Εισαγωγή: Τα λίγα χρόνια ζωής που μετρά το Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας, οι συχνές νομοθετικές επεμβάσεις, οι τεχνικές αδυναμίες της πλατφόρμας σε συνδυασμό με το μικρό αριθμό αποφάσεων που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα δημιουργούν εύλογες απορίες και αμηχανία στον πληρεξούσιο δικηγόρο που εισέρχεται στο σύστημα, προκειμένου να καταθέσει μία αίτηση πτώχευσης. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις αδυναμίες του νόμου και του συστήματος, αλλά και πώς πρέπει να ενεργεί ο δικηγόρος, ώστε να τις αντιμετωπίσει και να καταθέσει μία καθ’ όλα ορισμένη αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου.
- Το κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο
- Σύμφωνα με το ά. 172, παρ. 2 του ν. 4738/2020 (εφεξής «Νόμος») για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου: «Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, εφόσον δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 21 και 47 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 78. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόμενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία προ της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης φορολογική δήλωσή του». Διαφορετική, όμως, είναι η διατύπωση στο ά. 78 του Νόμου για τις πτωχεύσεις πλην του μικρού αντικειμένου, κατά την οποία: «1.Με εξαίρεση τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου στις οποίες εφαρμόζεται το Έκτο Μέρος του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, ή, στην περίπτωση φυσικού προσώπου χωρίς εμπορική ιδιότητα, την κύρια κατοικία του, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική δήλωση του οφειλέτη πριν από την κατάθεση αίτησης πτώχευσης. […] 3. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας». Τέλος, σύμφωνα με το ά. 1 του ΠΔ 17/2023: «Στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, πτωχευτική αρμοδιότητα έχει το μεγαλύτερο, κατά αριθμό οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών, Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου», ενώ σύμφωνα με το ά. 4, παρ. 1 του ν. 5108/2024: «Τα ειρηνοδικεία καταργούνται και επέρχεται ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης» (!).
- Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, πέραν των συγκεχυμένων κριτηρίων της κατά τόπον αρμοδιότητας, πλέον τούτη δεν είναι εφικτό να καθορισθεί μόνο από τις διατάξεις του ν. 4738/2020. Συγκεκριμένα, είναι ατυχής και πρέπει να τροποποιηθεί η διαφορετική διατύπωση του νόμου μεταξύ πτωχεύσεων και πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου. Στις μεν πρώτες κατά τόπον αρμόδιο είναι, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, εφόσον έχει εμπορική ιδιότητα. Στις δεύτερες, αντίθετα, αρμόδιο είναι, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, εφόσον ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Είναι προφανές ότι εμπορική ιδιότητα και επιχειρηματική δραστηριότητα ως έννοιες δεν ταυτίζονται και σκόπιμο θα ήταν ο νομοθέτης να τηρεί ενιαία κριτήρια ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα, είτε πρόκειται για πτώχευση μικρού αντικειμένου είτε όχι. Περαιτέρω, μετά το ΠΔ 17/2023 για τη θεμελίωση της δωσιδικίας στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, το ά. 172, παρ. 2 του Νόμου θα πρέπει υποχρεωτικά να αναγιγνώσκεται συνδυαστικά με το ά. 1 του ως άνω ΠΔ. Ακόμα και να θεμελιώνεται δωσιδικία ενός Ειρηνοδικείου βάσει των κριτηρίων του ανωτέρω άρθρου, είναι πιθανό εν τέλει τούτο να μην είναι αρμόδιο, αν δεν είναι το μεγαλύτερο κατά αριθμό οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου. Κάθε, δε, συζήτηση περί καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητας για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου κρίνεται ως άνευ αντικειμένου μετά την επικείμενη κατάργηση των Ειρηνοδικείων που αναμένεται να επιφέρει εκ νέου τροποποιήσεις στον ν. 4738/2020.
