ΔΕΕ Ι το Δικαστήριο διευκρινίζει πώς καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο σε περίπτωση αλλαγής του συνήθους τόπου εργασίας

Share

Το 2002, η μεταφορική εταιρία Locatrans, με έδρα το Λουξεμβούργο, προσέλαβε έναν Γάλλο υπήκοο ως οδηγό. Η σύμβαση εργασίας προέβλεπε ότι διέπεται από το Λουξεμβουργιανό δίκαιο. Στη σύμβαση αναφερόταν ότι ο οδηγός θα εκτελεί μεταφορικές δραστηριότητες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Οι δραστηριότητές του σταδιακά επικεντρώθηκαν όλο και περισσότερο στη Γαλλία, γεγονός που ο εργοδότης αναγνώρισε το 2014, επικαλούμενος την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στη Γαλλία. Το ίδιο έτος, μετά την άρνηση του οδηγού να δεχθεί μείωση του χρόνου εργασίας του, η Locatrans έληξε τη σχέση εργασίας.

Ο οδηγός άσκησε αγωγή ενώπιον του Conseil de prud’hommes de Dijon (Εργατοδικείο Ντιζόν, Γαλλία), το οποίο απέρριψε τις αξιώσεις του εξετάζοντάς τες με βάση το λουξεμβουργιανό εργατικό δίκαιο. Ωστόσο, το cour d’appel de Dijon (Εφετείο Ντιζόν, Γαλλία) ακύρωσε την απόφαση, κρίνοντας ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ρώμης, το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το γαλλικό, λόγω του ότι ο συνήθης τόπος εργασίας βρισκόταν στη Γαλλία. Η Locatrans άσκησε αναίρεση.

Το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό της Γαλλίας) απηύθυνε τότε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το θεμελιώδες ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, όταν τα μέρη δεν έχουν επιλέξει δίκαιο, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος, αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σε έναν τόπο, καλείται να ασκήσει την εργασία του σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος προορίζεται να καταστεί ο νέος συνήθης τόπος εργασίας.

Το Δικαστήριο απαντά ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο νέος τόπος εργασίας, ο οποίος προορίζεται να καταστεί ο συνήθης τόπος εργασίας, στο πλαίσιο της συνολικής εξέτασης όλων των περιστάσεων, με σκοπό τον καθορισμό του δικαίου που θα εφαρμοζόταν εάν τα μέρη δεν είχαν προβεί σε επιλογή δικαίου.

Η Σύμβαση της Ρώμης περιορίζει την επιλογή δικαίου από τα μέρη, ώστε η επιλογή αυτή να μην στερεί τον εργαζόμενο από την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικοί κανόνες του δικαίου που θα ίσχυε εάν δεν είχε γίνει επιλογή. Για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε τέτοια περίπτωση, η Σύμβαση προβλέπει δύο συνδετικούς παράγοντες:

  1. το κράτος στο οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, ή, ελλείψει αυτού,
  2. το κράτος στο οποίο βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο.

Ωστόσο, οι δύο αυτοί παράγοντες δεν εφαρμόζονται εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλο κράτος· σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται το δίκαιο του άλλου αυτού κράτους.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πρώτος παράγοντας δεν χρησιμεύει για τον προσδιορισμό κράτους στο οποίο ο συνήθης τόπος εργασίας έχει μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της συνολικής εργασιακής σχέσης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει αναφορά στον δεύτερο παράγοντα, δηλαδή στην εγκατάσταση μέσω της οποίας ο εργαζόμενος προσλήφθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκατάσταση αυτή βρίσκεται στο Bettembourg (Λουξεμβούργο).

Ωστόσο, αρμόδιο να προσδιορίσει εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με τη Γαλλία είναι το Cour de cassation. Στο πλαίσιο αυτής της εξέτασης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας, όπως ο πιο πρόσφατος συνήθης τόπος εργασίας του οδηγού και η υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στη Γαλλία.

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή