LawNet: Αναμφισβήτητα οι νέες τεχνολογίες αποτελούν πλέον ένα βασικό εργαλείο οργάνωσης εργασίας που χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο από κάθε αναπτυγμένο κράτος. Ειδικότερα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, έχουν δρομολογηθεί μεγάλα έργα που αφορούν την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην καθημερινή πρακτική των δικαστηρίων. Πιστεύετε ότι για την προώθηση τέτοιων μεγαλεπήβολων έργων στη δικαστηριακή πραγματικότητα των κρατών μελών θα πρέπει το ΔΕΚ να αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία;
κ. Βηλαράς:Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ, ΠΕΚ) παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον και συμμετέχουν ενεργά στις εξελίξεις στο χώρο των νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης, οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, με την ευρεία έννοια του όρου, ανήκουν κατά κύριο λόγο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission) η οποία σε συνδυασμό με τα κράτη μέλη συντονίζει τις σχετικές ενέργειες, δράσεις και πολιτικές, τόσο στο πλαίσιο ,της δημιουργίας και ανάπτυξης των διευρωπαϊκών δικτύων, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 154 επ. της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ), όσο και στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ εθνικών διοικήσεων, στον τομέα της δικαιοσύνης, π.χ. με το πρόγραμμα Grotius, καθώς και στο πλαίσιο της δράσης για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο.
Θα μου επιτρέψετε να τονίσω ότι η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στο χώρο της δικαστηριακής πρακτικής συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον στην Ευρώπη, θα γνωρίζετε αναμφίβολα τη Σύσταση (Recommandation) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec (2001) 3 ) που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, για τις υπηρεσίες τις οποίες τα δικαστήρια και τα άλλα νομικά όργανα καλούνται να θέσουν στη διάθεση των πολιτών μέσω των νέων τεχνολογιών.
θα σημειώσω επίσης ότι το ΔΕΚ και το ΠΕΚ τοποθετήθηκαν πάντοτε στην πρωτοπορία των εφαρμογών ηλεκτρονικών υπολογιστών στο χώρο του δικαίου.
Ήδη από τις αρχές του 1980 ένα σύστημα ηλεκτρονικής επεξεργασίας νομικών δεδομένων (MINIDOC) που αναπτύχθηκε από υπηρεσίες του Δικαστηρίου υποστήριζε τη λειτουργία της γραμματείας και της υπηρεσίας Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Δικαστηρίου. Παράλληλα, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των ΕΚ, μέσω του συστήματος CELEX, το ΔΕΚ έθεσε στην διάθεση των ενδιαφερομένων όλη εξαντλητικά την νομολογία του σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Αυτό και μόνο το στοιχείο αποτελεί ακόμη και σήμερα μια διεθνή πρωτιά καθώς κανένας άλλος δικαστικός οργανισμός δεν έχει κατορθώσει να έχει αυτό το επίπεδο κάλυψης.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της πληροφορικής κατέληξε στο σημερινό επίπεδο υποδομής όπου όλοι ανεξαιρέτως οι συνεργάτες του ΔΕΚ και του ΠΕΚ διαθέτουν προσωπικό υπολογιστή με πρόσβαση σε εσωτερικές και εξωτερικές βάσεις νομικών δεδομένων, στον κατάλογο της βιβλιοθήκης και σε δίκτυο ψηφιακών δίσκων (CD-ROM), σε εφαρμογές γραφείου, στο Ίντερνετ και όλα αυτά σε πολύγλωσσο περιβάλλον που καλύπτει φυσικά και τα ελληνικά (την ελληνική γλώσσα).