- Στοιχεία του δικογράφου – ορισμένο της Αιτήσεως
- Σύμφωνα με το ά. 79, παρ. 3 και 4 του Νόμου –που έχει εφαρμογή και στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου-: «3. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση που αφορά έμπορο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Περαιτέρω η αίτηση πρέπει να αναφέρει τον προτεινόμενο σύνδικο με το όνομα, επώνυμο, και τη διεύθυνση αυτού και η αίτηση να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό και από δήλωσή του περί μη υπάρξεως κωλύματος. Δεν απαιτείται η αναφορά του προτεινόμενου συνδίκου, εφόσον την αίτηση υποβάλλει ο οφειλέτης και η αίτηση περιέχει δήλωση ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου που να αποδεχθεί τον διορισμό». Σύμφωνα ακόμα με το ά. 76, παρ. 1: «Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα. Πτωχευτική ικανότητα έχουν επίσης τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Με το προβλεπόμενο στο άρθρο 204 προεδρικό διάταγμα η πτωχευτική ικανότητα μπορεί να αποδίδεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αλλά ασκούν οικονομική δραστηριότητα», το ά. 77, παρ. 1: «Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, ήτοι αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα» και το ά. 176, παρ. 1 και 2: «1. Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης του παρόντος άρθρου βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. 2. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής».
- Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι για το ορισμένο της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου απαιτούνται να αναγράφονται στην αίτηση: ονοματεπώνυμο του αιτούντος (ή επωνυμία σε περίπτωση νομικού προσώπου), πατρώνυμο, ο ΑΦΜ, ο Αρ. Γ.Ε.ΜΗ. (εφόσον πρόκειται για έμπορο), διεύθυνση κύριας κατοικίας ή κέντρου κυρίων συμφερόντων, ενώ πρέπει να γίνεται επίκληση από τον οφειλέτη ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις της πτώχευσης των ά. 76, παρ. 1 και ά. 77 παρ. 1 και 176, παρ. 1 και 2 του Νόμου. Περαιτέρω, θα πρέπει να αναφέρεται ο προτεινόμενος σύνδικος και στα συνυποβαλλόμενα έγγραφα (ο. κατωτέρω υπό 3.) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό του και δε συντρέχει κώλυμα στο πρόσωπό του. Αναφορά συνδίκου δεν απαιτείται σε δύο περιπτώσεις: α) όταν ο αιτών οφειλέτης αδυνατεί να βρει σύνδικο που να αποδέχεται το διορισμό του[1] και β) όταν κατά το ά. 178, παρ. 1 του Νόμου ο δικαστής πιθανολογεί ότι η μη βεβαρυμμένη περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της πτώχευσης και τα ετήσια εισοδήματά του δεν υπερβαίνουν το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή αν είναι υψηλότερο, το δωδεκαπλάσιο του ακατάσχετου της παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν. 4987/2022, Α’ 190).
- Εφόσον απουσιάζουν τα ανωτέρω στοιχεία από το δικόγραφο της αίτησης πτώχευσης, η δικονομική συνέπεια είναι να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός αν απουσιάζει η αναφορά στο σύνδικο. Τότε δεν προβλέπει ο Νόμος απαράδεκτο, αλλά θα διορισθεί σύνδικος από τον εισηγητή. Προβλέπεται, όμως, στο ά. 79, παρ. 3 in fin του Νόμου η δυνατότητα συμπλήρωσης του δικογράφου σύμφωνα με το ά. 227 ΚΠολΔ. Τούτο, βέβαια, συνάδει με το ανακριτικό σύστημα που επικρατεί στις διαδικασίες εκούσιας δικαιοδοσίας, διαδικασία που ακολουθείται και στην πτώχευση μικρού αντικειμένου. Σε κάθε, δε, περίπτωση, στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου η πλατφόρμα έχει χωρία που συμπληρώνει ο πληρεξούσιος δικηγόρος για όλα τα στοιχεία του ορισμένου που αναφέρονται ανωτέρω και ως εκ τούτου ζήτημα αόριστης αίτησης δυσχερώς αναμένεται να ανακύψει.
- Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει και μία ειδικότερη αναφορά στα τεκμήρια του νόμου αναφορικά με την αντικειμενική προϋπόθεση της αδυναμίας πληρωμής που εκδηλώνεται εξωτερικά ως παύση πληρωμής («σύμπτωμα») και αναφέρεται στα ά. 77, παρ. 1 και 2 και 176, παρ. 1 και 2 του νόμου. Το τεκμήριο της παύσης πληρωμών που αφορά στην πτώχευση μικρού αντικειμένου εντοπίζεται στο ά. 176 του νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη τεκμαίρεται παύση πληρωμών όταν ο οφειλέτης δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του σε Δημόσιο, ΕΦΚΑ και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε ύψος τουλάχιστον 60% αυτών και για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, εφόσον, δε, η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Το κριτήριο, εντούτοις, είναι μαχητό, αν και δεν αναγράφεται τούτο ρητώς στο ά. 176 του Νόμου. Επιχείρημα αντλείται από το ά. 77, παρ. 2 in fin του Νόμου, όπου γίνεται ρητά λόγος περί του μαχητού του τεκμηρίου παύσης πληρωμών για τις πτωχεύσεις εν γένει. Η μη σχετική αναφορά στο ά. 176 οφείλεται σε αβλεψία του νομοθέτη. Συνεπώς, ακόμα και αν για παράδειγμα η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωση του οφειλέτη δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, μπορεί να γίνει δεκτή η αίτηση πτώχευσης που θα κατατεθεί, εφόσον από το σύνολο των προσκομιζόμενων εγγράφων θα προκύπτει αντικειμενική αδυναμία πληρωμών.
- Συνυποβαλλόμενα με την αίτηση έγγραφα
- Εφόσον την αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλει οφειλέτης που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως στα «λοιπά δικαιολογητικά» πρέπει να συνυποβάλλονται (ορ. ά. 174, παρ. 2 του Νόμου):
α) η τελευταία φορολογική δήλωση (Ε1),
β) η δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) –εφόσον ο αιτών δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία το Ε9 αντικαθιστούν στην πράξη εκτυπώσεις (printscreen) από το taxisnet των χωρίων «Ε9» και «περιουσιακή κατάσταση» δύο τουλάχιστον τελευταίων ετών και υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη ότι δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία-, ενώ η αίτηση συνοδεύεται από:
γ) κατάσταση του συνόλου των πιστωτών –στην πράξη προστίθεται στο τέλος του δικογράφου σχετικός πίνακας-,
δ) βεβαίωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο -εφόσον πιστωτής είναι κάποια Δ.Ο.Υ. της Αττικής, βεβαίωση χορηγεί πλέον το ΚΕ.Β.ΕΙΣ.∙ η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά δια του myaade– και
ε) κτηματολογικό φύλλο ή πιστοποιητικό βαρών των ακινήτων του οφειλέτη –ενν. εφόσον διαθέτει ακίνητη περιουσία ο οφειλέτης-. Δια της διαφορετικής διατύπωσης μεταξύ των εδ. α’ και β’ του ά. 174 του Νόμου συνάγεται το εξής συμπέρασμα: όσα δικαιολογητικά μνημονεύονται στο α’ εδάφιο μπορούν να συμπληρωθούν, εφόσον ελλείπουν, δυνάμει του ά. 227 ΚΠολΔ κατά τα ανωτέρω ειδικώς εκτιθέμενα. Όσα μνημονεύονται στο εδ. β’ κατά την κρατούσα άποψη δεν μπορούν να συμπληρωθούν.
- Εφόσον την αίτηση υποβάλλει οφειλέτης που δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις και ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και πάλι επί ποινή απαραδέκτου συνυποβάλλονται (ά. 79, παρ. 6 του Νόμου):
α) βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης για τα χρέη του προς το Δημόσιο, στην οποία βεβαίωση πιστοποιείται ότι περιλαμβάνονται όλες οι βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντος, ατομικές και εκ του νόμου συνοφειλές, καθώς και οι τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού,
β) χρηματοοικονομικές καταστάσεις για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες, εφόσον έχει υποχρέωση να συντάσσει τέτοιες (οι πολύ μικρής οντότητας επιχειρήσεις τηρούν κατά κανόνα: α) συνοπτικό ισολογισμό, β) συνοπτική κατάσταση αποτελεσμάτων και γ) προσάρτημα) και
γ) κατάσταση στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Σε κάθε, δε, περίπτωση η αίτηση συνοδεύεται από συναίνεση του οφειλέτη για πρόσβαση σε οικονομικά του στοιχεία που βρίσκονται στις βάσεις δεδομένων του Δημοσίου ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και συναίνεση για άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων και του φορολογικού απορρήτου.
- Η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου συνοδεύεται από γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού 250 ευρώ. Μάλιστα, δεν αρκεί η ηλεκτρονική κατάθεση αυτού στην πλατφόρμα, αλλά απαιτείται να προσκομιστεί το πρωτότυπο του γραμματίου στο φυσικό φάκελο της αιτήσεως που τηρείται στο Ειρηνοδικείο. Η συνέπεια μη προσκόμισής του είναι, ομοίως, το απαράδεκτο της αιτήσεως –δύναται πάντως η έλλειψή του να συμπληρωθεί δια του ά. 227 ΚΠολΔ-. Δεν προσκομίζεται γραμμάτιο όταν συντρέχει η περίπτωση του ά. 178, παρ. 1 του Νόμου (ορ. ανωτέρω).
- Αυτονοήτως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος πρέπει να αναρτήσει στην πλατφόρμα και την προείσπραξη του Δικηγορικού του Συλλόγου.
- Δημοσιοποίηση της αίτησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας από τον οφειλέτη και προθεσμία παρέμβασης από τον πιστωτή
- Σύμφωνα με το ά. 173, παρ. 1 του Νόμου: «Η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών. […]Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο στον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο…».
- Εφόσον επισκεφθεί κανείς την πλατφόρμα του Μητρώου θα διαπιστώσει πως αναγράφονται δύο ημερομηνίες: α) η ημερομηνία εκκίνησης αίτησης πτώχευσης και β) η ημερομηνία κατάθεσης. Είναι επίσης γεγονός πως ιδίως μετά το ανωτέρω ΠΔ 17/2023 οι δύο ημερομηνίες είναι δυνατόν να έχουν παραπάνω από μία εβδομάδα απόσταση. Τούτο συμβαίνει κατεξοχήν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, όπου οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν, πλέον, να διαχειριστούν έναν πολύ μεγάλο όγκο αιτήσεων πτώχευσης μικρού αντικειμένου. Στην περίπτωση, λοιπόν, που οι δύο ημερομηνίες δεν ταυτίζονται –περίπτωση που ήδη λαμβάνει χώρα- τίθεται το ερώτημα από ποια εκ των δύο ημερομηνιών άρχεται η προθεσμία των 30 ημερών που έχει στη διάθεσή του ο πιστωτής για την άσκηση παρέμβασης. Τούτο, εν όψει του άρθρου 84, παρ. 2 του Νόμου, κατά το οποίο: «Όπου στον παρόντα νόμο προβλέπεται δημοσίευση, δημοσιοποίηση ή καταχώρηση, εκτός αν άλλως ρητά προβλέπεται στην οικεία διάταξη, εννοείται καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213».
- Μολονότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε υπ’ όψιν μας κάποια απόφαση περιέχουσα κρίση επί του προβληματισμού, ορθότερο –και λογικώς- είναι να δεχθεί κανείς πως η προθεσμία των 30 ημερών άρχεται από τη δεύτερη ημερομηνία, ήτοι από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Πρακτικά, η προθεσμία θα άρχεται από την ημερομηνία που ο δικαστικός υπάλληλος καταχώρησε την αίτηση εκδίδοντας πράξη κατάθεσης και αποδίδοντας στην αίτηση ΓΑΚ/ΕΑΚ. Σε διαφορετική περίπτωση ο πιστωτής στερείται μέρες εκ του τριακονθημέρου, μιας και όσο η αίτηση δεν έχει λάβει ΓΑΚ/ΕΑΚ δεν είναι ορατή στους πιστωτές.
