1. Πιστεύετε ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών έχουν συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών και στην ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης τόσο από την πλευρά των παραγόντων της δίκης όσο και από την πλευρά του πολίτη; Ο πολίτης έχει ωφεληθεί;
Προφανώς αναφέρεσθε στις παρεμβάσεις που εισήχθησαν στο δικονομικό πεδίο σε όλους τους τομείς του δίκαιου.
Χωρίς επιφυλάξεις, η τελευταία θετική δικονομική τροποποίηση αφορούσε στην επέκταση της πράγματι ευέλικτης ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών, στις διαφορές που αφορούν ζημίες από αυτοκίνητα, διατροφές κλπ. Ολες οι άλλες παρεμβάσεις, με εξαίρεση την εισαγωγή του θεσμού της συζητήσεως μιας υποθέσεως χωρίς την παράσταση των διαδίκων κατά την εκφώνηση της από το πινάκιο και της μαγνητοφωνήσεως των πρακτικών στη διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, απέτυχαν ή ξεκίνησαν τη δοκιμασία τους στην πράξη με το στίγμα της παθογένειας. Και οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί. Επρόκειτο περί παρεμβάσεων άστοχων, ευκαιριακών, αποσπασματικών, χωρίς ένταξη σε μια ενιαία λογική προσεγγίσεως του σκοπού. Γιαυτό άλλωστε και δεν ευδοκίμησαν, παρά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και απόπειρες διορθώσεως, ενώ προκάλεσαν σύγχυση, αμφισβήτηση και κυρίως δικονομική ανασφάλεια.
Τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είχαν και οι τελευταίες παρεμβάσεις που επιχειρήθηκαν, υπό τον ψευδεπίγραφο μανδύα της δήθεν επιταχύνσεως στην απονομή της Δικαιοσύνης, σε επίπεδο πολιτικής και ποινικής δίκης.
Αν κάποιος επιχειρήσει να προσεγγίσει συστηματικά τις αλλαγές που επιχειρήθηκαν, είναι βέβαιο ότι θα βρει, στην πηγή τους, έναν κοινό παρονομαστή: ότι δηλαδή οι εκάστοτε εμπνευστές τους, βρίσκονται πολύ μακρυά από την καθημερινή δικαστηριακή πράξη, κυριότατα όμως ότι
επιχειρούν να μεταλλάξουν βιαίως τη δικανική κουλτούρα του έλληνα εφαρμοστή του δικαίου, με την εισαγωγή στοιχείων ξένων και ανομοιόμορφων προς αυτήν.
Για να απαντήσω λοιπόν ευθέως στο ερώτημα σας, έχω τη γνώμη, ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών όχι μόνον δεν έχουν συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών και στην ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και δεν δίνουν καμιά θετική πρόγνωση στην κατεύθυνση αυτή, για το μέλλον.
Αλλά και αν ακόμα θελήσουμε να δούμε λίγο πιο πρακτικά και συγκεκριμένα την έκφραση του προβλήματος στην πράξη, χωρίς υποκειμενισμούς, γενικεύσεις και δογματισμούς, η απάντηση στο ερώτημα θα δοθεί από μόνη της, αν δούμε ορισμένα απλά παραδείγματα: (α) Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2003 ασκείται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή για αποζημίωση από αδικοπραξία. Η δικάσιμος προσδιορίζεται για την 13.10.2005.