Αυτή τη στιγμή το ΔΕΚ και το ΠΕΚ αναπτύσσουν το δεύτερο στρατηγικό προγραμματισμό με στόχο την αναβάθμιση όλων των συστημάτων τους, πράγμα το οποίο έχει εν μέρει ήδη επιτευχθεί. Έχουν έτσι τοποθέτησε ι σε περιβάλλον Intranet τις εφαρμογές υποστήριξης των γραμματειών και τις βάσεις νομικών δεδομένων (MINIDOC Π), ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται η εφαρμογή υποστήριξης των διαδικασιών σύνταξης και μετάφρασης των αποφάσεων (GTI). Άλλες εφαρμογές φροντίζουν την αυτόματη τροφοδότηση της βάσης CELEX και των εφαρμογών Ίντερνετ. θα πρέπει βεβαίως να σημειώσετε ότι δεν υπάρχει αντίστοιχο αυτών των εφαρμογών, δεδομένης της πολυπλοκότητας της λειτουργίας των κοινοτικών δικαιοδοσιών λόγω της ανάγκης υποστήριξης όλων των κοινοτικών γλωσσών. Για την υποστήριξη του προγράμματος αυτού το ΔΕΚ διεθέτει ετήσιο προϋπολογισμό της τάξεως των 4.000.000 Ευρώ.
Από το 1997 μπορείτε βεβαίως να λάβετε δείγματα γραφής στην ιστοσελίδα του ΔΕΚ και του ΠΕΚ η οποία σύντομα μάλιστα πρόκειται να αναβαθμισθεί και εμπλουτισθεί, θα επιμείνω σε μία μόνο από τις εφαρμογές, η οποία είναι στη διάθεση του πολίτη, αυτή της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΚ και του ΠΕΚ. Ο άριστος συντονισμός μεταξύ των γραφείων των δικαστών και των μεταφραστικών τμημάτων των γραμματειών των δύο βαθμών δικαιοδοσίας επιτρέπει να είναι διαθέσιμη η κοινοτική νομολογία σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες την ίδια ημέρα και σε ελάχιστο χρόνο μετά την έκδοση της μέσω του Ίντερνετ. Στη συνέχεια οι αποφάσεις παραμένουν δωρεάν στην διάθεση του πολίτη μέσω ενός συστήματος ταχείας αναζήτησης σε πλήρες κείμενο.
θα υπενθυμίσω εξάλλου ότι τα κείμενα του ΔΕΚ-ΠΕΚ μπορούν να αναζητούνται επίσης μέσω της κοινής πρόσβασης στα κοινοτικά νομικά κείμενα EUR-Lex η οποία έχει νέα μορφή από τις 21 Ιουνίου 2000 και βεβαίως μέσω της συνεχώς ανανεούμενης βάσης CELEX.
Μία τελευταία παρατήρηση: το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων είναι σύμφωνα με πρωτόκολλα τα προσαρτημένα στις Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και τις σχετικές Δηλώσεις επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της σχετικής νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων. Κατ’ εφαρμογή των εξουσιοδοτήσεων αυτών εκδίδει τη σχετική τεκμηρίωση την οποία επιπλέον θέτει στην διάθεση κάθε ενδιαφερομένου μέσω της ιστοσελίδας του.
LawNet: Πιστεύετε ότι όσον αφορά στην ΕΕ το ΔΕΚ είναι αυτό που κατ’ ουσία θα κληθεί να υπαγορεύσει το πρίσμα υπό το οποίο θα οριοθετηθεί η προστασία προσωπικών δεδομένων?
κ. Βηλαράς:Πρώτα-πρώτα, πρέπει να διευκρινίσω ότι, στο πλαίσιο της κατανομής των κοινοτικών εξουσιών, η αρμοδιότητα της ισχυροποίησης της θέσης της ΕΕ ανήκει στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσω της ψήφισης Οδηγιών, όπως οι πρόσφατες Οδηγίες για το ηλεκτρονικό εμπόριο και για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, αλλά και άλλων νομοθετικών πράξεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη ΕΚ. Η αρμοδιότητα αυτή εκδηλώθηκε επίσης και με το Ψήφισμα του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2000 για την οργάνωση και διαχείριση»του Διαδικτύου το οποίο, ακολουθώντας την σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής, η οποία θεώρησε ότι η αυτορρυθμιζόμενη δομή, σε συνδυασμό με την ενεργό άσκηση εποπτείας εκ μέρους της δημόσιας αρχής, είναι η καλύτερη λύση, κατέληξε ότι τα θέματα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, αφενός τα συμφέροντα του συνόλου της διεθνούς κοινότητας και, αφετέρου, τα προβλήματα που τίθενται στον τομέα των δημοσίων πολιτικών, ιδίως από την άποψη του ανταγωνισμού, της προστασίας των ατομικών δεδομένων και σεβασμού των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Κάλεσε ενόψει αυτού τα κράτη μέλη να διαμορφώνουν κοινές ευρωπαϊκές θέσεις επί του θέματος στα πλαίσια των οικείων διεθνών οργανισμών και να επιτύχουν μια πραγματική διεθνοποίηση της διαχείρισης του Διαδικτύου και ανέθεσε στην Επιτροπή να ενθαρρύνει το συντονισμό των πολιτικών στον τομέα της διαχείρισης του Διαδικτύου.