- Από το ίδιο ως άνω χρονικό σημείο θα πρέπει να νοηθεί πως άρχεται και η προθεσμία των 60 ημερών για την κατάθεση προτάσεων του ά. 177, παρ. 3 του Νόμου στην περίπτωση που ασκήθηκε από πιστωτή κύρια παρέμβαση (διότι διαφορετικά δεν κατατίθενται προτάσεις, γίνεται δεκτή η αίτηση και είτε διορίζεται σύνδικος –ά. 173, παρ. 1, εδ. δ’ και ε’- είτε το Δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Μητρώο –ά. 178, παρ. 1-).
- Η άσκηση κύριας παρέμβασης πιστωτή και η προθεσμία επίδοσής της στον οφειλέτη.
- Σύμφωνα με το ά. 177, παρ. 2 του Νόμου: «Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον υποβληθούν εμπρόθεσμα κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη μορφή ή ηλεκτρονικά στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων. Αντίγραφο της παρέμβασης επιδίδεται από τον παρεμβαίνοντα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών, στα λοιπά διάδικα μέρη».
- Η ως άνω διατύπωση του Νόμου είναι προβληματική αφού δεν διευκρινίζει αν η προθεσμία των 10 ημερών άρχεται: α) από την άσκηση της κύριας παρέμβασης ή β) από την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας του ά. 173, παρ. 1 του Νόμου –αντίστοιχα προβληματική ήταν και η προγενέστερη διατύπωση της διάταξης που προέβλεπε στην ίδια προθεσμία και σε περίπτωση άσκησης κύριας παρέμβασης, αντί για επίδοση της παρέμβασης επίδοση της αίτησης πτώχευσης-.
- Κατά την άποψη που κρατεί στη νομολογία και που είναι ορθότερη η ως άνω δεκαήμερη προθεσμία εκκινεί από το β ως άνω χρονικό σημείο. Τούτο, διότι αν ακολουθείτο η υπό α’ λύση, θα ελλόχευε ο κίνδυνος σε περίπτωση άσκησης περισσότερων κυρίως παρεμβάσεων σε διαφορετικές ημερομηνίες να αφετηριάζεται η προθεσμία από διαφορετικές αφετηρίες (μεταξύ άλλων βλ. Ειρ.Πατρ. 8/2022 με παραπομπή σε Ειρ.Χαν. 650/2021).
Αντί επιλόγου: Η σχετική με την πτώχευση και ειδικότερα με την πτώχευση μικρού αντικειμένου νομοθεσία είναι γεγονός πως παρουσιάζει αστοχίες, κατά κύριο λόγο δικονομικού χαρακτήρα. Κάποιες από αυτές παρουσιάστηκαν ανωτέρω, η εξαντλητική εντούτοις παρουσίαση αυτών θα υπερέβαινε το σκοπό του παρόντος άρθρου. Οι συχνές, δε, νομοθετικές παρεμβάσεις φαίνεται να εντείνουν τις ασάφειες του νομοθέτη. Η νομολογία των Δικαστηρίων μας, ως εκ τούτου, καλείται να δώσει τη λύση με την ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.
[1] Στην περίπτωση αυτή σημειώνεται τούτο σχετικά επί του δικογράφου ως εξής: «Επειδή, δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου πτώχευσης που να αποδέχεται τον διορισμό του». Τούτο, διότι στην πλατφόρμα δεν υπάρχει σχετικό χωρίο που να επιλέγει ο πληρεξούσιος δικηγόρος τη μη ανεύρεση συνδίκου.
Τόλια Βασιλική, δικηγόρος (LLM mult.) I Δικηγορική εταιρεία “Ψαράκης – Κεφαλάς”.