(β) Στο ίδιο δικαστήριο ασκείται τον Ιούνιο 2002 αγωγή για την καταβολή υπολοίπου τιμήματος από πώληση. Η συζήτηση της τον Νοέμβριο του 2003, αναβάλλεται λόγω απεργίας, για τη δικάσιμο της 13.1.2006. (γ) Αν ένας διάδικος (ας υποθέσουμε της τελευταίας αυτής υποθέσεως) θελήσει (μη μπορώντας να πράξει διαφορετικά) να ακολουθήσει τη διαδικασία και να έχει την στοιχειώδη ανοχή και αντοχή στο χρονοδιάγραμμα της, θα πρέπει να περάσει από το στάδιο της υποχρεωτικής απόπειρας συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, είκοσι ημέρες πριν τη δίκη να καταθέσει τις προτάσεις και τα αποδεικτικά του έγγραφα, δεκαπέντε ημέρες πριν να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του, στο διάστημα από επτά ημέρες πριν τη δικάσιμο και μέχρι την προηγουμένη να εγγράψει την υπόθεση στο πινάκιο (γιατί αυτό αλλάζει, όπως και η σειρά, αλλά και ο τόπος συνεδριάσεως), να δικάσει κατά την ημέρα της δίκης (ευχόμενος να περατωθεί η συζήτηση εντός του ωραρίου, διότι θα πρέπει να επανέλθει σε άλλη δικάσιμο μετά τη διακοπή), τέσσερις εργάσιμες ημέρες μετά τη δικάσιμο να προσέλθει στη γραμματεία για να παραλάβει αντίγραφο των πρακτικών και την ογδόη να επανέλθει για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς μετά τη διαδικασία στο ακροατήριο, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι τώρα, τουλάχιστον, θα περατωθεί η συζήτηση σε μία δικάσιμο, χωρίς τις ατελείωτες ” διεξαγωγές”. Ερχόμαστε έτσι στην καρδιά του προβλήματος: Επειδή πράγματι οι “διεξαγωγές” σαν διαδικασία είχε χαλαρώσει και πλατυάσει εξ αιτίας της ελλείψεως ελέγχου από μέρους του Δικαστηρίου, αντί να βελτιωθεί το συγκεκριμένο σημείο του προβλήματος, καταργήθηκε η προδικαστική απόφαση, που είχε θετική λειτουργία, ως διηθητικός χάρτης της διαφοράς και θεσπίσθηκε ένα σύνθετο και πολύπλοκο σύστημα (κατά κακή απομίμηση αγγλοσαξωνικών προτύπων) ξένο προς το δικονομικό μας σύστημα και πρακτική.
(δ) Ας μη προτρέξουμε ως προς τις αλλαγές στο επίπεδο της ποινικής δίκης. Ας σταθούμε μόνο στις πρώτες εμπειρίες από την μέχρι τώρα εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Χωρίς την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή και τη στελέχωση των υπηρεσιών της Δικαιοσύνης, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι υπάρχει δυνατότητα λειτουργίας στην πράξη του θεσμού της προκαταρκτικής εξετάσεως. Ο περιορισμός των αναβολών, όπως λειτουργεί σήμερα, μετά και την κοινοποίηση της σχετικής εγκυκλίου του κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου και η διακοπή της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, προκάλεσε ασφυκτικό περιβάλλον και πιεστικές, άκρως δυσμενείς, συνθήκες και στους ίδιους τους δικαστές, που καλούνται να βρουν ελεύθερο τόπο και χρόνο να δικάσουν τις υπόλοιπες υποθέσεις και στους πολίτες οι οποίοι πρέπει να εγκαταλείψουν όλες τις άλλες δραστηριότητες και υποχρεώσεις τους καν να υποβληθούν σε νέες δαπάνες παραμονής ή μετακινήσεως για να βρεθούν στο δικαστήριο ξανά. Κυρίως όμως προκάλεσε δυσμενέστερες, πιο πιεστικές και αφόρητες συνθήκες ασκήσεως του λειτουργήματος, στους δικηγόρους.
Με όλα αυτά, δεν σημαίνει ότι έχω τη γνώμη ότι δεν υπάρχει ανάγκη αλλαγών και μάλιστα ευρύτατων και ριζικών στα πλαίσια των θεσμικών δικονομικών κανόνων δικαίου. Η όποια αλλαγή όμως θα πρέπει να είναι συστηματική, προϊόν μακροχρόνιας επεξεργασίας και διαλόγου, ενταγμένο στην κουλτούρα του έλληνα εφαρμοστή του δικαίου, με δυνατότητα αφομοιώσεως από τον πολίτη.
