Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν τους ZD και MI, πρώην πρόεδρο και πρώην διοικητικό στέλεχος της Juventus F.C. (επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου), στους οποίους η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (FIGC) 1 επέβαλε κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε ένα σύστημα πλασματικών υπεραξιών που καθιστούσε δυνατό στον σύλλογό τους να δηλώνει οικονομικά αποτελέσματα και περιουσιακά στοιχεία σημαντικότερα από τα πραγματικά. Μετά από μια πρώτη αθώωση, η αθλητική πειθαρχική διαδικασία κινήθηκε εκ νέου βάσει στοιχείων που διαβιβάσθηκαν από την ιταλική εισαγγελική αρχή. Εν συνεχεία, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο της FIGC τους επέβαλε απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας στο ιταλικό ποδόσφαιρο επί δύο έτη, η οποία επεκτάθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατόπιν τούτου, το συμβούλιο εγγύησης του αθλητισμού της Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής (CONI), το οποίο είναι το ανώτατο όργανο της αθλητικής δικαιοσύνης στην Ιταλία, επικύρωσε την απόφαση.
Οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν κατά των ανωτέρω κυρώσεων ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, υποχρεούται να κρίνει απαράδεκτη προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση ή η αναστολή αθλητικής πειθαρχικής κύρωσης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα μιας τέτοιας πειθαρχικής κύρωσης, μπορεί μόνον να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση, αλλά όχι να ακυρώσει την κύρωση. Ως εκ τούτου, το ιταλικό δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με τη συμβατότητα του εθνικού συστήματος με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Επιπλέον, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί εάν μια ρύθμιση η οποία επιτρέπει στα όργανα της αθλητικής δικαιοσύνης να επιβάλλουν σε διοικητικό στέλεχος αθλητικού συλλόγου κύρωση συνιστάμενη στην απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας στο ιταλικό ποδόσφαιρο επί δύο έτη είναι συμβατή με την ελεύθερη κυκλοφορία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Με τις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Dean Spielmann προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων όπως η απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας στο ποδόσφαιρο επί δύο έτη, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί από την προστασία της ακεραιότητας των αθλητικών διοργανώσεων και ότι στηρίζεται σε διαφανή, αντικειμενικά, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικού χαρακτήρα κριτήρια.
Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, ούτε οι κανόνες ανταγωνισμού αντιτίθενται στο εν λόγω σύστημα. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ατομικές κυρώσεις κατά διοικητικών στελεχών αθλητικών συλλόγων θα είχαν ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού ή την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Αντιθέτως, ο γενικός εισαγγελέας Spielmann φρονεί ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ακυρώνουν παράνομες αθλητικές κυρώσεις. Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ακυρώνουν τέτοιες κυρώσεις και, κατά περίπτωση, να διατάσσουν προσωρινά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί στη συνέχεια.
Ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει ότι η αναγνώριση της αυτονομίας της αθλητικής έννομης τάξης δεν μπορεί να στερήσει από τους διαδίκους την αποτελεσματική δικαστική προστασία την οποία προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης.
Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας τονίζει ότι η απάντηση που προτείνει στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο έλεγχος από τα ιταλικά διοικητικά δικαστήρια συνιστά τον μόνο έλεγχο που διενεργείται από «δικαστήριο» , κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, επί της νομιμότητας των αθλητικών πειθαρχικών κυρώσεων. Είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξακριβώσει κατά πόσον αυτό ισχύει. Εάν, αντιθέτως, διαπιστωνόταν ότι κάποιο από τα όργανα της αθλητικής δικαιοσύνης μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο», η ιταλική ρύθμιση δεν θα ήταν ασυμβίβαστη με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