Όσον αφορά την οριοθέτηση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων απέναντι στο ηλεκτρονικό εμπόριο, ο νομοθέτης ρητά θεώρησε ότι η εκτέλεση και εφαρμογή της Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο θα πρέπει να γίνεται, τηρουμένων πλήρως των αρχών περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη μη ζητηθείσα εμπορική επικοινωνία και την ευθύνη μεσαζόντων. Η οδηγία αυτή δεν μπορεί όμως να εμποδίζει την ανώνυμη χρήση ανοικτών δικτύων, όπως είναι το Ίντερνετ. Η εμπιστευτικότητα των επικοινωνιών διασφαλίζεται από το άρθρο 5 της οδηγίας 97/66/ΕΚ.
Βάσει της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να απαγορεύουν κάθε μορφή υποκλοπής ή παρακολούθησης των εν λόγω επικοινωνιών από τρίτα άτομα, εκτός του αποστολέα και του αποδέκτη τους, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια.
Όσον αφορά το ρόλο της κοινοτικής δικαιοσύνης, πρέπει να τονίσω με έμφαση ότι σύμφωνα με το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΚ, το ΔΕΚ και το ΠΕΚ είναι αρμόδια να εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας τους “την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της παρούσης Συνθήκης”. Στα πλαίσια της αρμοδιότητας του αυτής, ο κοινοτικός δικαστής κινείται με γνώμονα την κοινοτική νομιμότητα αλλά και με σύνεση. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα: το ΔΕΚ εκλήθη το 1998 να αποφασίσει επί της ορθής νομικής βάσης της απόφασης 95/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 1995, για την κοινοτική συμβολή στην τηλεματική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα (IDA). Διαπιστώνοντας ότι εσφαλμένα η απόφαση είχε ληφθεί βάσει του άρθρου 235 και όχι του ορθού 129β (154 με την νέα αρίθμηση) το ΔΕΚ ακύρωσε την απόφαση αλλά διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα των μέτρων εφαρμογής τα οποία είχε ήδη λάβει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει της ακυρωθείσας απόφασης. Δεν επέτρεψε έτσι να υπάρξει κενό έως την θέσπιση της νέας απόφασης σε ορθή νομική βάση με τη συμμετοχή και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία. Το παράδειγμα καταδεικνύει, νομίζω, ότι στον εξεταζόμενο ευαίσθητο τομέα, τα κοινοτικά δικαστήρια επιδιώκουν, με γνώμονα την αρχή της νομιμότητας και την ορθή στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, να εξασφαλίσουν μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες του εμπορίου, αφενός, και στην προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αφετέρου.
LawNet: Αποστολή του ΔΕΚ είναι η διασφάλιση της ενιαίας οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των κρατών μελών. Βρισκόμαστε τώρα σε μία περίοδο όπου οι νέες τεχνολογίες εισβάλλουν δυναμικά στην καθημερινή ζωή τόσο των απλών πολιτών της ΕΕ όσο και των διοικητικών αρχών βοηθώντας τη βελτίωση και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Ποια βήματα προς την ενιαία και ίση δυνατότητα ενημέρωσης, πρόσβασης και χρήσης των νέων τεχνολογιών μεταξύ των κρατών μελών πιστεύετε ότι θα πρέπει να επισπευσθούν και πώς;
κ. Βηλαράς:Η ερώτηση σας θίγει το καίριο θέμα της αποφυγής τεχνολογικών ανισοτήτων που ονομάζουμε συμβολικά digital divide ή fracture numerique. Είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την Ευρώπη αλλά αποκτά ευρύτερες διαστάσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτό ήταν και ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της συνάντησης κορυφής της χιλιετίας (UN Millenium Summit) που οργανώθηκε από τον ΟΗΕ τον περασμένο Οκτώβριο, θεωρώ λοιπόν ότι οι προσπάθειες της ΕΕ πρέπει να αναδείξουν και αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό τόσο στο εσωτερικό της Ευρώπης όσο και σε σχέση με τις ΗΠΑ αλλά και τις λιγότερο ανεπτυγμένες τρίτες χώρες.
