εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων στις εταιρείες της Ολυμπιακής, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας θα λύονταν μετά τη θέση των εν λόγω εταιρειών σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης στο πλαίσιο του σχεδίου αποκρατικοποίησης αυτών. Ειδικότερα, για τους πρώην ιπτάμενους χειριστές θεσπίστηκε η καταβολή από το Δημόσιο εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης (άρ. 4), η χορήγηση ειδικής επιδότησης ανεργίας από τον ΟΑΕΔ (άρ. 3), περαιτέρω δε, με το άρθρο 7 του ανωτέρω νόμου προβλέφθηκε η μεταφορά των ιπτάμενων χειριστών σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ), εκτός αν ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε δήλωση εντός δύο μηνών από την «κρίσιμη ημερομηνία» (ήτοι την 2.10.2009) ότι δεν επιθυμούσε τη μεταφορά αυτή. Στην περίπτωση κατά την οποία οι πρώην ιπτάμενοι χειριστές δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν τη μεταφορά τους στην ΥΠΑ, υφίστατο – πέραν της ένταξής τους στο πρόγραμμα ειδικής επιδότησης ανεργίας – η δυνατότητα συνταξιοδότησής τους και συγκεκριμένα η χορήγηση σε αυτούς πλήρους σύνταξης γήρατος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, υπό τις ιδιαιτέρως ευνοϊκές προϋποθέσεις του άρ. 2 του ν. 3717/2008 (ήτοι με προσαύξηση κατά 50% του χρόνου πραγματικής ασφάλισης τόσο για τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδότησης όσο και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, κατά τις παρ. 3 και 5 του ανωτέρω άρθρου). Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε ειδικά για τους (πρώην) ιπτάμενους χειριστές, με το άρ. 6 παρ.1 (περ. α΄ και β΄) του νόμου αυτού, η καταβολή από το Δημόσιο ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, ειδικότερα δε, στην περ. α΄ ορίστηκε ότι η ειδική κοινωνική ενίσχυση καταβάλλεται στους απολυόμενους ιπτάμενους χειριστές, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος και υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός δωδεκαμήνου από την ως άνω «κρίσιμη ημερομηνία», καθώς και ότι αυτή καταβάλλεται σε μηνιαίες δόσεις, οι οποίες προστίθενται και προσαυξάνουν το ποσό της σύνταξης έως το 75% των ισοδύναμων μηνιαίων αποδοχών προσαυξημένων κατά 1/6, η καταβολή δε των εν λόγω δόσεων, οι οποίες ανέρχονται συνολικά έως 72, άρχεται από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ενώ διακόπτεται κατά τη συμπλήρωση εξαετίας από την «κρίσιμη ημερομηνία» ή με την ανάληψη εργασίας από τον δικαιούχο ή την υπέρβαση του 60ού έτους της ηλικίας του.