2.Πόσο προστατευμένος και ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο πολίτης στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος απονομής δικαιοσύνης;
Η απάντηση στο ερώτημα, εάν ο πολίτης μπορεί να αισθάνεται προστατευμένος και ασφαλής στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε απλή ούτε μονοδιάστατη μπορεί να είναι. Αν το θέμα εξετάζεται στενά, υπό το πρίσμα των συνταγματικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, πράγματι, υπάρχει προστασία και ασφάλεια,
στοιχεία άλλωστε πρωτογενή και θεμελιακά για μια κοινωνία που ζει και θέλει να διατηρήσει τη θέση που κατέχει στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Το θέμα όμως δεν κλείνει στο σημείο αυτό, ούτε οι εγγυήσεις από μόνες τους εξασφαλίζουν, προστασία και ασφάλεια. Μάλιστα θα ήθελα να προσθέσω, ότι εκτός από τις εγγυήσεις αυτές, εξαιρετικά θετική είναι και η συμβολή δύο ακόμα στοιχείων: του υψηλού επιπέδου στο γνωστικό αντικείμενο και της συνειδήσεως κοινωνικού καθήκοντος των αναγκαίων συμμετοχών της απονομής της Δικαιοσύνης, δικαστών και δικηγόρων. Ομως, ο πολίτης, πριν διαβεί τις πύλες της απονομής της Δικαιοσύνης, δρα, συναλλάσσεται και εν τέλει βιώνει μέσα σε παγκοσμιοποιημένες πολιτικές συνθήκες, μέσα σε οικονομικές συνθήκες συγκεντροποιήσεως και ολοκληρώσεως του κεφαλαίου, που έχουν αντανάκλαση σε όλους τους τομείς της καθημερινής του ζωής, στα ήθη και τον πολιτισμό. Οταν ο πολίτης εργάζεται και στον χώρο της εργασίας του καταγράφονται τα τηλεφωνήματα και μια κάμερα κατοπτεύει τον χώρο για προβαλλόμενους λόγους ασφαλείας.
Οταν ο πολίτης, ως εργαζόμενος έναντι του αντιδίκου του, εργοδότη, είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει την μαρτυρία ενός συναδέλφου του, λόγω του φάσματος της ανεργίας.
Οταν ο πολίτης συναλλάσσεται με έναν πιστωτικό φορέα και τα δεδομένα της συναλλαγής μπορούν να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και να διαβιβασθούν σε τρίτους.
Οταν ο πολίτης συμβάλλεται για μια αγορά, μια παροχή υπηρεσίας ή τη χορήγηση ενός δανείου και το έντυπο της συμβάσεως που υποχρεωτικά καλείται να υπογράψει είναι ένα προσυντεταγμένο κείμενο με εξαιρετικά δεσμευτικούς όρους, που η άλλη πλευρά το έχει επεξεργασθεί με το νομικό της επιτελείο, αυτά είναι -ενδεικτικά- ελάχιστα μόνον παραδείγματα, όπου τα πραγματικά περιθώρια προστασίας και ασφαλείας του, όταν πια διαβεί τις πύλες της Δικαιοσύνης, ελαχιστοποιούνται. Στην πραγματικότητα, πολύ πριν είχαν αλλοιωθεί οι συνθήκες ισότητας που θα του εξασφάλιζαν την προστασία και ασφάλεια, του ερωτήματος, Σήμερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην καθημερινή διακαστηριακή πράξη είναι όντως τρομακτική. Ας δούμε -ενδεικτικά-κάποια στοιχεία, για να αντιληφθούμε την έκταση του φαινομένου: Στο Πρωτοδικείο του Πειραιά, σε όλες μαζί τις διαδικασίες Μονομελούς και Πολυμελούς συνθέσεως, εκτός ασφαλιστικών μέτρων, εκδόθηκαν το 2003 περίπου 5.500 αποφάσεις, ενώ μόνο στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκαν από το ίδιο δικαστήριο 10.000 αποφάσεις, από τις οποίες ποσοστό 80 – 85% ήταν συναινετικές προσημειώσεις, με αφορμή δάνεια από τράπεζες. Στο Ειρηνοδικείο Αθηνών φθάσαμε στο σημείο να δημιουργηθούν επί μέρους ειδικά πινάκια, ξεχωριστά, για κάθε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ή πιστωτικό φορέα. Σε κάθε κατά τόπον αρμόδιο Πλημμμελειοδικείο, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, δεν αρκεί πλέον μία από τις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις για την ανάλωση με υποθέσεις οφειλών σε φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως και οι υποθέσεις διοχετεύονται και σε δεύτερη.