Στον τομέα αυτό οι προσπάθειες της ΕΕ με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Ο πρόσφατος κοινοτικός κανονισμός για την απελευθέρωση της πρόσβασης της στις τοπικές τηλεπικοινωνίες είναι δείγμα αυτής της πολιτικής η οποία έχει αποτυπωθεί συνολικά στο πρόγραμμα δράσης eEurope. Ενωρίς εξάλλου καθορίστηκε και το νομικό πλαίσιο προστασίας των υπηρεσιών στην κοινωνία των πληροφοριών.
Το πρόβλημα βεβαίως επιτείνεται λόγω της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών. Έτσι είναι σαφές ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα και είναι ενεργός στους τομείς της προστασίας και ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων, της κρυπτογράφησης, της ηλεκτρονικής υπογραφής και της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας. Αντίστοιχα, δράσεις στους τομείς της εκπαίδευσης, της καταπολέμησης των ανισοτήτων, της ηλεκτρονικής κυβέρνησης επαφίενται στην ευθύνη των κρατών μελών – χωρίς βεβαίως να λείπουν οι πρωτοβουλίες της ΕΕ και στους τομείς αυτούς.
Πέραν των όσων ανέφερα προηγουμένως, θα πρέπει βεβαίως να χαιρετίσει κανείς την έγκαιρη στράτευση της ΕΕ στην προσπάθεια διαφύλαξης της ευρωπαϊκής πολυγλωσσικής και πολυπολιτισμικής ιδιαιτερότητας και στην οριοθέτηση ονοματοθεσίας ανωτάτου επιπέδου (Top Level Domain) EU.
To σημείο στο οποίο όμως θα επιμείνω είναι ότι πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο “κυβερνοχώρος” δεν μπορεί να τοποθετείται σε κενό δικαίου. Ωστόσο, είναι πλέον κοινή διαπίστωση ότι κανένα κράτος δεν μπορεί μόνο του με μεμονωμένες εθνικές ρυθμίσεις να αντιμετωπίσει τα σύνθετα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν στο χώρο αυτό. Η αποτελεσματική ρύθμιση δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο, συνεργασία η οποία προβλέπεται μακρά πριν αποδώσει καρπούς.
Στον τομέα αυτό λοιπόν πρέπει να είμαστε και λίγο πραγματιστές. Οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα πολυμερών διαπραγματεύσεων ενώ η κανονιστική ρύθμιση θα πρέπει να επεμβαίνει στους ουσιώδεις τομείς και να σέβεται τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι σαφές το ΔΕΚ και το ΠΕΚ θα κληθούν αναμφίβολα να παίξουν σημαντικό ρόλο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.
LawNet: Σύμφωνα με την πείρα που έχετε ως ένας από τους δικαστές του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά στο θέμα της προστασίας προσωπικών δεδομένων και του ηλεκτρονικού εμπορίου, είναι συχνά τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται στο ΔΕΚ; Είναι θέματα τα οποία χρήζουν συνεχούς αναπροσαρμογής της νομολογιακής ερμηνείας;
κ. Βηλαράς:Το ΔΕΚ έχει επιληφθεί ελάχιστες φορές των Οδηγιών για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι ο εθνικός δικαστής είναι αρμόδιος να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο που υλοποιεί την Οδηγία. Στο πλαίσιο αυτό μεγάλος αριθμός υποθέσεων έχει τροφοδοτήσει τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Η διαπίστωση αυτή υποδεικνύει μάλλον την σαφήνεια των σχετικών διατάξεων οι οποίες δεν επεσώρευσαν προβλήματα. Ο εθνικός δικαστής, εξάλλου, μπορεί, όταν ανακύπτουν ζητήματα κύρους ή ερμηνείας των σχετικών κοινοτικών ρυθμίσεων, να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης ΕΚ. Σημειώστε βεβαίως ότι βρίσκεται επεξεργασία πρόταση της Επιτροπής για την ψήφιση νέας Οδηγίας στον τομέα αυτό.
Η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι ένα πρόσφατο κοινοτικό νομοθέτημα το οποίο θέτει προθεσμία υλοποίησης τις 16 Ιανουαρίου 2002. Είναι κατά συνέπεια νωρίς να αποφανθεί κανείς για το είδος των διαφορών που μπορούν να προκύψουν, θα μπορούσαν, ως παραδείγματα, να επισημανθούν τα προβλήματα δικαιοδοσίας, για τα οποία βεβαίως το ΔΕΚ έχει αναπτύξει μεγάλη εμπειρία στο πλαίσιο των Συμβάσεων των Βρυξελλών ή τα προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου, αντίστοιχα με αυτά που ανέκυψαν από τη Σύμβαση της Ρώμης – αν και βεβαίως το πλαίσιο είναι διαφορετικό ως εκ των χαρακτηριστικών των Οδηγιών. Ένας άλλος τύπος διαφορών θα μπορούσε να είναι αντίστοιχος των προβλημάτων σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών, τις συμβάσεις εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικών καταστημάτων.
LawNet: Εσείς προσωπικά πώς αντιμετωπίζετε την πραγματικότητα των νέων τεχνολογιών και πόσο ενήμεροι πιστεύετε ότι είναι όσο αφορά στο σχετικό θέμα οι συνάδελφοι σας;
κ. Βηλαράς:Ο κοινοτικός δικαστής, όπως ανέφερα στην πρώτη σας ερώτηση, ζει ένα καθημερινό περιβάλλον τεχνολογιών αιχμής όχι παθητικά και μοιρολατρικά, άλλα με την πρόθεση να δαμάσει τις νέες τεχνολογίες για να επιτύχει ορθότερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και ευρύτερη κατανόηση των νομικών λύσεων που επιλέγει. Το περιβάλλον αυτό εκσυγχρονίζεται συνεχώς στο πλαίσιο επιτροπών στις οποίες συμμετέχουν και οι δικαστές. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δικαστηρίου έχουν εντολή να παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις και να προσαρμόζουν άμεσα την υποδομή.
Παράλληλα, εκσυγχρονίζεται και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των κοινοτικών δικαιοδοσιών. Η πρόσφατη τροποποίηση των κανονισμών διαδικασίας του ΔΕΚ και του ΠΕΚ επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να επικοινωνεί με τα διάδικα μέρη με χρήση κάθε τεχνικού μέσου επικοινωνίας άρα και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλων μεθόδων δικτύωσης μέσω του Ίντερνετ. Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο θα είναι σε θέση να απαντήσει σε όλες τις προκλήσεις των νέων τεχνολογιών.
Προσθέτω ότι, ενόψει των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων του, το ΔΕΚ/ΠΕΚ προγραμματίζει και την ανάπτυξη υποδομής τηλεδιασκέψεων.
Μπορείτε επομένως να συγκρατήσετε ως συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός δικαστής έχει απόλυτη συναίσθηση των πλεονεκτημάτων της χρήσης των νέων τεχνολογιών στην υπηρεσία του δικαίου και των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, η ενημέρωση στον ταχύτατα εξελισσόμενο τομέα των νέων τεχνολογιών είναι μια συνεχής διαδικασία και η προσαρμογή στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις αποτελεί πρόκληση στην οποία καλούνται να απαντήσουν όλοι οι- εμπλεκόμενοι φορείς, συμπεριλαμβανομένων και των κοινοτικών και εθνικών δικαστών.
Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Βηλαρά για την ευγενική παραχώρηση αυτής της συνέντευξης