Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία.
ΕΡ: Πριν από μερικά χρόνια μπήκε στη ζωή μας η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Μήπως τότε μπήκατε λίγο απότομα στη ζωή του Έλληνα;
ΑΠ: Δε νομίζω ότι μπήκαμε πολύ απότομα. Η Αρχή λειτούργησε εξ ανάγκης. Προήλθε από την υπογραφή της συνθήκης του Σέγκεν, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης αρχής, που να ελέγχει τα προσωπικά δεδομένα τα οποία καταγράφονται στο σύστημα πληροφοριών και διακινούνται διευρωπαϊκά. Αυτό υποχρέωσε την πολιτεία να ιδρύσει επειγόντως την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία του1995 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ήταν καταλυτική ως προς τις ημερομηνίες και η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να προσαρμοστεί και να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα.
ΕΡ: Πρίν από την ίδρυση της Αρχής δηλαδή τα προσωπικά δεδομένα δεν προστατεύονταν;
ΑΠ: Προστατεύονταν, αλλά υπό άλλη μορφή. Προστατεύονταν μόνο από το θιγόμενο. Αν η προσβολή συνίστατο στην αποκάλυψη ενός ιατρικού απορρήτου, εγώ είχα το δικαίωμα να καταγγείλω σχετικά το γιατρό. Δεν υπήρχε μεθοδευμένος τρόπος, δεν υπήρχε Αρχή ελέγχου, όπως είναι τώρα η δική μας.
ΕΡ: Τον πρώτο καιρό ίδρυσης της Αρχής ο κόσμος είχε τρομάξει ότι θα μας «φακελώσετε» όλους. Κατά πόσο ισχύει αυτό;
ΑΠ: Πράγματι, αρχικά υπήρχε αυτός ο φόβος του κόσμου και ήταν πολύ δύσκολο για μας να αποδείξουμε το αντίθετο. Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι εδώ στην Αρχή δεν έχουμε κανένα αρχείο, παρά μόνο το αρχείο των υπαλλήλων μας και αυτοί είναι πάρα πολύ λίγοι. Η δική μας δουλειά είναι να ελέγχουμε αν λειτουργούν νομίμως τα αρχεία και να επιβάλλουμε τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας.
ΕΡ: Καλώς ή κακώς, τον τελευταίο καιρό η Αρχή ακούστηκε πολύ περισσότερο με το θέμα των ταυτοτήτων. Μπορούμε να δούμε λίγο τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί εντύπωσή μου είναι ότι δεν έχουμε πρωτοτυπήσει καθόλου στο θέμα αυτό.
ΑΠ: Πράγματι, δεν έχουμε πρωτοτυπήσει καθόλου στο θέμα των ταυτοτήτων. Κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει ταυτότητες στις οποίες να αναγράφεται το θρήσκευμα. Πολλά κράτη της Ευρώπης και ένα από αυτά είναι μάλιστα η Αγγλία, δεν έχουν καν ταυτότητες. Όσο για την Αμερική, η ταυτότητά τους εκεί είναι το δίπλωμα οδήγησης.
ΕΡ: Σ’ αυτή τη διαδρομή που έχετε στην Αρχή κ. Πρόεδρε, ήταν αυτή η πιο δύσκολη που δώσατε μέχρι σήμερα;
ΑΠ: Η αλήθεια είναι ότι εξελίχθηκε σε μια πολύ δύσκολη μάχη, παρ’ όλο που δεν ξεκίνησε έτσι. Άλλες είναι οι μάχες οι δύσκολες, τις οποίες έδωσε η Αρχή και πέτυχε πλήρως, αλλά δεν μαθεύτηκαν ποτέ.
ΕΡ: Θα ήθελα να σταθούμε λίγο σε έναν πολύ ευαίσθητο τομέα, όπως είναι αυτός της υγείας, στον οποίο υπήρξε πραγματικά μια εκμετάλλευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δεκαετίες και ξέρω ότι εκεί δώσατε προτεραιότητα.
ΑΠ: Όπως γνωρίζετε, στον τομέα της υγείας υπάρχουν πάρα πολλά συμφέροντα. Γιατί η προβολή των σχετικών θεμάτων και η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων στον τομέα της υγείας είναι αποτέλεσμα άμεσου ή έμμεσου οικονομικού συμφέροντος. Το έμμεσο οικονομικό συμφέρον είναι η διαφήμιση και το άμεσο είναι από τις διάφορες φαρμακευτικές εταιρίες, οι οποίες φροντίζουν να μαθαίνουν παράνομα νόσους ασθενών χρονίως πασχόντων, τους οποίους βομβαρδίζουν με διαφημίσεις για φάρμακα που οι ίδιες οι εταιρίες παράγουν.