3.Πιστεύετε ότι οι αλλαγές που προτείνονται για τον Κώδικα των Δικηγόρων έχουν σωστή κατεύθυνση για μια ουσιαστική εξυγίανση και βελτίωση του δικηγορικού επαγγέλματος;
Το αποτέλεσμα του προσχεδίου του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων δεν ήταν το αναμενόμενο για την εξυγίανση και αναβάθμιση του δικηγορικού λειτουργήματος. Αλλες οι προσδοκίες που υπήρχαν. Δεν λύνει προβλήματα. Δεν προχωρεί σε βαθιές τομές. Δεν είναι ένας γνώμονας για το μέλλον και δεν έχει προοπτικές αντοχής στις επερχόμενες ραγδαίες και συντριπτικές αλλαγές που επέρχονται στην οργάνωση του επαγγέλματος. Σήμερα δεν ζούμε στο κλειστό ελλαδικό περιβάλλον και σίγουρα οι ερχόμενες γενιές των συναδέλφων θα βρεθούν μπροστά σε νέα δεδομένα. Από σήμερα πρέπει να προσεγγίσουμε και να χειρισθούμε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις πολυεπαγγελματικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών στις οποίες θα υπάρχουν και οι δικηγορικές, με την εγκατάσταση και τρόπο λειτουργίας γιγαντιαίων δικηγορικών κοινοτικών εταιρειών και το πλήθος το μεμονωμένων κοινοτικών δικηγόρων που θα ζητήσουν εγκατάσταση, όχι τόσο από τα λεγόμενα ισχυρά κράτη – μέλη όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά ιδίως από κράτη – μέλη που αποτελούν τους νέους εταίρους της διεύρυνσης, που θα βρουν στην Ελλάδα πρόσφορο πεδίο. Πρέπει να δούμε ζητήματα δεοντολογίας που σχετίζονται με τη μαζική άγρα πελατείας, τις μορφές που αυτή παίρνει και την έμμεση διαφήμιση, ζητήματα που αφορούν τις προϋποθέσεις για την οργάνωση και λειτουργία των δικηγορικών εταιρειών, την επικουρική ασφάλιση των δικηγόρων για θέματα και όρια κινδύνων που δεν καλύπτουν οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, την ομαδική ασφάλιση κατά κινδύνου αστικής ευθύνης κλπ. Τέτοια ζητήματα δεν προσεγγίζονται από τον νέο κώδικα, όπως δεν προσεγγίζονται ζητήματα που αφορούν την εξομοίωση των τίτλων σπουδών, τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως, ισοτιμίας και επαγγελματικών προσόντων, τις έννοιες των ασυμβιβάστων και αναστολών με τις σημερινές διαστάσεις. Σήμερα δεν μπορούμε να βλέπουμε το ζήτημα της εντοπιότητος, των τοπικών ορίων και των μεταθέσεων με τις αντιλήψεις που υπήρχαν πριν από 50 χρόνια. Σήμερα, η έννοια του εμμίσθου δικηγόρου είναι διαφορετική, πιο σύνθετη και πολύπλοκη. Οι αμοιβές, ως σύστημα, δεν μπορούν να μην αντιμετωπισθούν με τα σημερινά δεδομένα και απλώς να προσπαθούμε να αναδιαμορφώσουμε τα ποσά. Η οργάνωση των Συλλόγων μας, ιδίως σε πανελλαδικό επίπεδο δεν μπορεί να έχει αυτήν την προεδροκεντρική διάσταση που έχει σήμερα.
Ολα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με το νέο σχέδιο του κώδικα. Γιαυτούς τους λόγους, έχω τη γνώμη ότι και αν ακόμα ψηφισθεί ο νέος ΚτΔ δεν θα σταθεί με αξιώσεις στις ανάγκες του μέλλοντος.
4.Ποιο είναι το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελληνική Δικαιοσύνη και ποιες οι σημαντικότερες ανάγκες του Δικηγορικού συλλόγου Πειραιά;
Σήμερα, οι λεγόμενες προϋποθέσεις υλικοτεχνικής υποδομής (κτιριακή υποδομή, μηχανοργάνωση, εξοπλισμός), δεν αξιοποιούνται επαρκώς, αν και είναι βελτιωμένες σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Το στελεχικό δυναμικό σε επίπεδο γραμματειών, αν και δεν έχει αποβάλλει ακόμα τη στενή γραφειοκρατική αντίληψη του ευρύτερου χώρου όπου εντάσσεται, βρίσκεται επίσης σε καλύτερο επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ήθους και του επιπέδου γνώσεων της ευρείας πλειοψηφίας του δικαστικού σώματος, ήταν και διατηρούνται σαν βασικό γνώρισμα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η δημιουργία της Σχολής Δικαστών, όμως, δεν πιστεύω ότι προσέφερε σοβαρά θετικά στοιχεία στον παράγοντα αυτόν. Αντίθετα μάλιστα, παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά συμπτώματα μιας ιδιότυπης οίησης, φαινόμενο που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Η οίηση αυτή εκδηλώνεται και σ’ αυτές καθ1 εαυτές τις αποφάσεις, με τον μανδύα μιας προσηλώσεως σε άκρατη τυπικότητα, μιας αποφυγής προσεγγίσεως της ουσίας μιας διαφοράς, αλλά και στη συμπεριφορά προς τους δικηγόρους, ιδίως τους νεώτερους και τους διαδίκους. Οι νέες γενιές των δικηγόρων πόρρω απέχουν από τις προηγούμενες κατά τα τυπικά προσόντα και έχουν όλες τις υποκειμενικές προδιαγραφές για άριστη πλαισίωση της Δικαιοσύνης. Ολα αυτά όμως, αλλά και όλα μαζί, δεν αποτελούν το βασικό πρόβλημα της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι η διαρκώς εντεινόμενη πίεση και συνεχής δοκιμασία των ορίων της αντοχής της, η τάση για υποβάθμιση του ρόλου, του επιπέδου και της αξιοπιστίας της, από τους καθ1 οιονδήποτε τρόπο κρατούντες.