II. Ακολούθως, με το άρ. πρώτο, παρ. Γ, υποπαρ. Γ.7 του ν. 4254/2014 προστέθηκε στο τέλος του εδ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.1.Ι, της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 εδάφιο ως εξής: «Καταργούνται επίσης από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3717/2008 (Α΄ 239)». Ενόψει τούτου, η νέα καταργητική διάταξη του ν. 4254/2014 δεν ακολουθεί τη ρύθμιση της διάταξης του ν. 4093/2012 (περί κατάργησης δηλ. των ειδικών επιδοτήσεων ανεργίας από την 1.1.2013), στην οποία προστέθηκε, αλλά, κατά τη σαφή διατύπωσή της, η κατάργηση του άρ. 6 του ν. 3717/2008 ενεργεί αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του, ήτοι από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην ΕτΚ (26.11.2008) κατ’ άρ. 16 αυτού. Η αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης υπαγορεύθηκε, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ενόψει της οικείας αιτιολογικής έκθεσης, από τους ίδιους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους καταργήθηκαν με τον ν. 4093/2012 και οι αναφερόμενες σε αυτόν ειδικές επιδοτήσεις ανεργίας. Ειδικότερα, οι ανωτέρω σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την οικονομική αδυναμία του κράτους και την ανάγκη περιστολής των δημοσίων δαπανών σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης, συνέτρεχαν, κατά τα κοινώς γνωστά, τόσο κατά τον χρόνο στον οποίο αναγόταν, βάσει των καταργηθεισών διατάξεων του άρ. 6 του ν. 3717/2008, η υποχρέωση καταβολής των δόσεων της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης στους πρώην ιπτάμενους χειριστές μετά τη συνταξιοδότησή τους όσο και κατά τον χρόνο θέσπισης των διατάξεων του ν. 4254/2014. Εξάλλου, η νέα ρύθμιση, η οποία είναι γενικού χαρακτήρα και δεν αφορά ατομικώς ορισμένη υπόθεση, θεσπίστηκε στο πλαίσιο ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ενόψει και της διακοπής με την υποπαρ. ΙΑ.1.Ι της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 της καταβολής των ειδικών επιδοτήσεων ανεργίας εργαζομένων άλλων επιχειρήσεων, των οποίων επίσης είχαν λυθεί οι συμβάσεις εργασίας, και με σκοπό να αποκατασταθεί η ανισορροπία που προκαλούσε η καταβολή όλων των εν λόγω ειδικών οικονομικών ενισχύσεων και να επιτευχθεί ορθολογικότερη κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων με ενίσχυση των κοινωνικών προγραμμάτων στήριξης των «κοινών ανέργων» και των πιο ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού. Ενόψει δε του επιδιωκόμενου με τον νεότερο ν. 4254/2014 πιο πάνω σκοπού, η νέα διάταξη, θεσπισθείσα με αναδρομική ισχύ, για την κατάργηση της υπέρ των (πρώην) ιπτάμενων χειριστών ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, για την οποία (κοινωνική ενίσχυση) υπήρχαν ενώπιον του σε πρώτο βαθμό δικάζοντος διοικητικού πρωτοδικείου εκκρεμείς δίκες, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρ. 26 Σ) ούτε στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντ. και 6 παρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης ότι για την κατάργηση της επίμαχης παροχής δεν αιτιολογείται επαρκώς το δημόσιο συμφέρον είναι αβάσιμος. Ομοίως, ο λόγος αναίρεσης ότι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 Σ), αφού η κατάργηση των απαριθμούμενων στην υποπαρ. ΙΑ.1.Ι της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 ειδικών επιδοτήσεων ενεργεί για το μέλλον και μάλιστα από την 1.1.2013 και όχι αναδρομικά, είναι αβάσιμος, διότι η θεσπισθείσα για τους απολυθέντες ιπτάμενους χειριστές ειδική κοινωνική ενίσχυση του άρ. 6 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3717/2008, ως προσαύξηση, κατ’ ουσίαν, της σύνταξής τους για ορισμένο χρονικό διάστημα, διαφοροποιείται σε σχέση με τις άλλες επιδοτήσεις που είχαν προβλεφθεί και καταβάλλονταν ως ειδικές εισοδηματικές ενισχύσεις λόγω ανεργίας σε πρώην εργαζόμενους των ως άνω απαριθμούμενων επιχειρήσεων (έως τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης των εν λόγω εργαζομένων και για το προβλεπόμενο στις εν λόγω διατάξεις χρονικό διάστημα), μεταξύ των οποίων, άλλωστε, περιλαμβανόταν και η κατ’ άρ. 3 ειδική επιδότηση ανεργίας για τους απολυθέντες εργαζόμενους της Ολυμπιακής.