Μια επίσης πολύ δύσκολη υπόθεση του απορρήτου είναι στις περιπτώσεις των πασχόντων από AIDS, όπου εκδώσαμε μια Οδηγία, σύμφωνα με την οποία ένας πάσχων από AIDS είναι σχεδόν αδύνατο να αποκαλυφθεί ποτέ ότι νοσηλεύεται, ανωνυμοποιείται πλήρως δηλαδή.
ΕΡ: Πού εξασφαλίζετε πιο εύκολα τη συνεργασία, στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα;
ΑΠ: Σε ένα κράτος Δικαίου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η συνεργασία εξασφαλίζεται πιο εύκολα στο δημόσιο τομέα. Το δύσκολο είναι με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την αμέλεια του κόσμου να προστατεύσει τα προσωπικά του δεδομένα. Η αμέλεια συνίσταται, κατά κανόνα, στο ότι όταν υπογράφει κανείς διάφορες συμβάσεις, μεγάλου ή μικρού περιεχομένου, δεν προσέχει τι υπογράφει και αν προσέξει έχει μια συναίνεση στη διαβίβαση, την πώληση και τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων.
ΕΡ: Στην πράξη όμως, αρκεί πραγματικά μόνο μια Αρχή για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα;
ΑΠ: Η αλήθεια είναι ότι δεν αρκεί μια Αρχή για να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών. Πρέπει να υπάρχει μια αντίστοιχη παιδεία στον κόσμο, ώστε να γνωρίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των προσωπικών του δεδομένων, όπως θέλει και όποτε θέλει.
ΕΡ: Πώς κινητοποιείται ο μηχανισμός της Αρχής, για να τεθεί σε καθεστώς παρακολούθησης, ελέγχου, ακόμα και επέμβασης αν χρειαστεί;
ΑΠ: Υπάρχουν δυο τρόποι. Ο ένας τρόπος είναι η αυτεπάγγελτη ενέργεια. Αυτό γίνεται κατά κανόνα από δημοσιεύματα του Τύπου. Εγώ από τις εφημερίδες εντοπίζω τα θέματα στα οποία υπάρχει πρόβλημα διαχείρισης προσωπικών δεδομένων, τα δίνω στη συνέχεια στους ελεγκτές, οι οποίοι δημιουργούν τους σχετικούς φακέλους και θέτουν σε λειτουργία τον αντίστοιχο μηχανισμό. Γίνεται στη συνέχεια μια σύσταση ή γίνεται επ’ ευκαιρία μια ανακοίνωση, ή τίθεται το θέμα στον εισαγγελέα επειδή κρίνεται ότι είναι ποινική παράβαση. Η μεγαλύτερη όμως ενασχόλησή μας είναι από προσωπικές καταγγελίες ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα νομίζουν ότι θίγονται. Δυο είναι οι μεγάλες κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Η μια κατηγορία είναι οι αλλοδαποί και η άλλη είναι οι πολίτες, που στις οικονομικές τους συναλλαγές με τις τράπεζες συναντούν πολλά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά συνίστανται κυρίως στο ότι οι τράπεζες ή οι εταιρίες που πουλούν επί πιστώσει δεν τους δίνουν δάνειο ή εμπόρευμα επί πιστώσει, επειδή καταφεύγουν σε εταιρίες πληροφοριών και πληροφορούνται ότι αυτοί στερούνται πιστωτικής ικανότητας.
ΕΡ: Κύριε Πρόεδρε, κάνοντας έναν απολογισμό, είστε ικανοποιημένος από την πορεία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα μέσα στα ευρωπαϊκά δρώμενα;
ΑΠ: Η αλήθεια είναι ότι είμαι εξαιρετικά ικανοποιημένος από την πορεία μας. Μέλη της Αρχής είναι ευυπόληπτοι πολίτες, ικανοί και γενικής αποδοχής. Έχουμε τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου και δυο άλλα μέλη εξίσου ικανά και έγκυρα, οι οποίοι έχουν δώσει όλο τους τον εαυτό για την Αρχή. Σε σχέση λοιπόν με τους Ευρωπαίους, δεν στερούμαστε τίποτα σ’ αυτό τον τομέα.
Κύριε Πρόεδρε θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την πολύ χρήσιμη συζήτηση που είχαμε.