Για να συνδυάσω δε τούτο με μια άλλη παράμετρο, κοινή στο πρώτο, δεύτερο και τέταρτο ερώτημα σας, θα ήθελα να σχολιάσω την πρόσφατη απόφαση του κορυφαίου οργάνου, της γενικής συνελεύσεως της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων (Ε.Δ.Ε.): Σ’ αυτήν διαπιστώνεται ορθά ως βασικό πρόβλημα η υπέρμετρη καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης που φθάνει πολλές φορές στα όρια της αρνησιδικίας. Για τους Δικηγόρους, αλλά και για τους πολίτες, το πρόβλημα αυτό έχει τρομακτικές διαστάσεις. Κακώς περιορίζεται στην πολιτική και οτην ποινική δίκη. Στην διοικητική δίκη τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Στα Διοικητικά Δικαστήρια του Πειραιώς π.χ. υπάρχει καθυστέρηση για προσδιορισμό συζητήσεως τουλάχιστον 31 μηνών σε πρώτο βαθμό και 25 σε δεύτερο. Η Ε.Δ.Ε. αντικεμενικοποιώντας το πρόβλημα το χαρακτηρίζει ως φαινόμενο ραγδαίας αυξήσεως της δικαστηριακής ύλης και δυσχέρανσης του αντικειμένου των υποθέσεων εξ αιτίας της οικονομικής αναπτύξεως και της αυξήσεως της εγκληματικότητας. Ούτε όμως οι υποθέσεις δυσκόλεψαν, ούτε ο έλληνας είναι φιλόδικος, όπως πιστεύεται γενικώς και αορίστως. Η δικαστηριακή ύλη αυξήθηκε, στην μεν διοικητική δίκη γιατί το Δημόσιο και οι από αυτόν εξαρτώμενοι φορείς θέλησαν να αφήσουν εκκρεμή απλούστατα και αμετακλήτως λυμένα μισθολογικά ζητήματα που απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, γιατί συχνά αυθαιρετεί επί ζητημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ξέροντας ότι θα κερδίσει από την μη προσφυγή πολλών στην δικαιοσύνη ή από την καθυστέρηση στην απονομή της, στις δε αστικές και ποινικές δίκες, γιατί χρησιμοποιείται η δικαιοσύνη ως πιεστικός και εισπρακτικός μηχανισμός οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, γιατί ποινικοποιήθηκαν και σωρρεύθηκαν σ1 αυτήν πλήθος ήσσονος σημασίας πράξεις που θεωρούνται ως αδικήματα, γιατί χρησιμοποιείται από το τραπεζικό σύστημα ως ένας χαμηλού κόστους παράγοντας εξασφαλίσεως απαιτήσεων, πράγματα με τα οποία και απασχολείται μεγάλος αριθμός δικαστών κλπ.
Κυρίως όμως δεν αποκαλύπτεται μια απλούστατη πραγματικότητα, η οποία από μόνη της θα έδινε μια σοβαρή διέξοδο στο πρόβλημα της υπερσυγκεντρώσεως της ύλης: Στη χώρα μας η Δικαιοσύνη ως υπηρεσία και αγαθό θεωρείται εξαιρετικώς χαμηλού κόστους, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού. Στην Ελλάδα, ο ηττώμενος διάδικος δεν καταδικάζεται στην πληρωμή των πραγματικών δικαστικών δαπανών που προκάλεσε είτε στο Δημόσιο που επιβαρύνεται με το κόστος διατηρήσεως μιας πολυδάπανης όσο και αναγκαίας υπηρεσίας, είτε στον αντίδικο του, που αναγκάσθηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη.
