Πολίτης προσέφυγε στον Συνήγορο του Πολίτη αναφέροντας ότι συμμετείχε σε συνεντεύξεις για την επιλογή Διευθυντών Σχολείων και επειδή διατηρούσε αμφιβολίες περί του εάν τα λεγόμενά του στη συνέντευξη είχαν καταγραφεί ορθά στα πρακτικά και στην απομαγνητοφώνηση που του δόθηκαν, ζήτησε από την αρμόδια Διεύθυνση πρόσβαση στο σχετικό ηχητικό αρχείο της συνέντευξής του, αλλά αυτή δεν του χορηγήθηκε.
Ο Συνήγορος του Πολίτη απέστειλε έγγραφο προς την υπηρεσία ζητώντας επανεξέταση
του ζητήματος, επισημαίνοντας:
– τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας), όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 70 παρ. 2α του ν. 5143/2024 και
ισχύουν από 1/1/2025, και ιδιαίτερα την διάταξη που ορίζει ότι «Η προθεσμία για τη
χορήγηση εγγράφων κατά την παρ. 1 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής
αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες»
– τις διατάξεις του άρθρου 169 παρ. 3 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας), σύμφωνα με το οποίο «3. Θεωρούνται επίσης έγγραφα, κατά τις διακρίσεις των προηγούμενων παραγράφων: … β) οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και κάθε άλλη απεικόνιση, καθώς και οι φωνοληψίες»1, καθώς και
– την υπ΄ αριθμ. 102/2017 Απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα που έκρινε ότι:
«Εφόσον τα δεδομένα τηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε ηχητικό ηλεκτρονικό αρχείο, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης του υποκειμένου σε αυτό στην περίπτωση αμφισβήτησης του περιεχομένου της απομαγνητοφώνησης, ώστε να υπάρχει βεβαιότητα ότι έχει αποτυπωθεί με ακρίβεια η τηλεφωνική συνομιλία, και άρα έχει ικανοποιηθεί σωστά το προβλεπόμενο από το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης».
Κατόπιν της παρέμβασης αυτής, η αρμόδια Διεύθυνση ενημέρωσε την Αρχή ότι ο πολίτης έχει την δυνατότητα επιτόπιας «μελέτης» του ηχητικού ηλεκτρονικού αρχείου στο κατάστημα της υπηρεσίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 59 του ν. 5143/2024.