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρ. 6 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3717/2008, ορώμενη αυτοτελώς και σε συνδυασμό με τις ως άνω ασφαλιστικές και λοιπές προστατευτικές ρυθμίσεις του ιδίου νόμου, η προβλεπόμενη με αυτήν ειδική κοινωνική ενίσχυση αποτελεί πρόσθετη κρατική παροχή προνομιακού χαρακτήρα υπέρ των απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής, υπό διαφορετικές από τις μετέπειτα απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας. Με την αναδρομική κατάργηση με την υποπαρ. Γ7 της παρ. Γ του άρ. πρώτου του ν. 4254/2014 της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης επήλθε μεν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης δικαίωμα, ανεξαρτήτως του ότι η παροχή αυτή δεν συνδεόταν με προηγούμενη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, εντούτοις, η επέμβαση αυτή υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενους με την άμεση ανάγκη για τη λήψη μέτρων διάσωσης της οικονομίας σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης, αφού η καταβολή της εν λόγω ενίσχυσης, όπως και των λοιπών ως άνω παροχών του ν. 3717/2008 βάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, η αναδρομική κατάργηση της κοινωνικής ενίσχυσης, ενόψει και του προνομιακού χαρακτήρα της οικονομικής αυτής παροχής, δεν έθεσε σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των πρώην ιπτάμενων χειριστών που επέλεξαν τη συνταξιοδότησή τους και μάλιστα ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και με ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτούς προϋποθέσεις, όπως το επίπεδο αυτό προσδιορίζεται με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ως μέτρο, το οποίο, λόγω της φύσης του, συνέβαλε αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Με τα δεδομένα αυτά, η αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, υπό τις ανωτέρω όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν είναι προδήλως απρόσφορη ούτε δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο Σ) ούτε τα άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 17 του Συντ. και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης ότι η αναδρομική κατάργηση είναι αντίθετη στο άρ. 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν συνεπώς τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής. Περαιτέρω, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας του δικαίου δεν εμπόδιζαν τον νομοθέτη να προβεί, ενόψει της απρόβλεπτης μεταβολής των δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας και του ιδιαιτέρως ευνοϊκού χαρακτήρα της επίμαχης ενίσχυσης, στη θέσπιση νέας ρύθμισης με την αναδρομική κατάργηση της εν λόγω παροχής για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, έστω και αν ορισμένοι εκ των πρώην ιπτάμενων χειριστών, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, απέβλεψαν, μεταξύ άλλων, στη λήψη της παροχής αυτής, κατά την επιλογή της συνταξιοδότησής τους, αντί της μεταφοράς και εργασίας τους στην ΥΠΑ κατά την παρ. 5 του άρ. 7 του ν. 3717/2008. Ούτε υπήρχε δέσμευση του νομοθέτη να θεσπίσει ειδική διάταξη για τη δυνατότητα μεταφοράς και εργασίας των πρώην ιπτάμενων χειριστών στην ΥΠΑ σε χρόνο κατά τον οποίο αυτοί είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί, δεδομένου ότι οι ως άνω απρόβλεπτες εξαιρετικές καταστάσεις και οι λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που υπαγόρευσαν τη νομοθετική κατάργηση της κοινωνικής ενίσχυσης ανέκυψαν μετά τη συνταξιοδότησή τους. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον ο αναιρεσείων είχε δηλώσει, κατ’ ενάσκηση του σχετικού δικαιώματός του, ότι δεν επιθυμούσε τη μεταφορά και εργασία του στην ΥΠΑ, δεν τίθεται ζήτημα «απώλειας» του δικαιώματος αυτού από την επιγενόμενη κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης. Ούτε, άλλωστε, η κατάργηση αυτή χωρίς πρόβλεψη του δικαιώματος εργασίας στην ΥΠΑ, ενόσω μάλιστα ο αναιρεσείων είχε ήδη λάβει από το έτος 2010 πλήρη σύνταξη γήρατος με ιδιαίτερα ευνοϊκές προϋποθέσεις, παραβιάζει το άρθρο 22 παρ.1 του Συντάγματος περί προστασίας του δικαιώματος στην εργασία ή άλλη συνταγματική διάταξη. Ενόψει των ανωτέρω, αιτιολογείται νομίμως η κρίση του διοικ. εφετείου ότι η αναδρομική κατάργηση της επίμαχης κοινωνικής ενίσχυσης δεν αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε σε άλλη συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή.

spot_img

Lawjobs