Αν ποτέ αποφασίσουμε να δούμε την έννοια της δικαστικής δαπάνης στην πραγματική της διάσταση, πράγμα που άλλες κοινωνίες προ πολλού έπραξαν, αν ποτέ απεγκλωβιστούμε από την έννοια του δήθεν συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, τότε θα λύσουμε πολλά από τα προβλήματα που σήμερα μας ταλανίζουν.
Οι σημαντικότερες εκκρεμότητες στην περιφέρεια των Δικαστηρίων του Πειραιώς είναι η κατασκευή του Δικαστικού Μεγάρου, θέμα που εξελίσσεται βραδύτατα, αν και μετά τις πρόσφατες διαπιστώσεις σχετικά με τη στατική ανεπάρκεια και τις ελλείψεις σε θέματα ασφαλείας του σημερινού κτιρίου που στεγάζει το Εφετείο και το Πρωτοδικείο, η ανάγκη έγινε επιτακτική, η επέκταση των ορίων της τοπικής αρμοδιότητος των Δικαστηρίων του Πειραιά στα αντίστοιχα διοικητικά όρια, η ολοκλήρωση της μηχανοργάνωσης στα λοιπά, εκτός Πρωτοδικείου, Δικαστήρια, η απαράδεκτη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την έλλειψη λειτουργικότητας των περιφερειακών Ειρηνοδικείων, €ξ αιτίας των αποσπάσεων των Ειρηνοδικών και η στελέχωση των Υποθηκοφυλακείων, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και κυρίως να πάψουν φαινόμενα απαράδεκτα όπως αυτό της Σαλαμίνος. Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλα προβλήματα, κοινά με άλλες περιφέρειες, όπως αυτό της υπερφορτώσεως των Δικαστηρίων για τις ανάγκες των φορέων που προαναφέρθηκαν, με υποθέσεις οιονεί τυπικού χαρακτήρα, TOO μακροχρονίου προσδιορισμού των δικασίμων ιδίως στην τακτική διαδικασία, του βραδύτατου ρυθμού εκδόσεως αλλά και καθαρογραφής των αποφάσεων, της ελλείψεως επαρκών και καταλλήλων αιθουσών συνεδριάσεων κλπ.
5.Ποια είναι η θέση σας στην πρόταση ίδρυσης Διεθνούς Ναυτικού Διοικητικού Δικαστηρίου στον Πειραιά;
Φύσει και θέσει, στον Πειραιά, υπάρχουν όλες οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία και αξιόπιστη λειτουργία ενός Διεθνούς Ναυτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου. Η ποιοτική και ποσοτική επάρκεια και το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο των Δικηγόρων Πειραιώς επί του γνωστικού αντικείμενου, ο βαθμός της οργανώσεως των δικηγορικών γραφείων, η κατά παράδοση μακρόχρονη και σε πολλές περιπτώσεις αποκλειστική εξειδικευμένη ενασχόληση με το αντικείμενο σε συνδυασμό με την συνεργασία τους με ομοειδή γραφεία ανά τον κόσμο, η εγκατάσταση στον Πειραιά κοινοτικών δικηγορικών εταιρειών και δικηγόρων, η λειτουργία του θεσμού του Διεθνούς Ναυτικού Συνεδρίου, ο διαρκής επιστημονικός διάλογος και επιμόρφωση με σεμινάρια, ημερίδες, επιστημονικές συζητήσεις κλπ, η άριστη συνεργασία κυρίως με τους αντίστοιχους τομείς των Πανεπιστημίων Αθηνών και Πειραιώς, η ύπαρξη και καλή λειτουργία επιστημονικών ενώσεων όπως του Ναυτικού Δικαίου και του Δικαίου της Ναυτικής Εργασίας, η έκδοση σειράς νομικών περιοδικών επί του αντικειμένου, αποτελούν ασφαλή στοιχεία για την ευδοκίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Κυριότατα όμως υπάρχει ο παράγων Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς, που έχει το κύρος, την υποδομή και τη βούληση, να στηρίξει και να εγγυηθεί την αξιοπιστία μιας τέτοιας Διαιτησίας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι ο συνδετικός κρίκος όλων των επί μέρους προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν. Η αξιοποίηση των στοιχείων αυτών απόκειται πλέον σε άλλους ξένους προς το Δικηγορικό Σώμα παράγοντες. Εάν τα συμφέροντα τους το επιτρέψουν ο θεσμός μπορεί να εξελιχθεί με άριστες προοπτικές.